Σαν σήμερα, στις 5 Μαρτίου του 1933, στη Γερμανία διεξάγονται εκλογές. Ήδη το ναζιστικό κόμμα είχε καταφέρει να έχει πίσω του μια τεράστια πλημμυρίδα μαζικής υποστήριξης. Η νέα Βουλή που συγκλήθηκε ψήφισε να δοθούν στον Χίτλερ απεριόριστες εξουσίες. Ήταν η αρχή του τέλους. Σύντομα η σημαία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αντικαταστάθηκε από τον αγκυλωτό σταυρό των Εθνικοσοσιαλιστών.
Της Κατρίν Αλαμάνου
Το αποτέλεσμα των εκλογών έδινε το 44% των ψήφων και 288 έδρες στο NSDAP του Χίτλερ.
Έχοντας υποστηρικτή το μικρό Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP), οι Εθνικοσοσιαλιστές επιτυγχάνουν την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο (52%). Η κυριαρχία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος αρχίζει. Θα λήξει μόνον με τον τερματισμό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, το Μάιο του 1945.
Όμως πώς οδηγήθηκε η Γερμανία στις εκλογές του Μαρτίου του 1933 και ακολούθως στη δίνη του ναζισμού, στον οποίο συμπαρέσυρε ολόκληρη την Ευρώπη;
Σπαρτακιστές (1919)
Για μια μικρή περίοδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα γεγονότα έδειχναν να στρέφουν τη Γερμανία προς τα αριστερά, καθώς οι περισσότεροι από τους πολιτικούς ηγέτες της αμέσως μεταπολεμικής κυβέρνησης ήταν Σοσιαλιστές. Όμως, η ρεφορμιστική τους πολιτική θεωρείτο υπερβολικά ήπια σε μια ομάδα ακραίων μαρξιστών. Οι Σπαρτακιστές με επικεφαλής την Ρόζα Λούξεμπουργκ και Κάρολο Λίμπκνεχτ, αποπειράθηκαν το 1919 να οργανώσουν μία εξέγερση που θα έφερνε στη Γερμανία την προλεταριακή επανάσταση. Η εξέγερση συνετρίβη, παρά τη βοήθεια που τους προσφέρθηκε από τους Ρώσους Μπολσεβίκους. Οι Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ σκοτώθηκαν από στρατιώτες.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ιδιωτικές ομάδες κρούσης με επικεφαλής απογοητευμένους αξιωματικούς του στρατού είχαν βοηθήσει την κυβέρνηση να επιτύχει την ήττα των Σπαρτακιστών. Αυτοί οι αξιωματικοί δεν συμπαθούσαν αληθινά τον δημοκρατικό σοσιαλισμό περισσότερο από τον ρωσικό κομμουνισμό. Σύντομα θα στρέφονταν εναντίον της κυβέρνησης, στης οποίας τη διάσωση είχαν συντελέσει.
Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919-1933)
Αμέσως μετά την ήττα της σπαρτακιστικής εξέγερσης ένας συνασπισμός σοσιαλιστών, καθολικών κεντρώων και φιλελεύθερων δημοκρατών προχώρησε στη σύνταξη ενός συντάγματος για τη νέα γερμανική δημοκρατία. Το σύνταγμα κατά γενικό κανόνα αντανακλούσε μια προοδευτική πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία. Μεταξύ άλλων προέβλεπε την υιοθέτηση της καθολικής ψηφοφορίας για άνδρες και γυναίκες και έναν χάρτη δικαιωμάτων που εκτός των αστικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών. Εγγυόταν επίσης το δικαίωμα στην εργασία και την εκπαίδευση, καθώς και την προστασία του πολίτη από τα ισχυρά βιομηχανικά συμφέροντα.
Όμως υπήρχαν κύκλοι αντιδραστικών και εξτρεμιστών που συνωμοτούσαν εναντίον της. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γεννήθηκε από την αλλαγή που επιβλήθηκε στη Γερμανία κατά την ώρα της ήττας της. Έτσι, η αστάθειά της, την καθιστούσε πιθανό θύμα των δυνάμεων που απελπισμένα προσπαθούσε να δαμάσει.
Όπως επισημαίνει και ο καθηγητής του ΑΠΘ, Θ. Κακουριώτης, «χωρίς υπερβολή η βρεφικής ηλικίας δημοκρατία, υπήρξε για την πλειονότητα των Γερμανών μια εκτρωγένεια που άρχισε να βάλλεται από το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού φάσματος. Οι Ναζί την απεχθανόντουσαν γιατί ήθελαν να επιβάλουν τη δικτατορία του Χίτλερ ως «Φύρερ», τίτλος που ενσωμάτωνε δύο σε ένα ήγουν, Καγκελάριος+ Πρόεδρος = Φύρερ • οι Εθνικιστές φιλομοναρχικοί διότι οραματίζονταν μια παλινόρθωση, με επιστροφή των περασμένων μεγαλείων της άλλοτε κραταιάς Γερμανικής Αυτοκρατορίας του 1871• τέλος, οι Κομουνιστές ήθελαν εγκαθίδρυση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ευσεβής πόθος του Βλάντιμιρ Λένιν, άλλωστε, που επιθυμούσε διακαώς την συμμετοχή της πλέον προηγμένης βιομηχανικά χώρας, στο διεθνές επαναστατικό γίγνεσθαι, επιθυμία και του Καρλ Μαρξ)».
Η πορεία προς την καταστροφή
Ο Χίτλερ ήταν μεταξύ αυτών που κατήγγειλαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Είχε παράλληλα ιδρυθεί το 1919 το Ναζιστικό Κόμμα (Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών) από μία ομάδα επτά ανδρών με ηγέτη τους τον ίδιο τον Χίτλερ.
Το 1923 τέθηκε επικεφαλής μιας απόπειρας πραξικοπήματος από μέρους των «Φαιοχιτώνων», του ιδιωτικού στρατού των Ναζί, οι οποίοι διαλύθηκαν γρήγορα και ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Στη φυλακή συνέταξε το Mem Kampf, (Ο Αγών μου), μια ασυνάρτητη πραγματεία γεμάτη μίσος για του Εβραίους και τους κομμουνιστές. Εξέφρασε επίσης την αντίληψή του για την προδοσία της Γερμανίας από τους εχθρούς της του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το μήνυμα του Χίτλερ έβρισκε απήχηση σε έναν αυξανόμενο αριθμό απογοητευμένων και απειλούμενων οικονομικά συμπατριωτών του.
Στις εκλογές του 1928, οι Ναζί κέρδισαν 12 έδρεςστη Βουλή. Το 1930 κέρδισαν 107, αυξάνοντας τις ψήφους τους από 800 χιλιάδες σε 6,5 εκατομμύρια.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1932 το κοινοβουλευτικό σύστημα κατέρρευσε. Κανένας αρχηγός κόμματος δεν μπορούσε να αποκτήσει πλειοψηφία στη Βουλή, επειδή οι Ναζί αρνούνταν να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης σε οποιαδήποτε κυβέρνηση, στην οποία δεν ήταν ο Χίτλερ επικεφαλής, ενώ οι Κομμουνιστές αρνούνταν να συνεργαστούν με τους Σοσιαλιστές.
Τον Ιανουάριο του 1933 μια ομάδα αντιδραστικών βιομηχάνων, τραπεζιτών και Πρώσων γαιοκτημόνων έπεισε τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο, προφανώς με τη σκέψη ότι θα μπορούσαν να τον ελέγξουν.
Οι υποστηρικτές του σχεδίου όμως υποτίμησαν την τεράστια πλημμυρίδα μαζικής υποστήριξης πίσω από το ναζιστικό κόμμα. Ο Χίτλερ δεν άργησε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την ευκαιρία και έπεισε τον Χίντεμπουργκ να προκηρύξει νέες εκλογές στις 5 Μαρτίου.
Όταν συγκλήθηκε η νέα Βουλή ψήφισε να δοθούν στον Χίτλερ απεριόριστες εξουσίες. Η νεά Γερμανία διακήρυξε ότι ήταν το «Τρίτο Ράιχ», διάδοχος της αυτοκρατορίας των Hohenstaufen του Μεσαίωνα και της Αυτοκρατορίας των Hohenzollern των νεότερων χρόνων. Όλα τα πολιτικά κόμματα πλην του ναζιστικού, τέθηκαν εκτός νόμου. Ο ολοκληρωτικός έλεγχος επεκτάθηκε στον Τύπο, την εκπαίδευση, τις τέχνες και σε πολλούς κλάδους της παραγωγής και του εμπορίου. Μέτρα πάρθηκαν εναντίον των Εβραίων: εκδιώχθηκαν από τις δημόσιες υπηρεσίες, τους στερήθηκε η γερμανική ιθαγένεια και πρακτικά αποκλείστηκαν από τα πανεπιστήμια. Το 1938 κορυφώνεται η φανατική σταυροφορία εναντίον των Εβραίων για την εκδίωξή τους από τη χώρα και την ολοκληρωτική τους καταστροφή.
Αιτίες του γερμανικού ολοκληρωτισμού
Οι παράγοντες που οδήγησαν στον τελικό θρίαμβο του ναζισμού στη Γερμανία είναι πολλοί και διαφορετικοί. Ωστόσο μπορούν να υπογραμμιστούν οι δύο σημαντικότεροι.
Η αίσθηση ταπείνωσης που προερχόταν από την ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά την περίοδο 1871-1914 η Γερμανία είχε υψωθεί σε περίοπτη πολιτική και πολιτιστική θέση γνωρίζοντας παράλληλα μια αξιοσημείωτη ευημερία βασισμένη στη βιομηχανική της παραγωγή. Μετά το συντριπτικό πλήγμα του 1918 άρχισε να ενισχύεται ο μύθος κατά τον οποίο το έθνος «μαχαιρώθηκε πισώπλατα» από σοσιαλιστές και Εβραίους που βρίσκονταν στην κυβέρνηση. Η κατηγορία αυτή δεν είχε ίχνος αλήθειας. Όσοι όμως ζητούσαν έναν αποδιοπομπαίο τράγο κατέκριναν την «ανευθυνότητα» της αβασίλευτης δημοκρατίας επιθυμώντας μια αυταρχική διακυβέρνηση για την ανάκτηση του σεβασμού του κόσμου προς τη Γερμανία.
Ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να καλπάζει ήδη από το 1914, όταν η Γερμανία χρηματοδοτούσε τον πόλεμο με ομόλογα, θεωρόντας ότι μετά από μία πιθανή νίκη το κόστος θα πήγαινε στους ηττημένους. Με την ήττα όμως αυτό ήταν ανέφικτο και η κεντρική τράπεζα Ράιχσμπανκ τύπωνε χρήμα χωρίς κανένα αντίκρισμα σε χρυσό.
Με υπέρμετρες μισθολογικές αυξήσεις στα πρώτα τρία χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης προκειμένου να αποτραπούν κοινωνικές εντάσεις τροφοδοτήθηκε αρχικά μια έκρηξη των εξαγωγών και της εσωτερικής κατανάλωσης. Όταν η χώρα άρχισε να δοκιμάζεται από την εκτεταμένη ανεργία, η κυβέρνηση αύξησε την προσφορά χαρτονομίσματος προκειμένου να χρηματοδοτήσει προγράμματα ασφάλισης κατά της ανεργίας, οδηγώντας σε καλπάζοντα πληθωρισμό.
Ο πληθωρισμός ξέφυγε από κάθε έλεγχο εξαιτίας των πολεμικών επανορθώσεων, ένα πρόβλημα που είχε αφήσει άλυτο η Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919. Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1923 το κόστος ζωής για ένα άτομο υπολογίζοταν στο αστρονομικό ποσό των 15 δισεκατομμυρίων μάρκων. Εκείνοι που εξαρτιόνταν από σταθερά εισοδήματα έβλεπαν πια την ασφάλειά τους να υπονομεύεται, καθώς οι εργασιακές αμοιβές δεν ακολουθούσαν την τεράστια αύξηση του κόστους ζωής. Άρχισαν λοιπόν να χάνουν οποιαδήποτε πίστη είχαν προς την αβασίλευτη δημοκρατία.
Λίγο αργότερα, η Μεγάλη Κρίση του 1929, στη Γερμανία οδήγησε στα ακόλουθα αποτελέσματα: Οι αγρότες εξοργίστηκαν με την κατάρρευση των τιμών των προϊόντων τους και με το βάρος χρεών και φόρων. Οι φοιτητές έβλεπαν ελάχιστη προοπτική να βρουν μια θέση σε ήδη κορεσμένα επαγγέλματα. Έξι εκατομμύρια εργάτες ήταν άνεργοι. Η αστική τάξη έβλεπε τις καταθέσεις της να εξανεμίζονται.
Συνέπεια αυτών ήταν η στροφή πολλών εργατών προς το Κομμουνιστικό Κόμμα, γεγονός που φόβιζε την αστική τάξη. Όμως όταν στις εκλογές του 1932 το Κομμουνιστικό Κόμμα πήρε περίπου 6 εκατομμύρια ψήφους, περισσότερο από το 1/7 του συνόλου, πολλοί καπιταλιστές και μεγαλοϊδιοκτήτες τρόμαξαν μπροστά σε ό,τι θεωρούσαν αυξανόμενο κίνδυνο μπολσεβίκικης επανάστασης. Έτσι, αφού η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε ουσιαστικά μόλις ξεψυχήσει, βρέθηκαν να πρέπει να διαλέξουν το λεγόμενο μικρότερο κακό, που τελικά ήταν το απόλυτο.
Συνοψίζοντας, αν η «ανάπηρη» δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε καταφέρει να κρατηθεί στη ζωή, ίσως να είχε αποφευχθεί το αιματοκύλισμα της Ευρώπης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ίσως να είχε αποφευχθεί ο ναζιστικός εφιάλτης. Εν τέλει ίσως αυτή ήταν το πραγματικό μικρότερο κακό.