Η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ ή και την Ευρωπαϊκή Ένωση (γνωστή και ως Grexit) επιστρέφει στο «δημόσιο» διάλογο συνοδευόμενη από απειλές και κινδυνολογίες περί Αρμαγεδδώνα (όπως διατείνεται ο χώρος του «αντιλαϊκισμού» της κεντροδεξιάς αλλά και της «φιλοευρωπαϊκής» κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ), ενώ πολλές φορές – κυρίως από κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, μαζί και του ΚΚΕ – υιοθετείται ως βάσιμη αντιπρόταση στην καταστρεπτική ευρωλιτότητα.
Στο άρθρο αυτό θα συζητηθούν μερικοί λόγοι για τους οποίους η χρήση της παραγράφου 1 του άρθρου 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση – «κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες» – δε θα πρέπει να αποτελεί ταμπού για την Ελληνική κοινωνία. Τη στιγμή που, όπως όλα δείχνουν, η νέα κυβέρνηση οδηγείται σε ρήξη με τις Ευρωπαϊκές ηγεσίες, λόγω ακριβώς της έλλειψης υποστήριξης και κατανόησης, η επόμενη μέρα που θα σημάνει το τέλος της «ευρωπαϊκής» Ελλάδας θα πρέπει ήδη να έχει αρχίσει να συζητιέται.
Τη στιγμή που η γενικευμένη σήψη ταλανίζει την ευρωπαϊκή ήπειρο, όπου κάθε έννοια και αξία δημοκρατίας σβήνει σιγά σιγά από τη συλλογική μνήμη, φτάνοντας στο σημείο να καταλήξει μια άγνωστη λέξη σε εγκυκλοπαίδειες για τις επόμενες γενιές, για χάρη μιας τοξικής τεχνοκρατικής αριστοκρατίας, το τέλος αυτής της ευρωπαϊκής «προοπτικής» δε θα πρέπει να τρομάζει.
Αν και οι βασικότεροι λόγοι που οδηγούν σε σκεπτικισμό αναφορικά με το Grexit είναι κατά βάση οικονομικοί (δάνεια, καταθέσεις, εισαγωγές κτλ) στο άρθρο αυτό θα συζητηθούν άλλες βασικές αιτίες που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας, δεδομένου ότι έχουν κατά καιρούς υπάρξει διάφορες οικονομικές αναλύσεις (βλ Paul Krugman ή Κώστας Λαπαβίτσας) που αναιρούν την κυρίαρχη άποψη περί αναγκαιότητας του ευρώ.
Μύθος 1: Η έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε. θα μας οδηγήσει σε πρωτοφανή απομόνωση, και η Ελλάδα θα καταντήσει μια φτωχή και εγκαταλελειμμένη επαρχία.
Αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη που με πάθος συμμερίζεται το «αντιλαϊκιστικό» μπλοκ της «υπευθυνότητας», βάση της οποίας ο μέσος Έλληνας πολίτης θα πρέπει να κάνει τα πάντα ώστε να παράσχει γη και ύδωρ στις αποφάσεις της Κομισιόν και της Γερμανίας, όντας οι μόνοι που γνωρίζουν το «δικό μας καλό», πάντα στα πλαίσια της ιδεολογίας του ΤΙΝΑ (There is No Alternative [to Neoliberalism]). Συχνά μάλιστα αυτοί οι χώροι, επενδύοντας στην ακατάσχετη κινδυνολογία, προεικονίζουν και ταυτίζουν την εκτός-Ε.Ε. Ελλάδα με τη Βενεζουέλα, την Κούβα, ή και τη Βόρεια Κορέα, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι στην Ελλάδα ο ευρωσκεπτικισμός εκφράζεται μέσα από κομμουνιστικές τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, με την οποία εξισώνεται και η μετριοπαθής νέα αριστερόστροφη κυβέρνηση.
Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι μια πιθανή ρήξη της Ελλάδας με την Ε.Ε. θα οδηγούσε ντετερμινιστικά και νομοτελειακά σε μια τέτοια κατάσταση; Τούτος ο ισχυρισμός, στην πραγματικότητα, ενισχύει την ιδιαίτερα αμφισβητούμενη άποψη, ότι η Ένωση των λαών της Ευρώπης κάτω από την τεχνοκρατία των Βρυξελλών αποτελεί μονόδρομο σταθερότητας και εγγυητή ευημερίας. Είναι όμως αυτή η τοποθέτηση βάσιμη; Το παράδειγμα της Ελβετίας μας οδηγεί σε άλλου τύπου συμπεράσματα που αποδομούν, και στην τελική αναιρούν, τις παραπάνω ορθοδοξίες.
Η Ελβετία λοιπόν απέρριψε τη συμμετοχή της στην Ενωμένη Ευρώπη με δημοψήφισμα το 1992 – όπως και το 1920 απέρριψε με τον ίδιο τρόπο τη συμμετοχή της στην Κοινωνία των Εθνών (Huber 1968, σ.6) – και όντας μια χώρα αυτόνομη και ελάχιστα εξαρτημένη από τον εξωτερικό παράγοντα, απολαμβάνει σημαντικά δημοκρατικά προνόμια, σε αντίθεση με τα περισσότερα κράτη μέλη της Ε.Ε. Πάνω από 30 δημοψηφίσματα διεξάγονται κάθε χρόνο, έπειτα από συλλογή υπογραφών, περιορίζοντας έτσι την ισχύ του κοινοβουλίου και των κομμάτων, ενώ οι κυβερνήσεις έχουν πολλές φορές υπαναχωρήσει στη λαϊκή ψήφο, αποσύροντας νομοσχέδια που δεν επείγουν, είτε έχουν τη δυνατότητα να αναθεωρούν το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα της χώρας (Kriesi & Trechsel 2008, σ.34 / Huber 1968, σ.24-25).
Οι λαϊκές πρωτοβουλίες δίνουν πάντα τον τελευταίο λόγο στην ομοσπονδιακή χάραξη πολιτικής, ενώ μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποτρέψουν την ψήφιση νόμων ασκώντας veto (Kriesi & Trechsel 2008, σ.56 / Huber 1968, σ.26). Τα Καντόνια, και κυρίως οι δήμοι και οι κοινότητες, διατηρούν μια δική τους αυτονομία – εγγυημένη από το άρθρο 47 του Ομοσπονδιακού Συντάγματος – σε ότι αφορά τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για θέματα σχετικά με την τοπική άσκηση πολιτικής, παρά τις μακροοικονομικές προσπάθειες που ενδυνάμωσαν τον κεντρικό σχεδιασμό και τον συγκεντρωτισμό (Kriesi & Trechsel 2008, σ.35, σ.36, σ.55).
Αυτό που κατάφεραν οι Ελβετοί να αποφύγουν το 1992 είναι η αναδόμηση και εκ νέου διαστασιολόγηση του Ομοσπονδιακού συστήματος (βασική προϋπόθεση για την ένταξη της χώρας στην Ε.Ε.) πράγμα που ερχόταν σε αντίθεση με τη βούληση του εκλογικού σώματος (Aubert 1983, σ.211 / Kriesi & Trechsel 2008, σ.43), καθώς θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να θέσει σε κίνδυνο την αυτονομία των Καντονιών – τα οποία φυσικά μπορούν να χαράζουν τη δική τους δημοσιονομική πολιτική, καθώς και να ελέγχουν τον τοπικό τους προϋπολογισμό, ανεξάρτητα από το εθνικό σύστημα οικονομικής κατεύθυνσης (Kriesi & Trechsel 2008, σ.35) – περιορίζοντας έτσι σημαντικά δημοκρατικά δικαιώματα. Ας κάνουμε στο σημείο αυτό μια σύγκριση μεταξύ της «απομονωμένης» Ελβετίας και της δικτυωμένης Ιρλανδίας, μια χώρα που πληροί όλες τις διαδικασίες ένταξης στην Ε.Ε.
Το Άρθρο 27 του Ιρλανδικού Συντάγματος προβλέπει αντίστοιχα δημοψηφίσματα για θέματα που κρίνονται εξέχουσας σημασίας (όπως οικονομική πολιτική, μεταναστευτικό, υπηκοότητα, διοίκηση, επικύρωση διεθνών συμφωνιών). Παρόλα αυτά η απόφαση του Ιρλανδικού λαού να απορρίψει διεθνείς και Ευρωπαϊκές συμφωνίες ουδέποτε κατέστη σεβαστή: η συνθήκη της Νίκαιας το 2001 απορρίφθηκε μαζικά από το εκλογικό σώμα. Επειδή όμως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στρέφονταν ενάντια στο project της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, ο Ιρλανδικός λαός υποχρεώθηκε σε δεύτερο δημοψήφισμα που διεξήχθη ένα χρόνο αργότερα, όπου και έπειτα από κινδυνολογίες και απειλές, επικράτησε το ΝΑΙ.
Παρομοίως και το 2007 με τη συνθήκη της Λισαβόνας, οι Ιρλανδοί αναγκάστηκαν να εισέλθουν στις κάλπες δύο φορές, πράγμα που δείχνει ξεκάθαρα ότι η δημοκρατία και η σταθερότητα που επικαλείται η Ε.Ε. δεν είναι απλά και μόνο a la carte, αλλά επί της ουσίας πρόκειται για μια οργανωμένη και νομιμοποιημένη μορφή τεχνοαυταρχικής αριστοκρατίας, η οποία τούτη τη στιγμή που διεξάγονται οι σημαντικές αυτές διαπραγματεύσεις αναφορικά με την Ελληνική κρίση χρέους δείχνει το πραγματικό της προσωπείο.
Οι επικριτές του Ελβετικού πολιτεύματος φυσικά λένε τα εξής: η Ελβετία στηρίζει τη δημοκρατία της σε μια οικονομική ευημερία (πράγμα που δεν υφίσταται – ούτε κατά διάνοια – στην Ελλάδα), στο διεθνές ξέπλυμα χρήματος και τον μη έλεγχο των τραπεζών. Σε ότι αφορά τα δύο τελευταία, είναι πράγματι αλήθεια ότι οι Ελβετικοί νόμοι συγκαλύπτουν σκάνδαλα τραπεζικά καθώς και φοροδιαφυγή, λειτουργούν ως πλυντήρια για απάτες ενώ την ίδια στιγμή παρέχουν και οικονομικό άσυλο σε διεθνείς εγκληματικές προσωπικότητες, πράγμα που αντιβαίνει μια από τις πιο βασικές προϋποθέσεις για δημοκρατία, την κοινωνική και πολιτική διαφάνεια.
Ωστόσο, το γεγονός ότι το Ελβετικό πολίτευμα είναι σαφέστατα πιο δημοκρατικό από τα υπόλοιπα – και κυρίως από αυτά των χωρών μελών της Ε.Ε. – δε συνεπάγεται ταυτοχρόνως ότι η Ελβετία ζει σε κάποιο δημοκρατικό παράδεισο (για περισσότερα, άρθρο του Γιώργου Οικονόμου, “Το Ελβετικό πολίτευμα”). Σε ότι αφορά το πρώτο, την οικονομική ευημερία, με βάση τις στατιστικές τόσο του IMF, της CIA World Factbook, των Ηνωμένων Εθνών και της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι πλουσιότερες χώρες αυτή τη στιγμή είναι οι ΗΠΑ, και ακολουθεί η Κίνα, η Ιαπωνία και η Γερμανία, ενώ για το Global Finance (2009-2013) πρωτιά καταγράφει το Κατάρ, και ακολουθούν το Λουξεμβούργο και η Σιγκαπούρη.
Αν η ευημερία αποτελεί βασική συνθήκη για την επέκταση της δημοκρατίας, τότε θα έπρεπε αντιστοίχως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και το Κατάρ να είχαν πολιτεύματα δημοκρατικότερα από αυτά που ήδη έχουν, πράγμα που φυσικά δεν ισχύει, πόσο μάλλον στην Κίνα και το Κατάρ. Ως εκ τούτου, η δημοκρατία (μέ ή χωρίς εισαγωγικά) στην Ελβετία δεν είναι αποτέλεσμα οικονομικών συνθηκών αλλά συγκεκριμένης πολιτικής κουλτούρας, χρόνια διαμορφωμένης, κάτι που σημαίνει ότι το σπάσιμο των εμποδίων που οδηγεί στην εδραίωση του πολιτεύματος αυτού θα πρέπει να συνοδεύεται και από κάποιο πρόταγμα για περαιτέρω κοινωνικές ελευθερίες και δημοκρατικές διεκδικήσεις.
Μύθος 2: Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί σανίδα σωτηρίας ενάντια στον καταστροφικό εθνικισμό, καθώς γεφυρώνει εσωτερικές συγκρούσεις μέσω της συνεργασίας των λαών, των ανοιχτών συνόρων και της διαπολιτισμικής επικοινωνίας.
Όπως είχα γράψει και παλιότερα, βασική ιδρυτική αρχή της Ε.Ε. ήταν η αποφυγή μιας γενικευμένης σύγκρουσης μεταξύ των Ευρωπαίων λαών, στον απόηχο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που – με βάση την κυρίαρχη λογική – τροφοδοτήθηκε από εθνικιστικά κινήματα και προστατευτικές πολιτικές οι οποίες οδήγησαν στην άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού, πράγμα που ευνόησε σταδιακά την ιδεολογική ηγεμονία του φιλελευθερισμού ως τη μόνη λογική απάντηση σε όλα τα προβλήματα (Levy 2002, σ.3), και κατ’ επέκταση την επιβολή του δόγματος ΤΙΝΑ, πάνω στο οποίο βασίστηκε ολόκληρο το Ευρωπαϊκό, τεχνοκρατικό οικοδόμημα.
Η ιδέα όμως αυτή, της αποδόμησης του έθνους κράτους, της σταδιακής του εξασθένισης για χάρη μιας κεντρικής ηγεσίας με έδρα τις Βρυξέλλες όχι μόνο καταστρατήγησε βασικές πολιτικές ελευθερίες καθώς και θεμελιώδη κεκτημένα (όπως το παράδειγμα της Ιρλανδίας μας δίνει να καταλάβουμε, και αντιστοίχως οι ωμές παρεμβάσεις στις Κάνες το 2011) αλλά απεναντίας εξέθρεψε αντιδραστικές και ρατσίζουσες εθνικιστικές παρορμήσεις (για των οποίων την άνοδο θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την οικονομική κρίση ως μοναδική αιτία). Οι λόγοι φυσικά ποικίλουν:
– Ο Eric Hobsbawm (1991) βασίζει τη γέννεση του πολιτικού εθνικισμού (civic nationalism) στη νεωτερικότητα, στη Γαλλική Επανάσταση συγκεκριμένα, όπου το Γαλλικό κράτος προσπάθησε να διαδώσει τη Γαλλική γλώσσα σε όλους τους κατοίκους της Γαλλικής επικράτειας (εθνο-γλωσσικός εθνικισμός), καλλιεργώντας μια ταυτότητα η οποία βασίστηκε στο αποικιακό πνεύμα και βοήθησε απλούς χωρικούς να μετατραπούν σε Γάλλοι πολίτες. Όπως ακριβώς η εθνική ταυτότητα καλλιεργήθηκε από τα πάνω, έτσι ακριβώς και η Ευρωπαϊκή ταυτότητα (στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής επέκτασης και ολοκλήρωσης) υπήρξε και αυτή με τη σειρά της δημιούργημα κάποιας πολιτικής ιντελιγκέντσιας, η οποία στόχευε ακριβώς στην εκμηδένιση της πρωταρχικής ταύτισης του ανθρώπου με το έθνος-κράτος, προς όφελος της «ευρωπαϊκής» ταυτότητας.
Βέβαια, η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης συνέβη σε κάποια χρονικά πλαίσια όπου οι Ευρωπαϊκοί πληθυσμοί δεν είχαν υιοθετήσει κάποια σταθερή και συμπαγή κοινή ταυτότητα ως σημαίνον, όπως αυτή του στο έθνους-κράτους που σταδιακά υποχωρεί για χάρη μιας νέας φαντασιακής σημασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την έξαρση των ταυτιστικών κρίσεων, λόγω της εξασθένισης του αισθήματος του ανήκειν, και ως εκ τούτου, οι Ευρωπαϊκοί πληθυσμοί δίχως άλλοθι αναδιπλώνονται στον εαυτό τους (με μόνο τους οδηγό το φόβο).
Αυτή η ταυτιστική κρίση δεν εκφράζεται μόνο μέσα από κάποια κοινωνική εσωστρέφεια, αλλά κυρίως ενισχύει τη διάλυση του κοινού κόσμου – που συνενώνει τους ανθρώπους στο δημόσιο πεδίο, τη σφαίρα της συνδιαμόρφωσης, αναπαράγοντας τον ιδιωτικό κανιβαλισμό των τελευταίων ετών.
– Όπως αναφέρει η Arendt (1976, σ.267-304) η εξασθένιση του έθνους-κράτους κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση και του πολιτικού εθνικισμού πράγμα που απέβη τραγικό για τους Εβραϊκούς πληθυσμούς, οι οποίοι στα πλαίσια του έθνους κράτους απολάμβαναν προστασία από πογκρόμ και διώξεις σε μια Ευρώπη που έβραζε από αντισημιτισμό. Οι νέοι εθνικισμοί (ως υποκατάστατα) που αναδείχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτή, ήταν κατά βάση υπερ-εθνικοί, δαρβινοφυλετικοί (tribal nationalism) και βαθύτατα αντιεβραϊκοί, οδηγώντας στην αναρρίχηση ολοκληρωτικών καθεστώτων στην εξουσία, και στο ξέσπασμα του ΒΠΠ.
Όπως τότε, έτσι και σήμερα, κάτω από την αιγίδα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στα πλαίσια του «ευρωκράτους» διαλύεται κάθε δεσμός του πολίτη με τους θεσμούς που – έστω και κατ’ επίφαση – εξασφαλίζουν βασικά δικαιώματα. Μπορεί σήμερα η εξασθένιση του έθνους-κράτους να μην περιορίζονται τα δικαιώματα των μειονοτήτων (καθώς οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί προβλέπουν γι’ αυτά), ωστόσο βασικά κεκτημένα που ήταν συνδεδεμένα με τημ κεϋνσιανική του δομή (όπως βασικές κοινωνικές παροχές) χάνονται, αφήνοντας έτσι πληθυσμούς ευάλωτους στην αυθαιρεσία των αγορών, τη στιγμή που το Κοινωνικό Συμβόλαιο διαλύεται στα πλαίσια του ΤΙΝΑ (πάνω στο οποίο δομείται η σύγχρονη Ευρώπη υπερκράτος»).
– Η προσπάθεια ανάμειξης 27 διαφορετικών χωρών με διαφορετική ιστορία, ήθη, έθιμα κάτω από μια κοινή οικονομία, καθιστά τη διαπολιτισμική επικοινωνία αδύνατη. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθούμε στις αξίες κάτω από τις οποίες η πολυπολιτισμική Ευρώπη λειτουργεί, αξίες οικονομικές, ανταγωνιστικές, που προάγουν το κέρδος και τον ανταγωνισμό ως μοναδικά κριτήρια. Αυτός ο ανταγωνισμός, όμως, την ίδια στιγμή εκφράζεται και με χαρακτηριστικά έθνους ή φυλής.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο οικονομικός ανταγωνισμός οδηγεί στην δαιμονοποίηση του λιγότερου ισχυρού: οι αδύναμες χώρες (όπως η Ελλάδα) θα βρεθούν ακριβώς κάτω από αυτό το στίγμα της δαιμονοποίησης, ενώ οι «οικονομικά ισχυρές» αποτιμώνται ως παραδείγματα προς μίμηση, στα πλαίσια του δαρβινιστικού νεωτερικού φαντασιακού που συνοδεύει την κυρίαρχη οικονομικοκεντρική ιδεολογική ηγεμονία, μια ηγεμονία που ταυτόχρονα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι και του Γερμανικού προτεσταντικού φαντασιακού όπως πολύ χαρακτηριστικά τονίζει ο Max Weber (1998), ενισχύοντας έτσι με αυτόν τον τρόπο τις πολιτισμικές διαφορές μεταξύ χωρών.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, ειρηνική διαβίωση δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί. Διότι η κοινωνική ειρήνη είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη δικαιοσύνη, απαραίτητο συστατικό της οποίας είναι η (πολιτική, και κατ’ επέκταση οικονομική) ισότητα: διότι μεταξύ άνισων δεν υπάρχει δικαιοσύνη αλλά ισχύς όπως έλεγε και ο Θουκυδίδης. Ισότητα δεν μπορεί να υπάρξει πέρα από το πολιτικό πεδίο, όπου η βία αντικαθίσταται από το λόγο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ως εκ τούτου, καμία χώρα και κανένας λαός δεν έχει να κερδίσει τίποτα, πέρα από μια συνεχιζόμενη διαιώνιση της κοινωνικής μιζέριας, η οποία κανείς δεν ξέρει ποιά θα είναι η κατάληξή της, τη στιγμή που η Ευρώπη ως soft power μετατρέπεται σε ένα νέο Σοβιετικού τύπου καθεστώς.
Εν κατακλείδι
Συνεπώς, το Grexit, ή μια αναπόφευκτη διάλυση της Ε.Ε. (αναπόφευκτη όχι βάση ενός πιθανού Grexit, αλλά κυρίως λόγω της επικράτησης κομμάτων που επιδιώκουν μονομερή έξοδο από την Ευρωπαϊκή «οικογένεια» στις επόμενες εκλογές της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας) δε θα πρέπει να μας τρομάζει και τόσο, όσο η συνέχεια της τοξικής αυτής ευρωιδεοληψίας που βυθίζει κοινωνίες στη δύνη της απελπισίας. Η περίφημη Ευρώπη των λαών που ονειρεύονται ορισμένοι δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η Ευρώπη του απο-συγκεντρωτισμού, δίχως αυτό φυσικά να σημαίνει ότι η επιστροφή στο έθνος κράτος αποτελεί εξιδανίκευση, όσο και αν – για την ώρα τουλάχιστον – πρόκειται για ένα πιο ουσιαστικής σημασίας βήμα.
Για την ώρα, γνωρίζουμε ότι δεν είναι εφικτό να μεταρρυθμιστεί αυτός ο γραφειοκρατικός μηχανισμός προς κάτι καλύτερο, καθώς οι δομές του είναι τόσο συγκεντρωτικές και τεχνοελιτίστικες που αδυνατούν να εσωτερικεύσουν και να προβάλουν τη γενική λαϊκή βούληση. Συνεπώς, η Ε.Ε. δεν έχει άλλο παρά να (αυτο)διαλυθεί, αλλά η «επόμενη μέρα» θα πρέπει να συνοδεύεται ρητά από κάποιο πρόταγμα που θα θέτει ως στόχο του τη δημοκρατία, τη δημιουργία ανοικτών δικτύων αλληλεγγύης και πολιτισμικής επαφής των λαών που, ταυτόχρονα, θα ασκεί έλεγχο με στόχο καμία τοπική απόφαση να μην μπορεί να παραβιαστεί από κεντρικούς μηχανισμούς και για κανέναν λόγο.
Για να φτάσουμε, όμως, στο σημείο αυτό θα πρέπει αρχικά να έρθουμε σε ρήξη με κάθε είδους ιδεολογικό μας αποκούμπι, και κυρίως τον φιλο-ευρωπαϊκό φετιχισμό που αναμασούν αριστεροί και δεξιοί δονκιχωτιστές.
Αναφορές Arendt, H., 1976. The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book. Aubert, J.F., 1983. Expos ́e des institutions politiques de la Suissea partir de quelques affaires controverses, 2nd edition. Lausanne: Payot. Hobsbawm, E. J. 1., 1991. Nations and nationalism since 1780: Programme, myth, reality. Canto ed. Cambridge: Cambridge University Press. Huber, H., 1968. How Switzertland is Governed. Switzerland: Schiweizer Spiegel Vergal. Kriesi, H., & Trechsel, Α., 2008. The Politics of Switzerland. Cambridge: Cambridge University Press. Levy, C., & Roseman, M…. 2002. Three Postwar Eras in Comparison. London: Palgrave. Weber, M., 1998. The Protestant ethic and the spirit of capitalism. 2nd Roxbury ed. Los Angeles: Roxbury Pub.