Στην Αθήνα, οι υποστηρικτές του “ΟΧΙ” με σημαίες μετά τα πρώτα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Γιάννης Kolesids / EPA
Ελλάδα: Ο αγώνας συνεχίζεται
Ένας απολογισμός για ό,τι έχει αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων στην Ελλάδα, και τι σχεδιάζεται για το ΣΥΡΙΖΑ και την ευρωπαϊκή αριστερά.
από Sebastian Budgen & Στάθης Κουβελάκης
Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και των πιστωτών σόκαρε πολλούς της Αριστεράς που έχουν παρακολουθήσει τα γεγονότα στην Ελλάδα. Φαίνεται να έχει σηματοδοτήσει το τέλος ενός πολιτικού κύκλου.
Σε αυτή τη συνέντευξη με τον Sebastian Budgen, συμβάλλοντα συντάκτη του Jacobin, και τον Στάθης Κουβελάκη, ηγετικό στέλεχος της Αριστεράς, καλύπτεται τα τελευταία γεγονότα, σε ποιο βαθμό έχουν οι προσδοκίες επιβεβαιωθεί ή διαψευσθεί, και ποια είναι τα επόμενα βήματα για τη ριζοσπαστική πτέρυγα του κόμματος.
Ο Κουβελάκης χρησιμοποιεί αυτή την ευκαιρία για να αντικατοπτρίσει ευρύτερα τον ισολογισμό της στρατηγικής της Αριστεράς, για το αν τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν γίνει διαφορετικά, και ποιες είναι οι προοπτικές για μια πιο γενική Αριστερή ανασύνθεση.
Ποια ήταν τα αίτια του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο; Πολλοί το είδαν σαν κάτι από το πουθενά, ένα μπαλαντέρ που ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να χρησιμοποιήσει. Υπάρχει όμως κάποια αβεβαιότητα σχετικά με τα κίνητρά του – μερικοί μάλιστα θεωρούν ότι πίστευε ότι θα χάσει.
Νομίζω ότι το δημοψήφισμα ήταν σαφώς μια προσπάθεια να βγούμε από την παγίδα στην οποία η κυβέρνηση έπεφτε μέσα από τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων.Ήταν προφανές, πράγματι, ότι κατά την καθοδική πορεία των παραχωρήσεων, η κυβέρνηση και ο Τσίπρας συνειδητοποίησε πως ό,τι και να πρότεινε, δεν επρόκειτο ποτέ να είναι αρκετό για την τρόικα. Από την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου, ήταν σαφές ότι η συμφωνία, έτσι όπως διαμορφωνόταν, δεν θα περνούσε ούτε εντός του ΣΥΡΙΖΑ ούτε το τεστ της κοινής γνώμης.
Μηνύματα αποστάλθηκαν στην ηγεσία και στον Τσίπρα προσωπικά από το εσωτερικό του κόμματος, σε όλες τις διαβαθμίσεις της Αριστεράς, ότι αυτό δεν ήταν αποδεκτό. Στις τελευταίες μέρες αυτής της εβδομάδας, η αλλαγή της κοινής γνώμης ήταν επίσης σημαντική, με τους ανθρώπους λέγοντας ότι απλώς έχουν βαρεθεί τις διαδικασίες με τις ατελείωτες διαπραγματεύσεις. Έγινε κατανοητό ότι η τρόικα προσπαθούσε απλώς να ταπεινώσει την ελληνική κυβέρνηση.
Ο Τσίπρας, ο οποίος θα πρέπει να πούμε είναι ένα είδος τζογαδόρου ως πολιτικός, σκέφτηκε το δημοψήφισμα – μια ιδέα που δεν ήταν εντελώς νέα και η οποία είχε εισαχθεί πριν από τους άλλους στην κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένου και του Γιάνη Βαρουφάκη – όχι ως μια ρήξη με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης, αλλά ως κίνηση τακτικής που θα μπορούσε να ενισχύσει το σχέδιο διαπραγμάτευσης.Μπορώ να το διαβεβαιώσω, διότι είχα πρόσβαση σε λεπτομερείς εκθέσεις σχετικά με την κρίσιμη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου το απόγευμα της 26ης Ιουνίου, όταν ανακοινώθηκε το δημοψήφισμα.
Δύο πράγματα πρέπει ειπωθούν σε αυτό το σημείο. Το πρώτο είναι ότι ο Τσίπρας και οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά σ ‘αυτόν πίστευαν ότι θα κέρδιζαν πολύ εύκολα. Και αυτό συνέβη ακριβώς πριν από το κλείσιμο των τραπεζών. Η γενική αίσθηση ήταν ότι το δημοψήφισμα θα κερδιζόταν με συντριπτική πλειοψηφία, πάνω από 70 τοις εκατό.
Αυτό βέβαια ήταν αρκετά ρεαλιστικό· δίχως το κλείσιμο των τραπεζών, το δημοψήφισμα θα είχε εύκολα κερδηθεί, αλλά η πολιτική σημασία του ΟΧΙ θα είχε αλλάξει, διότι θα είχε συμβεί χωρίς την πόλωση και την δραματική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε από το κλείσιμο των τραπεζών και την αντίδραση των Ευρωπαίων.
Αυτό που συνέβη στην εν λόγω συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ήταν ότι ένας συγκεκριμένος αριθμός ανθρώπων – από τη δεξιότερη πτέρυγα του κοινοβουλίου, με επικεφαλή τον Αναπληρωτή Πρωθυπουργό Γιάννη Δραγασάκη – διαφώνησε με την κίνηση.
Ο Δραγασάκης είναι το πρόσωπο που έχει τον έλεγχο όλης της διαδικασίας της διαπραγμάτευσης για την ελληνική πλευρά. Όλη η διαπραγματευτική ομάδα με την εξαίρεση τον νέο υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο, είναι δικοί του άνθρωποι κι εκείνος ήταν φανερό ότι ήθελε να ξεφορτωθεί τον Βαρουφάκη.
Σε αυτή την πτέρυγα, υπήρχε η πεποίθηση ότι το δημοψήφισμα ήταν μια πρόταση υψηλού κινδύνου, μια πολύ επιθετική κίνηση που θα προκαλούσε σκληρή αντίδραση από την ευρωπαϊκή ένωση -κάτι το οποίο φαίνεται να είχαν καταλάβει- σε αντίθεση με τον Τσίπρα. Και αποδείχθηκαν σωστοί.
Επίσης φοβούνταν την άνοδο από τα κάτω στρώματα που θα σημειωνόταν από την πρωτοβουλία αυτή. Από την άλλη πλευρά, ο ηγέτης της Αριστεράς και υπουργός ενέργειας και παραγωγικής ανάπτυξης, Παναγιώτης Λαφαζάνης, δήλωσε ότι το δημοψήφισμα ήταν η σωστή απόφαση αν και ήρθε πολύ αργά, αλλά και ο ίδιος προειδοποίησε ότι αυτό ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου και ότι η άλλη πλευρά, θα κόψει τη ρευστότητα και θα πρέπει να περιμένουμε μέσα σε λίγες μέρες το κλείσιμο των τραπεζών. Οι περισσότεροι χλεύασαν την πρόταση αυτή.
Αυτή η έλλειψη συνείδησης του τι επρόκειτο να συμβεί αποτελεί το κλειδί για να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση έχει λειτουργήσει μέχρι στιγμής. Απλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι Ευρωπαίοι θα αντιδρούσαν με τον τρόπο που στην πραγματικότητα αντέδρασαν. Κατά κάποιο τρόπο, όπως έχω πει, η δεξιά πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ πιο διαυγείς σε σχέση με το τι είχαν να αντιμετωπίσουν.
Αυτό εξηγεί επίσης τι συνέβη κατά τη διάρκεια της εβδομάδας του δημοψηφίσματος σε αυτό το επίπεδο. Ο Τσίπρας τέθηκε υπό εξαιρετική πίεση από τον Δραγασάκη και άλλους να αποσύρει το δημοψήφισμα. Δεν το έκανε αυτό, βέβαια, αλλά ο ίδιος κατέστησε σαφές ότι οι επόμενες κινήσεις του θα ήταν σύμφωνες με την δεξιά πτέρυγα και πως το ζητούμενο δεν ήταν μια ρήξη με τη γραμμή που είχε ακολουθηθεί μέχρι εκείνο το σημείο, αλλά ήταν ένα είδος τακτικής κίνησης εντός αυτού του πλαισίου.
Και ποιο ήταν το νόημα πισωγυρίσματος την Τετάρτη πριν από την ψηφοφορία;
Ακριβώς. Από την Τετάρτη κάποιοι μίλησαν ακόμη και για ένα εσωτερικό πραξικόπημα που συνέβαινε, και η Αθήνα πνίγηκε με φήμες ότι ο Τσίπρας επρόκειτο να αποσύρει το δημοψήφισμα. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, επιβεβαίωσε το δημοψήφισμα, αλλά κατέστησε επίσης σαφές ότι το δημοψήφισμα είχε σχεδιαστεί ως εργαλείο για να πάρει μια καλύτερη διαπραγμάτευση και ότι αυτό δεν ήταν το τέλος της διαπραγμάτευσης, αλλά συνέχεια για να πετύχει βελτιωμένες συνθήκες , παραμένοντας πιστός σε αυτό το σχέδιο καθ’ όλη την διάρκεια της εβδομάδας.
Ένα πράγμα που δεν κατάλαβα σε αυτή τη διαδικασία, ακόμη και από τη σκοπιά δημοσίων σχέσεων, είναι ότι κάλεσε δημοψήφισμα για μια σειρά προτεινόμενων μέτρων και στη συνέχεια κάλεσε το λαό να τις απορρίψει. Στην πορεία προς το δημοψήφισμα, έκανε μια κίνηση προς τους πιστωτές που φαινόταν να είναι ακόμη χειρότερα σε ορισμένες πτυχές από ό,τι τα μέτρα που καλούσε τον λαό να απορρίψει.
Αυτό έδωσε την εντύπωση πλήρους ερασιτεχνισμού και χάους.
Έχω προσπαθήσει να ανασυγκροτήσω τις προθέσεις του Τσίπρα για να απαντήσω στην ερώτησή σας σχετικά με το αν σκέφτηκε ότι επρόκειτο να χάσει το δημοψήφισμα και να προσπαθήσει να διευκρινίσει τι σήμαινε το δημοψήφισμα για εκείνον. Αυτό που καθιστάται απολύτως σαφές είναι ότι οι δυνάμεις που εξαπολύθηκαν, πήγαν πολύ πιο πέρα από εκείνες τις προθέσεις. Ο Τσίπρας και η κυβέρνησή του, είχαν σαφώς ξεπεραστεί από τη δυναμική που δημιουργήθηκε από το δημοψήφισμα.
Ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει, και, όλα δείχνουν πως προσπάθησαν να τοποθετήσουν πίσω τους ‘ανέμους’ που είχαν σπείρει. Ο τρόπος με τον οποίο δέχτηκε ο Τσίπρας να συμφωνήσει με το Δραγασάκη – και να, γιατί η Τετάρτη ήταν τόσο ζωτικής σημασίας – ήταν ότι δέχτηκε την γραμμή τους, και έστειλε την περιβόητη επιστολή στο Eurogroup ζητώντας ένα νέο δάνειο. Αυτό άνοιξε το δρόμο για αυτά που επακολούθησαν την εβδομάδα μετά το δημοψήφισμα.
Από την άλλη πλευρά, για να μην γελοιοποιηθεί με επικείμενη ακύρωση του δημοψηφίσματος, αναγκάστηκε να δώσει κάποια λογική εξήγηση για την πρωτοβουλία. Έτσι λοιπόν, μίλησε για την καταπολέμηση των μέτρων λιτότητας που περιλαμβάνονται στο πακέτο Γιούνκερ και έκανε λόγο για εκβιασμό της τρόικας και το τελεσίγραφο που είχε δεχτεί. Φυσικά, άδραξε την ευκαιρία με τη δυναμική που αναπτυσσόταν από κάτω εκείνη τη στιγμή και πήρε τον λόγο οδηγώντας τον λαό στη μάχη εναντίον της Τρόικα.
Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας πρωτοβουλίας που ελήφθη από πάνω, ως αποτέλεσμα των εσωτερικών αντιφάσεων, αλλά κατέληξε να απελευθερώσει δυνάμεις που πήγε πολύ πέρα από τις προθέσεις ενός ηγέτη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό ότι μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες του Τσίπρα που καλείται να αντιμετωπίσει τώρα, μετά την παράδοση της χθεσινής συμφωνίας, είναι η πολύ αμφίβολη πολιτική λογική αυτής της κίνησης μετά το δημοψήφισμα.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια πλήρη ψευδαίσθηση το να προσποιούμαστε ότι το δημοψήφισμα δεν συνέβη. Ασφαλώς και συνέβη, και είναι σαφές τόσο στην διεθνή κοινή γνώμη όσο και στην ελληνική κοινωνία ότι Τσίπρας προδίδει μια λαϊκή εντολή.
Ώστε στο μεγάλο ερώτημα – είναι οΤσίπρας κάποιο είδος μακιαβελικής υπερ-ιδιοφυίας τακτικής ή ένας τζογαδόρος που ξεπεράστηκε από τα γεγονότα – ανήκετε σίγουρα στο δεύτερο στρατόπεδο?
Είμαι σίγουρα στο δεύτερο στρατόπεδο υπό τον όρο ότι θα διευκρινιστεί το εξής: στην πραγματικότητα οΤσίπρας και η ηγεσία του παρακολουθεί με μεγάλη συνέπεια την ίδια γραμμή από την αρχή. Νόμιζαν ότι με το συνδυασμό μιας «ρεαλιστικής» προσέγγισης στις διαπραγματεύσεις και μια ορισμένη ρητορική σταθερότητα, θα πάρει τις παραχωρήσεις από τους Ευρωπαίους.
Παγιδευτήκαν από την εν λόγω γραμμή, και όταν συνειδητοποίησαν ότι είχαν παγιδευτεί, δεν είχαν καμία εναλλακτική στρατηγική. Σταθερά αρνήθηκαν οποιαδήποτε άλλη στρατηγική, και επίσης κατέστησαν πρακτικά αδύνατη οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση, ακόμα και όταν υπήρχε χρόνος για την εφαρμογή της.
Σε συνέντευξη που έδωσε μια-δυο μέρες πριν στην New Statesman, ο Βαρουφάκης λέει ότι μια μικρή ομάδα ανθρώπων γύρω του εργάστηκε κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που οδηγούσε στο δημοψήφισμα για ένα εναλλακτικό σχέδιο που θα περιλάμβανε τον κρατικό έλεγχο των τραπεζών, την έκδοση των IOUs και την αποσύνδεση της ελληνικής κεντρικής τράπεζας από την ΕΚΤ της Φρανκφούρτης, σε ένα είδος σταδιακής εξόδου.Αλλά αυτό προφανώς ήρθε πολύ αργά και απορρίφθηκε από σχεδόν όλο το υπόλοιπο του οικονομικού επιτελείου του υπουργικού συμβουλίου, με το οποία ουσιαστικά εννοεί το Δραγασάκη. Και ο Τσίπρας, ασφαλώς, επικύρωσε την εν λόγω απόφαση.
Γι ‘αυτό και πρέπει να τονίσουμε τη συνοχή της γραμμής του Τσίπρα. Αυτός είναι και ο λόγος που νομίζω ότι η λέξη “προδοσία” είναι ακατάλληλη, αν θέλουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Φυσικά, αντικειμενικά μπορούμε να πούμε ότι υπήρξε μια προδοσία της λαϊκής εντολής, και ότι οι άνθρωποι πολύ δικαιολογημένα αισθάνονται ότι έχουν προδοθεί.
Ωστόσο, η έννοια της προδοσίας συνήθως σημαίνει ότι κάποια στιγμή κάνεις μια συνειδητή απόφαση και αναιρείς τις δεσμεύσεις σου. Αυτό που νομίζω ότι πραγματικά συνέβη ήταν ότι ο Τσίπρας ειλικρινά πίστευε ότι θα μπορούσε να πάρει ένα θετικό αποτέλεσμα προβάλλοντας μια προσέγγιση επικεντρωμένη στις διαπραγματεύσεις και την προβολή καλής θέλησης, διότι συνεχώς ανέφερε την μη ύπαρξη εναλλακτικού σχεδίου.
Σκέφτηκε ότι αν παρουσιάζεται σαν καλός αστός “Ευρωπαίος”, στερημένος από κάθε «κρυφή ατζέντα», θα μπορούσε να πάρει κάποιο είδος ανταμοιβής. Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος έδειξε για μερικούς μήνες την ικανότητα να αντισταθεί στην κλιμακούμενη πίεση και έκανε κάποιες απρόβλεπτες κινήσεις όπως το δημοψήφισμα ή το ταξίδι στη Μόσχα.Σκέφτηκε πως αυτός ήταν ο κατάλληλος συνδυασμός για να προσεγγίσει το θέμα, και αυτό που συμβαίνει ακολουθώντας μια τέτοια τακτική είναι ότι οδηγείσαι σε μια θέση που σου αφήνει μόνο κακές επιλογές.
Και οι ρίζες αυτής της στρατηγικής: σε ποιο βαθμό είναι ιδεολογική τύφλωση και σε ποιο βαθμό είναι καθαρή άγνοια; Αυτό που προκαλεί σύγχυση σε πολλούς είναι ότι έχετε μια κυβέρνηση που αποτελείται από ένα μεγάλο αριθμό από διανοούμενους ανθρώπους οι οποίοι πέρασαν ολόκληρη τη ζωή τους μελετώντας τη σύγχρονη καπιταλιστική πολιτική οικονομία, τόσο στην θεωρητική όσο και στην φυσική υπόσταση, άνθρωποι οι οποίοι είναι πολιτικοί ακτιβιστές.
Πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει αυτό που φαίνεται ως αφέλεια για τους πολιτικούς τους αντιπάλους; Είναι ριζωμένη ιδεολογία ή ήταν απλώς μια έλλειψη εμπειρίας στην «υψηλή πολιτική»;
Νομίζω ότι πρέπει να διαχωρίσουμε δύο στοιχεία στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Το πρώτο είναι η δεξιά πτέρυγα της κυβέρνησης με επικεφαλής δύο από τους κύριους οικονομολόγους, ουσιαστικά το Δραγασάκη αλλά και τον Γιώργο Σταθάκη. Και μετά ο πυρήνας της ηγεσίας, ο Τσίπρας και οι άνθρωποι γύρω του.
Η πρώτη ομάδα είχε μια συνεπή γραμμή από την αρχή – δεν υπήρχε απολύτως καμία αφέλεια εκ μέρους τους. Ήξεραν πολύ καλά ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα αποδεχτούν ποτέ μια ρήξη με το μνημόνιο.
Γι’ αυτό τον λόγο ο Δραγασάκης από την αρχή έκανε ό,τι μπορούσε για να μην αλλάξει τη λογική της συνολικής προσέγγισης. Ο ίδιος ξεκάθαρα σαμποτάρισε όλες τις προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ να έχει ένα σωστό οικονομικό πρόγραμμα, ακόμη και ένα εντός του πλαισίου που είχε εγκριθεί από την πλειοψηφία του κόμματος. Σκέφτηκε ότι το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να πάρει ήταν μια βελτιωμένη έκδοση στα πλαίσια του μνημονίου. Ήθελε ελευθερία να διαπραγματευτεί την συμφωνία με τους Ευρωπαίους, χωρίς ο ίδιος βέβαια να εμφανίζεται πάρα πολύ στο προσκήνιο· έτσι, κατάφερε να ελέγχει την διαπραγματευτική ομάδα, ειδικά όταν Βαρουφάκης είχε παραγκωνιστεί.
Το καλοκαίρι του 2013, έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που δημιούργησε πολύ θόρυβο τότε. Αυτό που είχε προτείνει δεν ήταν καν μια ηπιότερη εκδοχή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά στην πραγματικότητα ένα διαφορετικό πρόγραμμα, που ήταν μια ελαφρά βελτίωση της υφιστάμενης συμφωνίας που υπέγραψε η Νέα Δημοκρατία.
Η προσέγγιση του Τσίπρα, έχει τις ρίζες της στην ιδεολογία του αριστερού ευρωπαϊσμού. Νομίζω ότι το καλύτερο παράδειγμα είναι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ένα πρόσωπο που θεωρεί τον εαυτό του ένθερμο μαρξιστή, κάποιος που προέρχεται από την Ευρωκομουνιστική παράδοση, ήμασταν στην ίδια οργάνωση για πέντε χρόνια. Η πιο χαρακτηριστική δήλωση που αποτυπώνει τόσο την ιδεολογία του όσο και τις προοπτικές που δόθηκαν στην κυβέρνηση από την παρουσία όλων αυτών των επιστημόνων, είναι τα όσα είπε σε συνέντευξή του στη γαλλική ιστοσελίδα Mediapart τον Απρίλιο.
Όταν ρωτήθηκε τι τον άφησε άφωνο από τότε που ήταν στην κυβέρνηση, απάντησε λέγοντας ότι ήταν ένας ακαδημαϊκός και η δουλειά του ήταν να διδάξει οικονομικά στο πανεπιστήμιο, έτσι όταν πήγε στις Βρυξέλλες είχε ετοιμάσει ο ίδιος πολύ σοβαρά ένα σύνολο των επιχειρημάτων και περίμενε ακριβώς τα αντεπιχειρήματα που θα είχαν να παρουσιάσουν. Όμως, αντί αυτού, είχε μόνο να αντιμετωπίσω ανθρώπους που παπαγάλιζαν ατέλειωτους κανόνες, διαδικασίες και ούτω καθεξής.
Ο Τσακαλώτος είπε ότι ήταν πολύ απογοητευμένος από το χαμηλό επίπεδο της συζήτησης. Σε συνέντευξή του στο New Statesman, ο Βαρουφάκης λέει πολύ παρόμοια πράγματα για τη δική του εμπειρία, αν και το ύφος του είναι σαφώς πιο επιθετικό από του Τσακαλώτου.
Από αυτό βέβαια καθιστά σαφές ότι αυτοί οι άνθρωποι περίμεναν την αντιπαράθεση με την ΕΕ να συμβεί κατά μήκος των γραμμών ενός ακαδημαϊκού συνεδρίου πηγαίνοντας με ωραία χαρτιά περιμένοντας να παρουσιαστεί μια εργασία που να αντικρούει τα επιχειρήματά τους.
Νομίζω ότι αυτό λέει πολλά για το τι είναι η Αριστερά σήμερα. Η Αριστερά γέμισε με πολλούς ανθρώπους οι οποίοι είναι καλοπροαίρετοι , αλλά είναι εντελώς ανίκανοι στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής. Επίσης, μας επισημαίνει το είδος των ψυχικών καταστροφών που έχουν προκληθεί από τη σχεδόν θρησκευτική προσήλωση στον ευρωπαϊσμό. Αυτό σημαίνει ότι, μέχρι το τέλος, αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν σε καλύτερη έκβαση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα, νόμιζαν ότι μεταξύ των «εταίρων» θα βρουν κάποιο είδος συμβιβασμού, και ότι συμμερίζονται κάποιες βασικές αξίες, όπως ο σεβασμός της δημοκρατικής εντολής, ή η δυνατότητα μιας ορθολογικής συζήτησης με βάση οικονομικά επιχειρήματα.
Η όλη προσέγγιση του Βαρουφάκη έλεγε το ίδιο πράγμα με πιο επιθετική στάση, εκφρασμένο στη γλώσσα της θεωρίας παιγνίων. Αυτό που έλεγε ήταν, ότι θα πρέπει να παίξει το παιχνίδι μέχρι το τέλος, έως ότου να υποχωρήσουν, επειδή η ζημιά που θα προκαλείτο αν δεν υποχωρούσαν θα ήταν πολύ μεγάλη για να την αποδεχθούν.Αλλά αυτό που πραγματικά συνέβη μπορούμε να το παρομοιάσουμε σαν μια πάλη ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, όπου το ένα άτομο διακινδυνεύει την απώλεια ενός δαχτύλου του ποδιού του,και το άλλο άτομο διακινδυνεύει και τα δύο του τα πόδια.
Είναι αλήθεια ότι υπήρχε έλλειψη στοιχειώδους ρεαλισμού και αυτό ήταν άμεσα συνδεδεμένο με το μείζον πρόβλημα που η Αριστερά έχει να αντιμετωπίσει σήμερα – δηλαδή, τη δική μας ανικανότητα.
Και αυτός ευρωπαϊσμός που περιγράφετε στο κέντρο της παράταξης της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ποια είναι η ιδεολογική φύση του; Επειδή δεν είναι φιλελεύθεροι ή ακόμα και Negri φεντεραλιστές – αυτοί είναι άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους στις περισσότερες περιπτώσεις ως μαρξιστές; Υπάρχει κάποια επιρροή από Habermas ή Étienne Balibar;
Σε αυτήν την περίπτωση πιστεύω ο Balibar ταιριάζει καλύτερα από ότι ο Habermas. Για άλλη μια φορά, νομίζω ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη τα λόγια του Τσακαλώτου. Έδωσε μια συνέντευξη στον Paul Mason μια ημέρα μετά από τις ταπεινωτικές αντι-προτάσεις του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean-Claude Juncker.
Όταν ο Mason τον ρώτησε σχετικά με το ευρώ, ο Τσακαλώτος, δήλωσε ότι η έξοδος θα ήταν μια καταστροφή και ότι η Ευρώπη θα ξαναζούσε τη δεκαετία του 1930 με την επιστροφή του ανταγωνισμού μεταξύ των εθνικών νομισμάτων και την άνοδο του εθνικισμού και του φασισμού.
Έτσι, για αυτούς η επιλογή είναι ανάμεσα σε δύο πράγματα: είτε να παραμείνουν στην «ευρωπαϊκή θέση » και την αποδοχή του υφιστάμενου πλαισίου, το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτελεί αντικειμενικά ένα βήμα προς τα εμπρός σε σύγκριση με την παλιά πραγματικότητα των εθνών-κρατών, ή να είναι “αντι-ευρωπαϊκοί” το οποίο ταυτίζεται με την πτώση ,τον εθνικισμό, μια αντιδραστική και οπισθοδρομική κίνηση.
Αυτός βέβαια είναι ένας αδύναμος τρόπος, με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση νομιμοποιείται – ίσως να μην είναι ιδανική , είναι όμως η καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη πρόταση στο τραπέζι.
Νομίζω ότι σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα ποια είναι η ιδεολογία που διαπραγματευόμαστε. Ενώ δεν έχεις θετική στάση απέναντι στο πρόγραμμα και έχεις σοβαρές αμφιβολίες για το νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό και την εκ-των-άνω (top-down) δομή των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, ωστόσο, κινείσαι ανάμεσα στις συντεταγμένες του και δεν μπορείς να φανταστείς κάτι καλύτερο εκτός του πλαισίου του.
Αυτό είναι το νόημα του είδους καταγγελιών του Grexit ως ένα είδος επιστροφής στη δεκαετία του 1930 ή του Grexit ως ένα είδος αποκάλυψης. Αυτό είναι σύμπτωμα εγκλωβισμού της ίδιας της ηγεσίας στην ιδεολογία του αριστερού ευρωπαϊσμού.
Είναι πιο εύκολο να φανταστεί κανείς το τέλος του καπιταλισμού, από ότι είναι να φανταστεί το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ακόμα και του ευρώ;
Ακριβώς αυτό έγραψα πριν από μερικά χρόνια.
Παρ’ όλ’ αυτά, αυτή η πραότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιτίθεται με την άποψη του Νίκου Πουλαντζά, παρά που κάποιοι διανοούμενοι επιμένουν να χρησιμοποιούν τις θέσεις του Πουλαντζά για να υπερασπιστεί η θέση της ηγεσίας.
Ναι, ο Πουλαντζάς μίλησε για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο πρώτο μέρος του βιβλίου του για τις κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, στο οποίο αναλύει τις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου και θεωρούσε σαφώς την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα παράδειγμα μιας ιμπεριαλιστικής μορφής διεθνοποίησης των ευρωπαϊκών κεφαλαίων στο πλαίσιο αυτού που θεωρείται νέο-μεταπολεμική διαρθρωτική ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ας μιλήσουμε για το ίδιο το δημοψήφισμα ξανά. Το δημοψήφισμα έγινε στο πλαίσια της κρίσης ρευστότητας, το κλείσιμο των τραπεζών, την αντίδραση στην υστερική προπαγάνδα των μέσων ενημέρωσης, και ενώ άλλα μέρη πίεζαν για το «ναι». Στη συνέχεια όμως, κάτι συνέβη και προκάλεσε μια αντίθετη αντίδραση τεράστιας κλίμακας από τους απλούς Έλληνες.
Οδηγήθηκαν από την εθνική υπερηφάνεια, ήταν αυτό κυρίως ένα ταξικό ζήτημα, ή μήπως, όπως ο Paul Mason και άλλοι εικάζουν, οι μνήμες του Εμφυλίου Πολέμου διαδραματίζουν κάποιο ρόλο; Ποιες είναι οι βασικές πηγές του «Όχι»;
Από όλους τους παράγοντες που αναφέρατε, το λιγότερο σχετικό είναι αυτό που σχετίζεται με τον Εμφύλιο Πόλεμο. Πρέπει να δούμε ότι αρχικά κυριάρχησε σε ακόμη και πολύ παραδοσιακές δεξιές περιοχές της χώρας, όπως η Λακωνία, κοντά στη Σπάρτη, τη Μεσσηνία, ή άλλες περιοχές στην κεντρική Ελλάδα όπου η δεξιά κυριαρχεί. Το «όχι» ήταν η πλειοψηφία σε όλους τους νομούς της Ελλάδας.
Η ταξική παράμετρος ήταν σίγουρα η πιο σημαντική από τις τρεις που αναφέρετε, την οποία θα αναλύσω κατά σειρά σπουδαιότητας. Ακόμα και σχετικά κοινοί σχολιαστές αναγνώρισαν ότι αυτή ήταν η πιο ταξικά διαιρεμένη εκλογική περίοδο στην ελληνική ιστορία. Οι εργατικές συνοικίες είχαν 70 τοις εκατό και άνω για “όχι” ενώ σε ανώτερης τάξης περιοχές είχαν 70 τοις εκατό και άνω για “ναι”.
Η αντίδραση στην υστερική προπαγάνδα των κυρίαρχων δυνάμεων και η δραματική συγκεκριμένη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από το κλείσιμο των τραπεζών μαζί με το ανώτατο όριο για αναλήψεις μετρητών και ούτω καθεξής, δημιούργησε μέσα στις λαϊκές τάξεις ένα εύκολο τρόπο να αναγνωρίσουν ότι οι ταγμένοι υπέρ του «Ναι», συμπεριλάμβαναν ό,τι μισούσαν. Όλοι οι μισητοί πολιτικοί, ειδήμονες, ηγέτες επιχειρήσεων, καθώς και προσωπικότητες των μέσων ενημέρωσης που κινητοποιήθηκαν για την εκστρατεία του Ναι, βοήθησαν μόνο στο να πυροδοτηθεί η ταξική αυτή αντίδραση.
Η δεύτερη εξίσου εντυπωσιακή παράμετρος, είναι η ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας. Αυτή είναι η πρώτη φορά μετά την κρίση που η νεολαία έκανε πραγματικά μια ενιαία δήλωση. Ογδόντα πέντε τοις εκατό των ατόμων 18-24 ψήφισαν «όχι», η οποία δείχνει ότι αυτή η γενιά, η οποία έχει θυσιαστεί πλήρως από το μνημόνιο, γνωρίζει πολύ καλά το μέλλον που έχει μπροστά της και έχει μια σαφή στάση απέναντι στην Ευρώπη.
Η γαλλική ημερήσια εφημερίδα Le Monde εξέδωσε ένα άρθρο στο οποίο ρωτούσε πώς γίνεται τα νεαρά αυτά άτομα, που είχαν μεγαλώσει με το ευρώ, τα προγράμματα Erasmus, και την Ευρωπαϊκή Ένωση, να στρέφονται εναντίον της, και η απάντηση από όλους τους ερωτηθέντες ήταν απλή: Έχουμε δει τι είναι η Ευρώπη και η Ευρώπη είναι η λιτότητα, η Ευρώπη είναι ο εκβιασμός δημοκρατικών κυβερνήσεων, η Ευρώπη έχει σκοπό να καταστρέψει το μέλλον μας.
Αυτό εξηγεί επίσης τις μαζικές και μαχητικές κινητοποιήσεις αυτής της εβδομάδας, ειδικά με αποκορύφωμα τα συλλαλητήρια της Παρασκευής, 3 Ιούλη, στην Αθήνα και σε άλλες μεγάλες πόλεις στην Ελλάδα.
Η Τρίτη παράμετρος είναι σίγουρα αυτή της εθνικής υπερηφάνειας. Αυτό εξηγεί γιατί έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου οι ταξικές γραμμές είναι πιο θολές, στην Ελλάδα της υπαίθρου και των μικρών πόλεων, εκεί η ψήφος ήταν “όχι” και κέρδισε την πλειοψηφία. Ήταν ένα «όχι» στην τρόικα, ήταν ένα «όχι» στον Γιούνκερ. Έγινε αντιληπτό ότι ακόμη και εκείνοι που αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό την κυβέρνηση και δεν ταυτίζονται με το ΣΥΡΙΖΑ ή τον Τσίπρα, είδαν ότι αυτό ήταν σαφώς μια προσπάθεια να ταπεινωθεί μια εκλεγμένη κυβέρνηση και να διατηρήσει τη χώρα κάτω από το ζυγό της τρόικας.
Παραβρεθήκατε σε διάφορες θέσεις εργασίας και μέρη για να υπηρετήσετε την εκστρατεία του Όχι. Μπορείτε να μας μιλήσετε λίγο γι ‘αυτό και την αντιμετώπιση που εκλάβατε;
Ήταν μια πολύ μοναδική εμπειρία. Υπήρχε μια διαφορά των καταστάσεων – η ατμόσφαιρα ήταν δύσκολη εντός του ΟΣΕ, μια εταιρεία που έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό αποσυντεθεί και της οποίας τα υπόλοιπα θα ιδιωτικοποιηθούν, και οι εργαζόμενοι γνώριζαν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη αποδεχθεί την ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων. Είχε συμπεριληφθεί ακόμη στον πρώτο κατάλογο των μεταρρυθμίσεων που ανακοίνωσε ο Βαρουφάκης μετά τη συμφωνία της 20ης του Φλεβάρη .
Όμως, παρά τα διάφορα πλαίσια, σε όλα αυτά τα μέρη, η συζήτηση ήταν γύρω από δύο διαφορετικά ζητήματα: γιατί έχει κάνει η κυβέρνηση τόσα λίγα μέχρι τώρα, γιατί ήταν τόσο άτολμη; Και επίσης τι πρόκειται να κάνει μετά την νίκη του Όχι;
Ήταν ξεκάθαρο για τους ανθρώπους η νίκη του Όχι και αυτό επειδή οι υποστηρικτές του Ναι ήταν ανύπαρκτοι στους χώρους εργασίας και μέσα στην εργατική τάξη γενικά, οπότε δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Αλλά υπήρχε ένα τεράστιο άγχος για το τι θα συμβεί μετά τη νίκη.
Έτσι οι ερωτήσεις που διατυπώνονταν ήταν οι εξής: Ποια είναι τα σχέδιά σας; Τι θα κάνετε? Γιατί εξακολουθείτε να μιλάτε για διαπραγματεύσεις, όταν για πεντέμισι μήνες έχουμε ήδη δει ότι αυτή η προσέγγιση έχει σαφώς αποτύχει;
Βρέθηκα σε δύσκολη θέση επειδή, στο πλαίσιο του ρόλου μου ως εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ και ως κεντρικό μέλος της επιτροπής, δεν μπορούσα να δώσω πειστικές απαντήσεις σε όλα αυτά.
Το Όχι, φυσικά, κέρδισε με διαφορά. Σας εξέπληξε το μέγεθος της νίκης;
Ναι, εγώ δεν περίμενα το Όχι να φτάσει το όριο του 60 τοις εκατό. Πρέπει να ειπωθεί ότι μεταξύ των κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, μόνο ο Λαφαζάνης το είχε προβλέψει και πολύ λίγοι μεταξύ της Αριστεράς συμφώνησαν μαζί του. Οι περισσότεροι αναμένανε γύρω στο 55 τοις εκατό.
Ο πρώτος άμεσος αντίκτυπος αυτής της τεράστιας νίκης του «όχι» ήταν να αυξηθεί η διάλυση των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Την βραδιά του αποτελέσματος, οι άνθρωποι αυτοί νικήθηκαν εντελώς – αυτό ήταν μακράν η πιο δύσκολη ήττα από αυτούς που είχαν ταχθεί υπέρ της λιτότητας από την αρχή της κρίσης. Η νίκη αυτή ήταν πιο ξεκάθαρη και από αυτή του Ιανουαρίου, επειδή είχαν συγκεντρωθεί και κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις τους αλλά παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες υπέστησαν τρομακτική ήττα. Δεν κατάφεραν να κερδίσουν ούτε σε ένα νομό της Ελλάδας.
Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και πρώην Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς παραιτήθηκε σχεδόν αμέσως. Και τότε, μόνο ώρες αργότερα, όλο αυτό το στρατόπεδο αναβίωσε και νομιμοποιήθηκε από τον ίδιο τον Τσίπρα όταν συγκάλεσε «συμβούλιο των πολιτικών ηγετών» υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας, ένα ξεκάθαρο υποστηρικτή του Ναι, ο οποίος είχε διοριστεί από την πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ στο κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο.
Κατά τη συνεδρίαση αυτή είδαμε ένα εξαιρετικό πράγμα να συμβαίνει – ο επικεφαλής του νικηφόρου στρατοπέδου αποδέχτηκε τους όρους του ηττημένου στρατοπέδου. Αυτό, θα πρέπει να πούμε, είναι κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί στην πολιτική ιστορία. Δεν έχουμε δει ποτέ κάτι τέτοιο.
Η κυβέρνηση ήταν ίσως έκπληκτη από τη δύναμη του «όχι», και πρέπει να είχε κατανοήσει την ταξική φύση, αλλά η ερμηνεία που απέδωσε ήταν ότι απλά επιβεβαίωσε τα αρχικά σχέδια; Δεν υπήρξε καμία αντίληψη ότι κάτι βαθύτερο συνέβαινε;
Πραγματικά δεν μπορώ να μιλήσω για τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύτηκε το δημοψήφισμα, διότι ο καθένας έχει απορροφηθεί από τις λεγόμενες διαπραγματεύσεις, οι οποίες είναι ένα αστείο φυσικά. Νομίζω ότι η καλύτερη έκφραση για τις διαπραγματεύσεις αυτές αναφέρθηκε από τον ανταποκριτή Guardian στις Βρυξέλλες, τον Ian Traynor, ο οποίος έγραψε ότι ο υπάλληλος της ΕΕ τις αποκάλεσε “άσκηση εικονικού πνιγμού».
Είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι η κυβέρνηση ανέπτυξε αμέσως τις πρωτοβουλίες για να απενεργοποιήσει τις δυναμικές που δημιούργηθηκαν μετά το δημοψήφισμα. Γι αυτό ώρες μετά την ανακοίνωση της έσχατης λύσης, στη συνάντηση όλων των πολιτικών ηγετών που καλέστηκε , παρουσιάστηκε ένα πρόγραμμα εντελώς διαφορετικό από αυτό που εκφράστηκε από το «όχι».
Το περιεχόμενο αυτής της νέας ατζέντας ήταν πως οτιδήποτε συμβεί – που φυσικά ήταν ήδη σχεδιασμένο και εμπνευσμένο από το Δραγασάκη μια εβδομάδα πριν – η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει στην ευρωζώνη. Το πιο εμφατικό σημείο της κοινής δήλωσης που υπογράφεται από όλους τους πολιτικούς ηγέτες – με την εξαίρεση του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΕ) το οποίο αρνήθηκε να υπογράψει,και τους Ναζιστές , οι οποίοι δεν είχαν προσκληθεί στη συνάντηση – ήταν ότι αυτό το δημοψήφισμα δεν είναι μια εντολή για ρήξη, αλλά μια εντολή για μια καλύτερη διαπραγμάτευση. Έτσι, από εκείνη τη στιγμή και μετά ορίστηκε το χάος.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι θέσεις των ανθρώπων σχετικά με το ζήτημα της ευρωζώνης μετατοπίζονταν κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος;
Φυσικά μετατοπίζονταν. Το επιχείρημα που επαναλαμβανόταν συνεχώς από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και από τους πολιτικούς ηγέτες του στρατοπέδου Ναι, αλλά και από όλους τους ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι σαφώς παρενέβαιναν στο δημοψήφισμα με τον πιο κραυγαλέο τρόπο κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, ήταν ότι η ψηφοφορία για το Όχι ψήφιζε εναντίον του ευρώ. Γι ‘αυτό είναι εντελώς παράλογο να πούμε ότι οι άνθρωποι που ψήφισαν Όχι δεν έπαιρναν το ρίσκο μιας πιθανής εξόδου από το ευρώ αν αυτό ήταν η προϋπόθεση για να πούμε «όχι» σε περαιτέρω μέτρα λιτότητας.
Αξίζει επίσης να πω ότι αυτό που συνέβαινε κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας ήταν μια διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης στην κοινή γνώμη. Μπορούσες να το αισθανθείς, να το ακούσεις στους δρόμους, στους χώρους εργασίας, σε όλους τους δημόσιους χώρους. Παντού, οι άνθρωποι μιλάγαν για το δημοψήφισμα, οπότε ήταν αρκετά εύκολο να αντιληφθούμε την επικρατέστερη διάθεση.
Με αυτό δεν υπονοώ ομοιογένεια. Πολλοί προέβαλλαν το επιχείρημα ότι ψηφίζοντας “όχι” έδιναν στην κυβέρνηση ένα ακόμη χαρτί για τις διαπραγματεύσεις. Δεν λέω ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Αλλά θα πρέπει επίσης να καταλάβουμε ότι ο μαζικός χαρακτήρας του «Όχι» στη χώρα σήμαινε ότι οι άνθρωποι, ιδιαίτερα στην εργατική τάξη, στη νεολαία και στα φτωχά μεσαία στρώματα, είχαν την αίσθηση ότι δεν είχαν τίποτα να χάσουν πια και ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν κινδύνους και να δώσουν μια μάχη.
Το μαχητικό πνεύμα των διαδηλώσεων της Παρασκευής ήταν μια ακόμα ένδειξη αυτού. Ήταν πολύ εντυπωσιακό. Προσωπικά, έχω να δω κάτι τέτοιο στην Ελλάδα από το 1970.
Ας μιλήσουμε για τις ψηφοφορίες της 11ης Ιουλίου στο Κοινοβούλιο σχετικά με τις προτάσεις που αποστάλθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στο Eurogroup. Κατέστη σαφές εκείνη τη στιγμή ότι η κυβέρνηση είχε αποδεχθεί την προοπτική ενός νέου προγράμματος λιτότητας.
Οι προτάσεις αυτές εγκρίθηκαν τελικά από 251 βουλευτές από τους 300, με τα κόμματα που τάσσονταν υπέρ της λιτότητας να τους υποστηρίξει κατά κόρον.
Ένας από τους όρους που τέθηκε από τους δανειστές ήταν ότι οι προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης έπρεπε να εγκριθούν από το κοινοβούλιο, γνωρίζοντας βέβαια ότι αυτό δεν έχει νόημα. Δεν είναι καν συνταγματικό, διότι το Κοινοβούλιο μπορεί να ψηφίσει μόνο για τους λογαριασμούς ή τις διεθνείς συμφωνίες /διακρατικές, και δεν μπορεί να ψηφίσει για ένα απλό έγγραφο που αποτελεί τη βάση για τη διαπραγμάτευση που μπορεί να αλλάξει κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης ανά πάσα στιγμή.
Αλλά ήταν μια συμβολική κίνηση που έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να διαπραγματευτεί εν λευκώ, σε δραματικά ευνοϊκότερα πλαίσια. Οι προτάσεις της κυβέρνησης ήταν μόνο μια ελαφρώς ευνοϊκότερη έκδοση της πρότασης Γιουνκέρ που απορρίφθηκε στο δημοψήφισμα. Στην πραγματικότητα, αυτό που η κυβέρνηση ζητούσε ήταν η έγκριση για την αναστροφή της τοποθέτησης στη διάρκεια αυτής της εβδομάδας.
Αλλά η εικόνα στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πιο περίπλοκη. Ας μιλήσουμε σχετικά με την διαφοροποίηση στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ και τη θέση που η Αριστερά πήρε.
Η θέση της Αριστεράς σε εσωτερικό επίπεδο έχει συζητηθεί αρκετά, ειδικά μέσα στο κύριο στοιχείο της πλατφόρμας, το οποίο είναι Αριστερού Ρεύματος που ηγείται ο Παναγιώτης Λαφαζάνης . Η γνώμη της πλειοψηφίας ήταν ότι θα έπρεπε να πάμε σε μια διαφοροποιημένη ψηφοφορία σε αυτό το στάδιο, το οποίο σήμαινε ότι μερικοί αναγκάστηκαν να ψηφίσουν “παρών” στην ψηφοφορία – η οποία ουσιαστικά ισοδυναμεί με το “όχι”, αν και ίσως με μια μικρότερη συμβολική σημασία.
Γιατί είναι το ίδιο με ένα «όχι» στην ψηφοφορία;
Επειδή δεν αλλάζει το γεγονός της απαιτούμενης πλειοψηφίας που μια πρόταση χρειάζεται για να περάσει. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να έχει 151 ψήφους για να περάσει.
Υπάρχει ένα μέρος της ομάδας που θα ψήφιζε υπέρ των προτάσεων αυτών, ενώ ταυτόχρονα βγάζοντας μια δήλωση, λέγοντας δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ήταν σε θέση πολιτικής αλληλεγγύης με εκείνους που τις απέρριψαν – με εκείνους που ψήφισαν «παρών» σε αυτή την περίπτωση, που δεν δέχονται αυτή τη συμφωνία – και ότι δεν θα ψηφίσουν για μια συμφωνία που περιλαμβάνει μέτρα λιτότητας.
Και ίσως το δεύτερο σημείο είναι ακόμα πιο σημαντικό από ό,τι το πρώτο (θα επανέλθουμε σε αυτό σε μια στιγμή σίγουρα). Το σκεπτικό είναι ότι η ελληνική συνταγματική πρακτική είναι η εξής: σε κάθε νομοσχέδιο η κυβέρνηση πρέπει να αποδείξει ότι διαθέτει την πλειοψηφία που προέρχεται από τις τάξεις της, από το ίδιο το κόμμα ή από το συνασπισμό, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Και στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση έχασε τον έλεγχο της δικής της πλειοψηφίας.
Αν και δεν είναι νομικά δεσμευτικό, είναι γεγονός ότι, στην ελληνική συνταγματική ιστορία, όταν μια κυβέρνηση χάσει τον έλεγχο της πλειοψηφίας της, το περίφημο dedilomeni όπως ονομάζεται («δηλωθείσα πλειοψηφία»), πρέπει να πάει για νέες εκλογές. Αυτός είναι ο λόγος που άρχισε αμέσως η συζήτηση για νέες εκλογές. Οι νέες εκλογές έχουν ήδη ανακοινωθεί – τώρα το μόνο ζήτημα είναι πότε πρόκειται να συμβεί.
Έτσι μπορούμε να δούμε ότι αυτή η γραμμή – με την οποία εγώ προσωπικά διαφωνώ, είμαι μεταξύ εκείνων που τάχθηκαν υπέρ μιας ομοιογενούς “όχι” ή “παρών” ψήφου – απέτυχε, επειδή στην πραγματικότητα με τους επτά Αριστερούς βουλευτές που ψήφισαν παρόντες συν κάποιους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, που επίσης ψήφισαν «παρών» (από τις πιο αξιοσημείωτες η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η πρόεδρος του κοινοβουλίου, και η Ραχήλ Μακρή, πρώην βουλευτής Ανεξάρτητων Ελλήνων, η οποίος είναι πλέον πολύ κοντά της) η κυβέρνηση είχε ήδη χάσει τη δική της πλειοψηφία.
Ωστόσο, υπάρχει μια κατώτατη γραμμή τώρα: όλοι οι βουλευτές της Αριστεράς θα απορρίψουν το νέο μνημόνιο στην επόμενη ψηφοφορία, αυτό έχει ήδη ανακοινωθεί. Σε αυτό έχω να προσθέσω ότι οι δύο βουλευτές της Αριστεράς, που δεν είναι μέλη του Αριστερού Ρεύματος, αλλά κοντά στο Κόκκινο Δίκτυο (και DEA και άλλα), το τροτσκιστικό μέρος της πλατφόρμας, ψήφισαν «όχι», και ήταν οι μόνοι δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που ψηφίσαν “όχι” στη νέα συμφωνία.
Αυτό που λέτε δηλαδή είναι ότι η Αριστερά πήρε αυτή την περίπλοκη θέση, τουλάχιστον περίπλοκη έξω από τις αίθουσες συνεδριάσεων της Βουλής, επειδή δεν είχε υπολογίσει σωστά πόσο μικρή απήχηση θα είχε η πρόταση Τσίπρα; Είχε υποτιμήσει το βαθμό στον οποίο οι άνθρωποι έξω από τις τάξεις της Αριστεράς θα αντιτασσόταν σε αυτό;
Φανταζόταν ότι ήταν ένα είδος “τελευταίοι των Μοϊκανών». Νόμιζαν ότι εάν ψήφιζαν «όχι», θα επέφεραν την πτώση της κυβέρνησης και θα προκαλούσαν νέες εκλογές – ενώ στην πραγματικότητα υπήρχε μια ευρύτερη κρίση σε εξέλιξη εκείνη που ενέπλεκε, για παράδειγμα, τον ηγέτη του Κοινοβουλίου, και δεν το συμπεριέλαβαν αυτό στους υπολογισμούς τους; Παρασύρονταν από μια αίσθηση νομιμότητας;
Θα έλεγα ότι ήταν ουσιαστικά αίσθηση νομιμότητας, ήταν για να δείξουν ότι η πρόθεσή τους δεν ήταν να ανατρέψουν με κάποιο τρόπο την κυβέρνηση, αλλά το να εκφράσουν τη διαφωνία τους με τις ενέργειές της, να εκδώσουν μια προειδοποίηση ότι ήταν έτοιμη να διασχίσει την τελική κόκκινη γραμμή. Ήταν για να εκφράσουν την παρανομία της κίνησης Τσίπρα, χωρίς, σε αυτό το στάδιο, να επιλέξουν μια ξεκάθαρη ρήξη με αυτή.
Έχω να προσθέσω ότι οι δύο πιο σημαντικοί υπουργοί και προσωπικότητες της Αριστεράς, ο Λαφαζάνης και ο αναπληρωτής υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Δημήτρης Στρατούλης, ψήφισαν «όχι», προκειμένου να καταστεί σαφές. Ο Λαφαζάνης εξέδωσε επίσης μια δήλωση λέγοντας ότι ενώ αυτή ήταν η πολιτική θέση της Πλατφόρμας, δεν προσπαθούσαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση.
Αλλά πιστεύεις ότι τα πρόσφατα ριζοσπαστικά στρώματα της ελληνικής εργατικής τάξης που μόλις είχαν κερδίσει ένα δημοψήφισμα κατάλαβαν τι συνέβαινε;
Κατανοούσαν ότι η κυβέρνηση είχε χάσει τον έλεγχο της δικής πλειοψηφίας. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έκαναν τη δουλειά για μας, εστιάζοντας στο Λαφαζάνη, καλύπτοντας ποιοι ψήφισαν «όχι», «παρών» και «απών», κλπ. Έχω επίσης να προσθέσω ότι μεταξύ εκείνων που ήταν απόντες ήταν οι τέσσερις βουλευτές του Μαοϊκού ρεύματος (ΚΟΕ) και ο ίδιος ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο οποίος υποτίθεται ότι είχε «οικογενειακές υποχρεώσεις». Έτσι, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν κάνει τη δουλειά για εμάς, και όλοι συνειδητοποίησαν ότι υπήρχε μια διάσπαση στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.
Αμέσως, τα πιο δεξιά πρόσωπα του ΣΥΡΙΖΑ απαίτησαν να παραιτηθούν εκείνοι που είχαν διαφωνήσει από τις θέσεις τους, συμπεριλαμβανόμενου και των κοινοβουλευτικών τους εδρών. Έτσι, ήταν απολύτως σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να ‘σπάει’ και φυσικά οι τακτικές ήταν ασαφείς.
Η πιο συμβολική και κρίσιμη ψηφοφορία θα συμβεί τώρα. Η ψηφοφορία της περασμένης εβδομάδας ήταν μια ψηφοφορία επί των προτάσεων για τη διαπραγμάτευση. Η επόμενη ψηφοφορία, η οποία θα καθορίσει το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ και της χώρας, θα είναι η ψηφοφορία σχετικά με τη συμφωνία που υπεγράφη την Κυριακή. Και νομίζω ότι οι πληροφορίες που έχω μέχρι στιγμής είναι ότι η ψηφοφορία θα είναι απολύτως σαφής, και στη λαϊκή μνήμη θα υπάρχει ένας παραλληλισμός με τα περίφημες ψηφοφορίες του Μαΐου 2010 και του Φεβρουαρίου 2012, όταν όλοι πρόσεχαν το κάθε άτομο, τον κάθε βουλευτή, για να δούν πώς θα ψηφίσει σε αυτή την περίπτωση.
Τι γνώμη έχετε ως προς το επιχείρημα ατόμων όπως ο Άλεξ Καλλίνικος, με τον οποίο αντιδικήσατε πριν από λίγες ημέρες, το οποίο είναι ότι αυτή ήταν μια στιγμή κατά την οποία η Αριστερά είχε τη νομιμότητα του δημοψηφίσματος και με κάποιο τρόπο έχασε αυτή την ευκαιρία;
Νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς για να πούμε αν χάσαμε ή όχι. Τα πράγματα δεν αποφασίζονται σε μια στιγμή – όχι σε εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον. Είναι μια διαδικασία που εκτυλίσσεται τώρα, και νομίζω ότι το πραγματικό σοκ στην ευρύτερη κοινωνία έρχεται με τη νέα συμφωνία που υπεγράφη.
Σε αυτό το στάδιο, αυτό που μπορώ να πω είναι ότι η απόφαση της Αριστεράς, είναι να διεκδικήσει εκ νέου το κόμμα απαιτώντας μια κομματική σύγκλιση. Νομίζω ότι είναι αρκετά σαφές ότι αυτή η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ έχει την υποστήριξη μόνο των μειονοτήτων στο εσωτερικό του κόμματος.
Φυσικά, όλοι γνωρίζουμε ότι οι γραφειοκρατικοί χειρισμοί των διαδικασιών ενός κόμματος είναι ατελείωτοι. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να σκεφτώ πώς η πλειοψηφία των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να εγκρίνει το τι έχει γίνει. Ουσιαστικά η ηγεσία θα αντισταθεί άγρια την έκκληση για ένα συνέδριο. Θα δούμε τι θα συμβεί, επειδή στο καταστατικό μας επιτρέπεται η έκκληση για μια κεντρική συνεδρίαση της επιτροπής και ούτω καθεξής.
Αλλά αντικειμενικά, η διαδικασία που θα οδηγήσει στη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη ξεκινήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ όπως τον ξέρουμε έχει τελειώσει και οι διασπάσεις είναι αναπόφευκτες. Το μόνο ερώτημα που τίθεται τώρα είναι το πώς θα συμβούν και ποιες μορφές θα πάρουν.
Ωστόσο, αυτό που είναι επίσης πιθανό να συμβεί, είναι μια δραστική αναμόρφωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, σε μια μορφή «εθνικής ενότητας» ή «μεγάλο συνασπισμό» του υπουργικού συμβουλίου. Η όλη κατάσταση δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι τέσσερις υπουργοί της Αριστεράς, θα αφήσουν το υπουργικό συμβούλιο αυτή την εβδομάδα και η αυριανή ψηφοφορία στη Βουλή για τη συμφωνία θα επικυρώσει την ύπαρξη μιας νέας πλειοψηφίας υπέρ της λιτότητας, που συνενώνει τους περισσότερους από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και όλα τα άλλα κόμματα, με εξαίρεση το ΚΚΕ και τους Ναζί. Αναμένεται ότι σαράντα βουλευτές του Σύριζα θα απορρίψουν τη συμφωνία και πιθανόν θα τους ακολουθήσουν και κάποιο από τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Ήδη ο ηγέτης του ΠΟΤΑΜΙ, συμπεριφέρεται σαν ένας υπουργός στην αναμονή και η Δεξιά συζητά ανοιχτά το ενδεχόμενο να προσχωρήσει στην κυβέρνηση, αν και καμία τέτοια απόφαση δεν έχει ληφθεί ακόμη.
Αυτό όμως που περιγράφετε είναι πως η Αριστερά ενεργεί ως μια πειθαρχημένη ομάδα. Υπονοείτε ότι δεν έχει εσωτερικές ρωγμές, ότι η ψηφοφορία δεν ήταν μια εκδήλωση αυτών των ρωγμών παρά ένας τακτικός ελιγμός;
Είχαμε κάποιες επιμέρους απώλειες, αλλά ήταν αρκετά περιορισμένες, και έχουμε καταφέρει να διατηρηθεί η συνοχή της Αριστεράς. Σαφώς, πιστεύω ότι ήταν λάθος να μην έχουμε υποβάλει εναλλακτικό σχέδιο πιο πριν, άλλα ένα έγγραφο έχει κατατεθεί στην ολομέλεια της κοινοβουλευτικής ομάδας και εχει προταθεί ως κοινή δήλωση της Αριστεράς, με τη συμμετοχή των δύο μερών του Αριστερού Ρεύματος και του δικτύου RED. Είναι απολύτως ζωτικής σημασίας να διατηρηθεί η συνοχή μεταξύ των δύο αυτών μερών. Αλλά είναι ακόμη πιο σημαντικό για το ΣΥΡΙΖΑ και την αριστερά να λειτουργούν με διάθεση σύμπλευσης.
Υπάρχουν διάφορες πρωτοβουλίες από τις παρατάξεις της Αριστεράς που αντιδρούν σε αυτό που συμβαίνει. Ήδη γνωρίζουμε ότι η τάση του λεγόμενου πενήντα τρεις (η αριστερή πτέρυγα της πλειοψηφίας) έχει αποσυντεθεί και θα υπάρξουν σημαντικές ανακατατάξεις σε εκείνη την πλευρά. Το βασικό πράγμα για μας είναι να ενεργήσουμε ως η νόμιμη εκπροσώπηση του Όχι, της παράταξης της αντιλιτότητας, που είναι η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, η οποία έχει αντικειμενικά προδοθεί από ό,τι συμβαίνει.
Και, συνταγματικά, είναι η ηγεσία σε θέση να καθαρίσει το κόμμα;
Θα είναι σίγουρα σε θέση να προβεί σε κάθαρση και αυτό είναι καλό. Φυσικά, αυτό σημαίνει ότι οι υπουργοί της Αριστεράς σύντομα θα αποβληθούν από το υπουργικό συμβούλιο. Σχετικά με το κόμμα, θα δούμε.
Αλλά υπάρχουν μηχανισμοί που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν;
Είναι πολύ δύσκολο να αποβληθεί κάποιος από το κόμμα, αλλά θα δούμε πώς θα χειριστούν τις διαδικασίες στο επίπεδο της κεντρικής επιτροπής.
Μπορείτε να αναγκάσετε τους ανθρώπους να παραιτηθούν από τις θέσεις τους, ή όχι;
Όχι δεν μπορείς. Είναι εντελώς αδύνατο. Υπήρξε ένα είδος σύμβασης που υιοθετήθηκε από όλους τους υποψηφίους εκλεγμένους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας ότι θα πρέπει να παραιτηθούν από τη θέση τους, αν διαφωνούν με την λήψη αποφάσεων της πλειοψηφίας. Όμως, οι αποφάσεις της κυβέρνησης δεν έχουν εγκριθεί ποτέ από το κόμμα. Η κεντρική επιτροπή του κόμματος, η οποία είναι το μόνο εκλεγμένο όργανο από το συνέδριο του κόμματος, δεν έχει συγκληθεί εδώ και μήνες. Έτσι, η νομιμότητα των αποφάσεων αυτών στο εσωτερικό του κόμματος, και φυσικά εντός της ελληνικής κοινωνίας, είναι απλά ανύπαρκτη.
Αλλά, αν υπάρξουν νέες εκλογές, η ηγεσία του κόμματος μπορεί να αποκλείσει κάποιους;
Αυτό είναι σαφώς το σχέδιό τους. Υπήρχαν συζητήσεις για αυτό πριν από το δημοψήφισμα, κατά την τελευταία φάση της διαπραγματευτικής διαδικασίας, όταν το αδιέξοδο γινόταν όλο και πιο εμφανές – έλεγαν ότι Τσίπρας θα πρέπει να καλέσει νέες εκλογές και στο ενδιάμεσο των εκλογών να αποβάλλει όλους τους υποψήφιους του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ. Και νομίζω ότι αυτό είναι το είδος του σχεδίου που έχουν σίγουρα στο μυαλό. Θα είναι ένας αγώνας ανάμεσα στη λειτουργία και τη νομιμότητα του κόμματος και τον τρόπο για να χειραγωγήσουν την πολιτική ατζέντα και το χρονοδιάγραμμα, ειδικότερα ζητώντας νέες εκλογές.
Ποια είναι η εκτίμησή σας για τη συμφωνία που υπεγράφη το περασμένο Σαββατοκύριακο μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της Ευρωομάδας;
Η συμφωνία σε όλα τα επίπεδα της είναι η συνολική συνέχιση της θεραπείας-σοκ που εφαρμόζεται με συνέπεια προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε χρόνων. Φτάνει ακόμα πιο μακριά από οτιδήποτε άλλο έχει ψηφιστεί μέχρι σήμερα. Περιλαμβάνει το πακέτο λιτότητας που συνεχώς προβάλλει η τρόικα για μήνες, με στόχο τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, την αύξηση των εσόδων μέσω ΦΠΑ και όλους τους επιπλέον φόρους που έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, περαιτέρω περικοπές στις συντάξεις, και στο δημόσιο τομέα- μισθοί στην πραγματικότητα- διότι η μεταρρύθμιση της μισθολογικής κλίμακας είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει περικοπές στους μισθούς.
Υπάρχουν επίσης σημαντικές θεσμικές αλλαγές, με το Τμήμα Εσωτερικών Εσόδων ώστε να καταστεί πλήρως αυτόνομο από τις εγχώριες πολιτικές ελέγχου. Στην πραγματικότητα όμως γίνεται ένα εργαλείο στα χέρια της τρόικας, και η δημιουργία ενός άλλου ελεγκτικού μηχανισμού καθιστά δυνατή την παρακολούθηση της δημοσιονομικής πολιτικής, και την εξουσιοδοτεί να εισαγάγει αυτόματα οριζόντια κουρέματα, εάν οι στόχοι όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν πληρούνται.
Αυτά που έχουν προστεθεί προσδίδουν έναν ιδιαίτερα αδυσώπητο χαρακτήρα σε αυτή τη συμφωνία. Πρώτον, με έμφαση επιβεβαιώνει ότι το ΔΝΤ είναι εδώ για να μείνει. Δεύτερον, τα θεσμικά όργανα της τρόικας θα είναι μονίμως παρών στην Αθήνα. Τρίτον, ο ΣΥΡΙΖΑ εμποδίζεται από την εφαρμογή δύο σημαντικών υποχρεώσεων του, όπως η αποκατάσταση της εργατικής νομοθεσίας – υπήρξαν κάποιες αόριστες αναφορές σε ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές, αλλά ήταν σαφές ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στο νομοθετικό καθεστώς – και φυσικά αυτό ισχύει και για την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων έχει κλιμακωθεί σε ένα απίστευτο επίπεδο – μιλάμε για € 50 δισεκατομμύρια ιδιωτικοποιήσεων –στη ουσία ξεκάθαρο πούλημα της δημόσιας περιουσίας. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα μεταφερθεί σε ίδρυμα. Γινόταν λόγος για έδρα στο Λουξεμβούργο – στην πραγματικότητα η βάση θα είναι στην Αθήνα – αλλά θα είναι τελείως ανεξάρτητο από οποιαδήποτε μορφή πολιτικής εξουσίας. Αυτό είναι μια συνηθισμένη τακτική Treuhand, σαν κι αυτή που ιδιωτικοποίησε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Ανατολικής Γερμανίας.
Το πιο επώδυνο όλων αυτών των μέτρων, είναι ότι με εξαίρεση το νομοσχέδιο για τα ανθρωπιστικά μέτρα – το οποίο είναι σε τέτοιο βαθμό μειωμένο από ό,τι είχε στο πρόγραμμα του ο ΣΥΡΙΖΑ που ουσιαστικά αποτελεί μια συμβολική χειρονομία – όλα τα υπόλοιπα από τα λίγα νομοσχέδια που πέρασε η κυβέρνηση για την οικονομική και κοινωνική πολιτική , η κυβέρνηση θα πρέπει να τα ανακαλέσει.
Και τι γίνεται με όλα αυτά τα θέματα που οι φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες χρησιμοποιούν για να δώσουν πολιτικώς ορθή επιχειρηματολογία για λιτότητα, δηλαδή τον αμυντικό προϋπολογισμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία;
Δεν υπάρχει τίποτα σχετικά με την εκκλησία. Έχει όντως υποβληθεί μια περικοπή του αμυντικού προϋπολογισμού , και υπήρχε μια αόριστη συζήτηση για να καταστεί η αποπληρωμή του χρέους εφικτή. Ενώ απορρίπτει ρητά οποιαδήποτε διαγραφή ή την ακύρωση του χρέους.
Αυτό δεν θα αλλάξει σχεδόν τίποτα, γιατί ήδη το επιτόκιο του ελληνικού χρέους είναι πολύ χαμηλό, και οι ετήσιες αποπληρωμές είναι υπερβολικά επιμηκυμένες στην πάροδο του χρόνου. Οπότε υπάρχουν πολύ λίγα από αυτά που μπορούν να γίνουν, για να ελαφρύνουν το βάρος του χρέους με αυτόν τον τρόπο. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η συμφωνία είναι απλώς μια προκαταρκτική για το μνημόνιο που θα συνοδεύσει ένα νέο δάνειο 86 δισεκατομμυρίων, το οποίο βέβαια θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση του χρέους.
Έτσι, η γενική ρήτρα σχετικά με μια μελλοντική επανεξέταση των όρων της αποπληρωμής του χρέους αποτελεί ουσιαστικά μια ρητορική κίνηση η όποια επιτρέπει στο Τσίπρα να πει ότι έχουν τώρα αναγνωρίσει την ανάγκη αντιμετώπισης του ζητήματος του χρέους. Είναι καθαρά ρητορικά, κούφια λόγια.
Πιστεύετε ότι ήταν ένα λάθος της κυβέρνησης και της αριστεράς που δεν έχουν κάνει κάτι παραπάνω για την ορθόδοξη εκκλησία, το στρατό, και τον αμυντικό προϋπολογισμό, και ως εκ τούτου δίνουν το δικαίωμα για επιχειρήματα στην άλλη πλευρά;
Ειλικρινά, αυτό δεν είναι η προτεραιότητα μας. Το ελληνικό χρέος οφείλεται κυρίως στην ευρύτερη οικονομική κατάσταση στη χώρα της μη βιώσιμης ανάπτυξης που τροφοδοτήθηκε μέσω του δανεισμού όλα τα προηγούμενα χρόνια, και οφείλεται στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει σωστά φορολογήσει το κεφάλαιο ή τα μεσαία και ανώτερα στρώματα. Αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Όχι ο μύθος γύρω από την εκκλησία.
Είναι δύσκολο· το να φορολογηθεί η εκκλησία δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει εν μία νυκτί, επειδή τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στην Εκκλησία είναι εξαιρετικά ανομοιογενή. Τα περισσότερα από αυτά λαμβάνουν μορφή είτε εταιρειών, είτε εσόδων που προέρχονται από γή, ή ακίνητη περιουσία. Υπάρχει ένας μύθος γύρω από αυτό, γιατί αν στην πραγματικότητα φορολογήσεις αυτό το είδος του εισοδήματος και περιουσίας σωστά, φορολογείς επίσης την ίδια την εκκλησία.
Ώστε, δεν υπάρχει κάποια ιδέα ότι η κυβέρνηση φοβήθηκε το πολιτικό κόστος, είτε διά μέσω των Ανεξάρτητων Ελλήνων, ή γενικότερα στη χώρα, να εφαρμόσει μια αυστηρότερη τακτική με την εκκλησία;
Κοιτάξτε, υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία μπορούμε να επικρίνουμε αυτή την κυβέρνηση, αλλά ειλικρινά το να προσπαθούμε με κάποιο τρόπο να μετατοπίσουμε το βάρος της ευθύνης στους Ανεξάρτητους Έλληνες είναι άστοχο.
Μάλιστα θα έλεγα, ότι οι πιο συνταρακτικές κινήσεις στο χώρο της άμυνας ή της εξωτερικής πολιτικής – για παράδειγμα, η συνέχιση στρατιωτική συμφωνίας με το Ισραήλ, η διεξαγωγή κοινών ασκήσεων στη Μεσόγειο με τους Ισραηλινούς – όλα αυτά είναι αποφάσεις που λαμβάνονται από ανθρώπους-κλειδιά του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Δραγασάκης . Λέει πολλά το ότι ο ίδιος αντιπροσώπευε την ελληνική κυβέρνηση στη δεξίωση που παρέθεσε η Πρεσβεία του Ισραήλ για να γιορτάσουν είκοσι πέντε χρόνια ομαλών διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και το Ισραήλ.
Και τι γίνεται με την διαφορετική ερμηνεία που κάποιοι προσπαθούν να προσδώσουν: ότι Τσίπρας επανέφερε την πολιτική σε αυτές τις τεχνικές συζητήσεις, ότι εξέθεσε την άλλη πλευρά για αυτό που πραγματικά είναι, ότι τώρα στην κοινή γνώμη η Μέρκελ και οι άλλοι φαίνονται ως τα τέρατα που πραγματικά είναι, και ούτω καθεξής. . ;
Ακούσια, νομίζω ότι έτσι έχει συμβεί. Ένας σύντροφος μου έστειλε ένα μήνυμα που λέει: είναι αλήθεια, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφέρει να κάνει την ΕΕ πιο μισητή από τον ελληνικό λαό από ό,τι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή το ΚΚΕ κατόρθωσε να επιτύχει σε είκοσι χρόνια αντι-ευρωπαϊκής ρητορικής σε αυτό τον τομέα.
Ας μιλήσουμε για το τι μέλλει γενέσθαι. Υπάρχει μια ψηφοφορία για το νέο πρόγραμμα λιτότητας αυτή την εβδομάδα, το οποίο είστε βέβαιος ότι η Αριστερά θα καταψηφίσει, μια κίνηση έκτακτης ανάγκης του κόμματος για να προσπαθήσει να ξανακερδίσει την πλειοψηφία με πιθανές διασπάσεις ή αποβολές. Τι τότε? Μια ανασυγκρότηση της Αριστεράς με στοιχεία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ;
Είναι νωρίς για να συζητήσουμε τέτοιες μελλοντικές προοπτικές.
Αλλά οι σχέσεις μεταξύ της Αριστερής Πλατφόρμας και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν βελτιωθεί;
Νομίζω ότι αυτό που ήταν σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι τομείς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πραγματικά αγωνίστηκαν σκληρά στη μάχη του δημοψηφίσματος, και σε πολλά σημεία υπήρχαν τοπικές επιτροπές με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων του ΟΧΙ, ουσιαστικά το ΣΥΡΙΖΑ και αυτούς τους τομείς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γι αυτό το λόγο, νομίζω ότι υπάρχει μια πολιτική δυνατότητα που πρέπει να διερευνηθεί.
Ωστόσο, δεν είμαι τόσο αισιόδοξος για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως προς αυτό, διότι πιστεύω ότι το μόνο που κρατά αυτή την συμμαχία ενωμένη, είναι οι παραδοσιακές ακρο-αριστερές πεποιθήσεις. Μπορούμε ήδη να δούμε ότι αυτό που λένε για αυτή την ήττα είναι ότι έχουν δικαιωθεί, ότι αυτή είναι η αποτυχία όλων των αριστερών μεταρρυθμίσεων, και αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα σωστά επαναστατικό κόμμα και, φυσικά, ότι είναι η εμπροσθοφυλακή που αποτελεί τον πυρήνα αυτού του κόμματος και θα συνεχίσουν προς αυτή την κατεύθυνση. Νομίζω λοιπόν ότι θα υπάρξει κάποια ανασύνθεση, αλλά περιμένω ότι θα είναι περιορισμένης κλίμακας.
Και, ενδεχομένως, κάποια δραστηριότητα κοινωνικού περιεχομένου σήμερα, φήμες για μια γενική απεργία στον δημόσιο τομέα;
Αυτός είναι ο πιο αποφασιστικός παράγοντας που εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος. Ποια είναι η συνολική εικόνα τώρα; Έχουμε ένα νέο μνημόνιο, και έχουμε μια αναδιάταξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που βρίσκεται πίσω από αυτό το νέο μνημόνιο. Αυτό θα επικυρωθεί συμβολικά από την επικείμενη ψηφοφορία, όπου θα δούμε το μεγαλύτερο μέρος των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίζουν μαζί για μια ακόμη φορά με κόμματα που τάσσονται υπέρ της λιτότητας για ένα νέο μνημόνιο, και για άλλη μια φορά έχουμε ένα χάσμα μεταξύ της πολιτικής εκπροσώπησης αυτής της χώρας και του λαού. Έτσι λοιπόν, αυτή η αντίφαση πρέπει να επιλυθεί.
Είναι σαφές ότι αυτό το πεδίο είναι πλέον ανοιχτό για τους Ναζί. Θα προσπαθήσουν σίγουρα να εκμεταλλευτούν. Έχουν ήδη καταψηφίσει την ελληνική πρόταση, θα ψηφίσουν σίγουρα ενάντια στο νέο μνημόνιο, θα το αποκαλέσουν σίγουρα μια νέα προδοσία. Το μεγάλο ερώτημα είναι ποιο θα είναι το μέγεθος κοινωνικής κινητοποίησης ενάντια στο τσουνάμι των μέτρων που θα πέσει στις πλάτες των εργαζομένων και φυσικά η επιτακτική ανάγκη αποκατάστασης μιας μαχητικής αριστεράς κατά της λιτότητας. Αυτή είναι η βέβαια κύρια πρόκληση.
Γνωρίζουμε ότι έχουμε κάποια στοιχεία για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς, γνωρίζουμε την βαριά ευθύνη που πέφτει στους αριστερούς ώμους του ΣΥΡΙΖΑ, με την ευρεία έννοια του όρου. Με τη στενότερη έννοια του όρου, ακόμη βαρύτερη ευθύνη βαραίνει τους ώμους της Αριστεράς, επειδή είναι το πιο δομημένο, συσπειρωμένο και πολιτικά διαυγές μέρος του φάσματος των δυνάμεων. Αυτή θα είναι η δοκιμασία τους επόμενους μήνες.
Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω λίγο για να δούμε τη διαδικασία στο σύνολό της και την πρώτη συνέντευξη που δώσατε στο Jacobin: πρώτον, όσο αφορά το γενικό στρατηγικό ζήτημα της Αριστεράς που καλείται να δράσει ταυτόχρονα εντός της κυβέρνησης αλλά και στο πλαίσιο των κοινωνικών κινημάτων, ποιος είναι ο ισολογισμός σας επ’ αυτού;
Πρώτα απ ‘όλα, ας ξεκινήσουμε με την ευρύτερη εικόνα. Αυτό που είχα πει στη συνέντευξη είναι ότι υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες για την ελληνική κατάσταση, αντιπαράθεση ή συνθηκολόγηση. Έτσι είχαμε συνθηκολόγηση, αλλά είχαμε και αντιπαραθέσεις που καθοδηγήθηκαν πολύ άσχημα από την πλευρά της κυβέρνησης. Αυτή ήταν η πραγματική δοκιμασία.
Προφανώς η στρατηγική του «καλού ευρώ” και του “αριστερο-Ευρωπαϊσμού» κατέρρευσε, και πολλοί άνθρωποι το συνειδητοποιούν τώρα. Η διαδικασία του δημοψηφίσματος το έκανε αυτό πολύ σαφές, και η δοκιμασία έφτασε στα άκρα. Αυτό ήταν ένα σκληρό μάθημα, αλλά απαραίτητο.
Η δεύτερη υπόθεση που διατύπωσα κατά την εποχή εκείνη ήταν ότι χρειάζεσαι πολιτικές επιτυχίες, μεταξύ άλλων και σε εκλογικό επίπεδο, για να προκαλέσεις νέους κύκλους κινητοποίησης. Νομίζω ότι αυτό αποδείχθηκε αληθινό, σε δύο κρίσιμες στιγμές.
Η πρώτη στιγμή ήταν οι τρεις πρώτες εβδομάδες μετά τις εκλογές, όταν το κλίμα ήταν πολύ τεταμένο και υπήρχε έντονο το κλίμα της αισιοδοξίας. Αυτό έληξε με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Και από εκείνη τη στιγμή, ήταν μια επιστροφή στη διάθεση της παθητικότητας, του άγχους και της αβεβαιότητας για το τι συνέβαινε. Η δεύτερη στιγμή ήταν το δημοψήφισμα, φυσικά. Στη συνέχεια, είδαμε πώς μια πολιτική πρωτοβουλία που ανοίγει μια συγκρουσιακή ακολουθία απελευθερώνει δυνάμεις και δρα ως καταλύτης για τις διαδικασίες της ριζοσπαστικοποίησης στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτό είναι ένα μάθημα που πρέπει να λάβουμε.
Τώρα, όσο αφορά τη σχέση των κοινωνικών κινημάτων και της αριστεράς. Δεδομένου του πόσο ελλιπής η πορεία της κυβέρνησης ήταν μέχρι στιγμής, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν υπήρξαν συγκεκριμένες κυβερνητικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να ανοίξουν χώρους για λαϊκή κινητοποίηση. Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ελήφθησαν τα μέτρα αυτά. Έτσι αυτή η υπόθεση, σε αυτό το επίπεδο τουλάχιστον, δεν έχει δοκιμαστεί. Και αυτό που θα επακολουθήσει είναι κάτι πολύ πιο οικείο, δηλαδή η κινητοποίηση ενάντια στις πολιτικές ακραίας λιτότητας της κυβέρνησης.
Γενικότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εφάρμοσε σχεδόν τίποτε από το προεκλογικό πρόγραμμά του. Το καλύτερο που μπόρεσαν να κάνουν οι υπουργοί της Αριστεράς είναι να εμποδίσουν έναν ορισμένο αριθμό διαδικασιών, κυρίως των ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα της ενέργειας που είχε αρχίσει προηγουμένως. Κέρδισαν λίγο χρόνο, αλλά αυτό ήταν όλο. Αυτό που επίσης είδαμε ξεκάθαρα κατά την περίοδο αυτή είναι ότι η κυβέρνηση, η ηγεσία, έγινε εντελώς αυτόνομη. Αυτή η διαδικασία έχει ήδη αρχίσει – μιλήσαμε για αυτό στην τελευταία συνομιλία μας – αλλά τώρα έχει φτάσει σε άλλο επίπεδο.
Εντάθηκε επίσης από το γεγονός ότι όλη αυτή η διαδικασία διαπραγματεύσεων προκάλεσε την παθητικότητα και την ανησυχία ανάμεσα στους ανθρώπους και τα πιο μαχητικά τμήματα της κοινωνίας, οδηγώντας τους σε εξάντληση. Πριν από το δημοψήφισμα το κλίμα ήταν σαφώς, “Δεν αντέχουμε αυτό το είδος εικονικού πνιγμού πια, σε κάποιο σημείο θα πρέπει να σταματήσει.”
Αυτό είναι κάτι που προσωπικά δεν είχα προβλέψει. Νόμιζα ότι ο ρυθμός θα ήταν ταχύτερος. Δεν είχα προβλέψει αυτή την διαδικασία που μας παγίδευε όλο και περισσότερο σε αυτό το απόλυτο αδιέξοδο και που διήρκησε για τόσο πολύ καιρό, περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό το δικό μας χώρο για την πρωτοβουλία.
Αυτή είναι βέβαια η αναπόφευκτη στιγμή της αυτοκριτικής, η οποία μόλις τώρα αρχίζει. Σαφώς, η Αριστερά θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα κατά την περίοδο αυτή προβάλλοντας εναλλακτικές προτάσεις. Το λάθος είναι σαφές γιατί το εναλλακτικό έγγραφο υπήρχε, υπήρχε μόνο δισταγμός εσωτερικά ως προς την κατάλληλη στιγμή της κοινοποίησης.
Είχαμε ήδη εξουδετερωθεί και εξουθενωθεί από την ατελείωτη αλληλουχία των διαπραγματεύσεων, τις δραματικές στιγμές και ούτω καθεξής, και μόνο όταν ήταν ήδη πολύ αργά, στη συνεδρίαση της ολομέλειας της κοινοβουλευτικής ομάδας, κυκλοφόρησε μια μειωμένη έκδοση της εν λόγω πρότασης κι έγινε τελικά δημόσια. Αυτό είναι σαφώς κάτι που θα έπρεπε να είχαμε κάνει πριν.
Και τι έχετε να πείτε για τις επιθέσεις στις δηλώσεις του Κώστα Λαπαβίτσα ότι η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη για Grexit και ως εκ τούτου, στην ουσία, δεν υπάρχει διέξοδος; Ένα από τα προβλήματα με τη συγκεκριμένη διατύπωση είναι ότι, αν και είναι αλήθεια ότι δεν υπήρξαν προετοιμασίες για Grexit, αυτό είναι ένα είδος μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας, επειδή οι άνθρωποι που θέλουν Grexit ποτέ δεν θα είναι σε θέση να κάνουν προετοιμασίες.
Νομίζω ότι η δήλωση του Κώστα έχει παρερμηνευθεί. Πρώτα απ ‘όλα ο Κώστας είναι ένας από τους πέντε ανθρώπους που υπέγραψαν το έγγραφο που παρουσιάστηκε από την Αριστερά, η οποία καθιστά σαφές ότι η εναλλακτική λύση είναι δυνατή ακόμα και τώρα, αμέσως.
Αυτό που ο Κώστας ήθελε να τονίσει στη δήλωση που έκανε, κεκλεισμένων των θυρών στην κοινοβουλευτική ομάδα, είναι το εξής: ότι για Grexit θα πρέπει να είμαστε πρακτικά προετοιμασμένοι, ότι υπήρχε πολιτική απόφαση να μην προετοιμάσει τίποτα και ως εκ τούτου, ουσιωδώς κόπηκε κάθε δυνατότητα για εναλλακτικές επιλογές την πιο κρίσιμη στιγμή.
Ήταν ένα είδος στρατηγικής «κόβω το νήμα επικοινωνίας» που πολύ συστηματικά προέβαλλε η κυβέρνηση. Και νομίζω ότι αυτή η εμμονή ήταν στοιχείο κυρίως του Γιάννη Δραγασάκη – κατέστησε αδύνατη την οποιαδήποτε κίνηση δημοσίου ελέγχου των τραπεζών. Είναι ο άνθρωπος της εμπιστοσύνης των τραπεζιτών και των τομέων μεγάλων επιχειρήσεων στην Ελλάδα και εξασφάλισε ότι ο πυρήνας του συστήματος θα παραμείνει αμετάβλητος από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την εξουσία.
Και μπορείτε να επιβεβαιώσετε ότι υπήρχαν αρχικές προετοιμασίες για Grexit οι οποίες τέθηκαν επί τάπητος και απορρίφθηκαν;
Πολύ αόριστα. Στις κλειστές συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου, η λεγόμενη κυβέρνηση Συμβουλίου, όπου μόνο οι δέκα κύριοι υπουργοί λαμβάνουν μέρος, ο Βαρουφάκης είχε αναφέρει την αναγκαιότητα την άνοιξη να εξεταστεί το ενδεχόμενο Grexit ως πιθανή κίνηση και να προετοιμαστούμε για αυτό. Νομίζω ότι υπήρξαν κάποιες επεξηγήσεις σχετικά με παράλληλο νόμισμα, αλλά όλα αυτά παρέμειναν αρκετά ασαφή και δεν προετοιμάστηκαν σωστά.
Όπως είπα και πριν, στη συνέντευξή του στο New Statesman, ο Βαρουφάκης παρουσιάζει μια αφήγηση σύμφωνα με την οποία ετοίμασε ένα εναλλακτικό σχέδιο κατά τη διάρκεια του προετοιμασίας για το δημοψήφισμα. Αλλά αυτό είναι επίσης μια ομολογία για το πόσο καθυστερημένα έγιναν όλα αυτά.
Τι θα λέγατε τώρα – εκτός από το θέμα του ρυθμού και της καταρράκωσης ηθικού – αποτύχατε να κατανοήσετε, ή κατανοήσατε ελλιπώς κατά την έναρξη αυτής της διαδικασίας, ό,τι έχετε κατανοήσει καλύτερα τώρα;
Έχω ξαναφέρει την εικόνα στο μυαλό μου αμέτρητες φορές όλα αυτά τα χρόνια προσπαθώντας να κατανοήσω τις στιγμές της διάσπασης. Και, για μένα, η καθοριστική στιγμή του διχασμού στην ελληνική πραγματικότητα ήταν η περίοδος αμέσως μετά την κορύφωση των λαϊκών κινητοποιήσεων το φθινόπωρο του 2011 και πριν από τις εκλογικές διαδικασίες της άνοιξης του 2012.
Όπως ίσως γνωρίζετε, ήμουν πολύ αναμειγμένος με τον Κώστα Λαπαβίτσα και άλλους συντρόφους, συμπεριλαμβανομένης της ηγεσίας της Αριστεράς σε αυτό το στάδιο, σε πρωτοβουλίες με σκοπό να συγκροτήσουμε ένα κοινό έργο με όλη την αντιευρωπαϊκή αριστερά.
Οι συζητήσεις ήταν αρκετά προχωρημένες, διότι υπήρχε ακόμη ένα έγγραφο που συνέταξε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, που στη συνέχεια τροποποιήθηκε από άλλα άτομα που συμμετείχαν σε αυτές τις συζητήσεις. Η ιδέα ήταν να ανοίξει ένας χώρος κοινών συζητήσεων και δράσεων μεταξύ Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, ορισμένους τομείς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και ορισμένες εκστρατείες και κοινωνικά κινήματα.
Η πρωτοβουλία αυτή ποτέ δεν καρποφόρησε γιατί απορρίφθηκε κατηγορηματικά, στο τελικό στάδιο, από την ηγεσία του κύριου σώματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΝΑΡ (το νέο αριστερό ρεύμα), η οποία έδειξε την αδυναμία της να κατανοήσει τη δυναμική της κατάστασης και την ανάγκη να αλλαχθεί κάπως η διαμόρφωση των δυνάμεων και η λειτουργία της παρέμβασης στην Αριστερά.
Μόλις η πιθανότητα αυτή έπαψε να υφίσταται, το μόνο που απέμεινε ήταν αυτό που τελικά πραγματοποιήθηκε. Οι υπάρχουσες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς τέθηκαν σε δοκιμασία, και με κάποιο τρόπο μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σε θέση να εκμεταλλευτεί τη δυναμική αυτή και να δώσει πολιτική έκφραση στην ανάγκη για μια εναλλακτική λύση.
Θα μπορούσαμε να πούμε, εκ των υστέρων, ότι ορισμένα τμήματα της ελληνικής αριστεράς που ήταν λιγότερο συνδεδεμένα με κομματική πολιτική θα μπορούσαν να έχουν λάβει ένα είδος πρωτοβουλίας σαν αυτό των Podemos, ή ίσως πιο ρεαλιστικά, μια Καταλανική CUP-type πρωτοβουλία με τομείς της άκρας αριστεράς με movementism επιρροές.
Αλλά, και πάλι, δεν υπήρχαν τέτοιοι τομείς έτοιμοι να το κάνουν αυτό. Όλοι ήταν άρρηκτα δυνδεδεμένοι με τους περιορισμούς των υφιστάμενων δομών, και η μόνη προσπάθεια να αναδιανεμηθούν οι κάρτες απέτυχε να υλοποιηθεί, στην προκειμένη περίπτωση διότι το βάρος των παραδοσιακών ακρο-αριστερών πεποιθήσεων αποδείχθηκε πολύ ισχυρό.
Υπάρχει κάτι που θέλετε να προσθέσετε;
Ναι, θέλω να προσθέσω ένα γενικότερο συλλογισμό ως προς τι σημαίνει να δικαιώνεσαι ή να ηττείσαι σε έναν πολιτικό αγώνα. Πιστεύω ότι αυτό που είναι απαραίτητο για ένα μαρξιστή, είναι ένα είδος ιστορικής κατανόησης αυτών των όρων. Μπορείς να πεις, αφενός, ότι έχεις δικαιωθεί για αυτό που έχεις πει γιατί έχει αποδειχτεί αληθινό.
Είναι η συνήθης «στα ‘λεγα εγώ» στρατηγική. Αλλά, εάν δεν είσαι σε θέση να εκμεταλλευτείς αυτή σου τη θέση, πολιτικά είσαι ηττημένος. Διότι, αν είσαι ανίσχυρος και έχεις επίσης αποδειχτεί ανίκανος να βάλεις τη θέση σου σε γενική εφαρμογή, τότε προφανώς πολιτικά δεν έχεις δικαιωθεί. Αυτό είναι το πρώτο θέμα.
Το δεύτερο θέμα είναι δεν έχουν όλοι ηττηθεί κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό. Θέλω να το τονίσω αυτό. Νομίζω ότι ήταν απολύτως ζωτικής σημασίας να γίνει η εσωτερική διαμάχη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Επιτρέψτε μου να είμαι σαφής σχετικά με αυτό. Ποια ήταν η άλλη επιλογή; Έχοντας περάσει την δοκιμασία αυτής της αποφασιστικής περιόδου, τόσο το ΚΚΕ όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν αποδείξει, με πολύ διαφορετικούς τρόπους βέβαια, πόσο ασήμαντοι είναι. Για εμάς, η μόνη εναλλακτική θα ήταν να έχει γίνει μια ρήξη με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ νωρίτερα. Ωστόσο, δεδομένης της δυναμικής της κατάστασης μετά από αυτή την κρίσιμη διακλάδωση από τα τέλη του 2011 έως τις αρχές του 2012, θα είχαμε αμέσως περιθωριοποιηθεί.
Το μόνο απτό αποτέλεσμα που μπορώ να δω είναι να προστεθούν μία ή δύο ακόμα ομάδες στις ήδη δέκα ή δώδεκα ομάδες που αποτελούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντί για 0,7% που είναι τώρα να φτάσει στο 1%. Αυτό θα σήμαινε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε προσφερθεί εξ ολοκλήρου «στο πιάτο» στον Τσίπρα και την πλειοψηφία, ή τουλάχιστον σε εκείνες τις δυνάμεις εκτός της αριστερής πλατφόρμας.
Τώρα στην ελληνική κοινωνία, είναι σαφές ότι η μόνη ορατή αντιπολίτευση σε ό,τι κάνει η κυβέρνηση από την αριστερά είναι το ΚΚΕ. Δεν είναι κάτι που μπορούμε να το αρνηθούμε, αλλά είναι εντελώς ασήμαντο πολιτικά. Δεν έχουμε μιλήσει για το ρόλο του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος, αλλά ήταν μια απόλυτη παρωδία της δικής τους ασημαντότητας. Αποζήτησαν άκυρες ψήφους, ζήτησαν από τους ψηφοφόρους να χρησιμοποιήσουν τα ψηφοδέλτια που είχαν φτιάξει οι ίδιοι, με ένα “διπλό όχι” γραμμένο πάνω τους (στην ΕΕ και στην κυβέρνηση). Τα έγγραφα αυτά δεν ήταν φυσικά έγκυρα και το όλο εγχείρημα κατέληξε σε φιάσκο. Οι ηγέτες του ΚΚΕ δεν ακολουθήθηκαν από τους δικούς τους ψηφοφόρους· περίπου το 1% των ψηφοφόρων συνολικά, ίσως ακόμα λιγότερο, χρησιμοποίησε αυτά τα άκυρα ψηφοδέλτια.
Και, πέρα από αυτούς, υπάρχει η Αριστερά. Οι Έλληνες γνωρίζουν, και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συνεχώς επαναλαμβάνουν ότι, για τον Τσίπρα, το κύριο πρόβλημα είναι ο Λαφαζάνης και η Αριστερά. Μπορούμε να προσθέσουμε και την Ζωή Κωσταντοπούλου σε αυτό. Νομίζω ότι αυτό είναι ό, τι έχουμε κερδίσει από αυτή την κατάσταση. Έχουμε μια βάση από την οποία μπορεί να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος, μια δύναμη που έχει υπάρξει στην μπροστινή γραμμή αυτής της πολιτικής μάχης και έχει πρωτοφανή εμπειρία.
Ο καθένας καταλαβαίνει ότι αν δεν καταφέρουμε να ανταποκριθούμε σε αυτή την πρόκληση, η Αριστερά θα μετατραπεί σε ερειπωμένο τοπίο.
Από αυτή την προοπτική, η οποία είναι η προοπτική της ανασυγκρότησης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, χωρίς να προσποιούμαστε ότι είμαστε η μόνη δύναμη που θα παίξει ρόλο, αναγνωρίζουμε το μέγεθος αυτών που διακυβεύονται, πράγμα το οποίο φέρει πολύ μεγάλη ευθύνη σε ό,τι θα κάνουμε εδώ και τώρα.