Η κατάσταση που επικρατεί στα τηλεοπτικά πάνελ από την περασμένη Παρασκευή επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά την τραγική θέση στην οποία βρέθηκε από το 2010 το επίπεδο της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα.
Η προπαγάνδιση του «ναι» δεν περιορίζεται μόνο στην κάλυψη μιας κυρίαρχης ή μη τάσης στην κοινωνία, αλλά δείχνει ότι η επιβολή της αποτελεί τον αποκλειστικό και διακαή πόθο των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης.
Δεν θα μπω αυτή τη στιγμή στην απόδοση μεμονωμένων δημοσιογραφικών ευθυνών γιατί γνωρίζουν οι περισσότεροι τί είδους απειλές κυκλοφορούν στα δημοσιογραφικά γραφεία. Ο φόβος είναι διάχυτος κι ό,τι ακούμε από τους τηλεοπτικούς παρουσιαστές δεν είναι καν η δική τους καθεστωτική φωνή, αλλά τα λόγια «από το κοντρόλ». Ό,τι εκφωνούν δεν είναι αποτέλεσμα μιας σύσκεψης συντακτών, αλλά ένα κείμενο του γνωστού «ότο κιου» που γράφτηκε από τα προπαγανδιστικά επιτελεία του «ναι».
Πέρα όμως από αυτήν την ξεδιάντροπη απόπειρα εκβιαστικής επιρροής, υπάρχει και κάτι άλλο ακόμη πιο σοβαρό. Είναι η άμεση επίκληση στον λεγόμενο «εθνικό διχασμό». Διακεκριμένοι δημοσιολογούντες και πεφωτισμένοι σταρ από τη μήτρα της σχολής Κωστόπουλου χρησιμοποιούνται ως μαριονέτες μιας «φωνής της λογικής» που καλεί σε πανεθνική «ψυχραιμία» και «ομοψυχία».
Απευθύνονται στον «απλό κόσμο» με φόντο μια λαϊκή συνοικία ή ένα πλάνο με ουρές συνταξιούχων, καλώντας τον ελληνικό λαό να «μη διχαστεί» αλλά να βαδίσει στο δρόμο της «ενωτικότητας», γιατί, όπως μας λένε, οφείλουμε αυτές τις δύσκολες ώρες να βαδίσουμε «όλοι μαζί».
Παρουσιάζουν μάλιστα στην εισαγωγή τους και πριν μιλήσουν με τα «ταλαίπωρα γηρατειά» ότι η κατάσταση «κρέμεται από μια κλωστή» και πως ο «διχασμός» ανάμεσα στους Έλληνες επιστρέφει τη χώρα στις εποχές του εμφυλίου ή ακόμη και του βενιζελικού διαχωρισμού της. Άλλωστε, αυτό προτάσσει και το σύνθημα του «ναι»: «Ναι στην Ελλάδα, ναι στην Ευρώπη», με την προϋπόθεση να αποδεχθούμε και το ναι στον διχασμό.
Η πλάνη της τεχνητής έντασης είναι το μόνο χαρτί που το σαπισμένο πολιτικό σύστημα και οι ελίτ μπορούν να παίξουν, επικαλούμενοι ακόμη και εθνικούς κινδύνους, τουρκικές εισβολές και σενάρια μεσοπολέμου. Ρητορικές οι οποίες χρησιμοποιούνται και από –υποτιθέμενες- «νηφάλιες» εξωπολιτικές φωνές, αλλά και από πρώην ή εν ενεργεία πολιτικά πρόσωπα, επιστρατεύτηκαν για να φοβίσουν και να δείξουν πως όλοι εκεί έξω είναι πανικοβλημένοι. Κι αν δεν είναι, τότε είναι πατριωτικό τους καθήκον να πανικοβληθούν τώρα!
Φυσικά, σε αυτό το παιχνίδι παίζουν και οι θεωρίες για κουρέματα καταθέσεων και λοιπές αηδίες, οι οποίες θέλουν να τρομάξουν ακόμη περισσότερο τον κόσμο που στη συντριπτική του πλειοψηφία δεν έχει καθόλου, ή έχει μόνο μερικές δεκάδες ευρώ στην τράπεζα. Γιατί αν είχαν περισσότερα, δεν θα ήταν φτωχοί.
Επειδή όμως ο τηλεοπτικός διχασμός δεν βγαίνει στην πράξη, με τους περισσότερους να αγανακτούν αλλά να δείχνουν τεράστια ψυχραιμία παρά τις πρωτοφανείς καταστάσεις που συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, δίνουν με τον δικό τους τρόπο την απάντηση σε φαινόμενα φίμωσης σαν το παρακάτω:
Έτσι δίνεις τη δική σου απάντηση στην εκστρατεία διχασμού, χωρίς απαραίτητα να συμφωνείς σε όλα, αλλά θαυμάζοντας το θάρρος τους:
Κι αν πολλοί θέλουν να μας οδηγήσουν σε μια πλάνη, αυτή είναι μόνο μία: Δεν είμαστε όλοι μαζί. Ποτέ δεν ήμασταν «όλοι μαζί». Δεν έχω τίποτα κοινό με τους επιχειρηματίες, τους σελέμπριτις και τα πολιτικά ζόμπι του «ναι». Παρά μόνο ότι αναγκαστικά συνδιαλέγομαι στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου οικονομικού μοντέλου, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, μαζί τους, επειδή έτυχε να ζούμε στον ίδιο τόπο.
Αυτό· και κάτι ακόμη. Την πραγματική ομολογία για το πώς αντιλαμβάνεται αυτή η κάστα ανθρώπων τους φτωχούς, δια στόματος ενός ακόμη κρίκου της τεράστιας αλυσίδας της οικογένειας Μητσοτάκη: