Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού σήμερα, και απ’ ό,τι φαίνεται η χώρα μας θα παρουσιάσει την παγκόσμια πρωτοτυπία να γιορτάζουν μαζί με τους δημοκράτες-αντιρατσιστές ακόμα και οι ναζιστές. Σε μια πρωτοφανή προκλητική πρωτοβουλία, η Χρυσή Αυγή καλεί σήμερα τους οπαδούς της σε συγκέντρωση έξω από τα γραφεία της, προκειμένου να διατρανώσουν την αντίθεσή τους στον ρατσισμό «εναντίον των Ελλήνων».
Η κακοστημένη κωμωδία προετοιμάστηκε από την περασμένη βδομάδα με «συνέντευξη Τύπου» που παρουσίασαν καμιά δεκαριά στελέχη της οργάνωσης, βουλευτές και ευρωβουλευτές, σε ξενοδοχείο του Πειραιά. Η ιδιοτυπία της «συνέντευξης» αυτής ήταν ότι δεν υπήρχαν δημοσιογράφοι και επομένως δεν απαντήθηκε καμιά ερώτηση. Μίλησαν μόνον οι ίδιοι οι χρυσαυγίτες και χειροκροτήθηκαν από τους παριστάμενους ομοϊδεάτες τους, ενώ φρόντισαν να λιντσάρουν και έναν νέο που περνούσε απ’ έξω και δεν τους φάνηκε πολύ Ελληναράς.
Και το χειρότερο: η ΝΕΡΙΤ φρόντισε να μεταδώσει αυτό το ιστορικό ντοκουμέντο, στο πλαίσιο υποτίθεται του πλουραλισμού και της ίσης απόστασης από όλα τα… κόμματα.
Η Χρυσή Αυγή, λοιπόν, βρίσκει και τα κάνει. Ενθαρρυμένη από ορισμένες ατυχείς πρωτοβουλίες κυβερνητικών στελεχών και με τη διάθεση να καλοπιάσει τον εκνευρισμένο Αρχηγό που αδημονεί να πάρει στο χέρι το αποφυλακιστήριο, η παρέα του κ. Μιχαλολιάκου αισθάνεται την άνεση να προκαλεί. Αλλωστε, όπως εμφανίζεται σήμερα να περιγελά τον ρατσισμό, την έχουμε συνηθίσει να διακωμωδεί ακόμα και τις εθνικές επετείους, διεκδικώντας συμμετοχή ακόμα και στις εκδηλώσεις μνήμης για τα θύματα του ναζισμού.
Η ανοχή στον ρατσισμό
Η προβολή από τη ΝΕΡΙΤ του ρατσιστικού παραληρήματος της Χρυσής Αυγής έγινε λίγες μέρες μετά την προκλητική απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης να επιβάλει πρόστιμα σε τρεις τηλεοπτικούς σταθμούς (Mega, ANT1 και Alpha) για παράλειψη προβολής των θέσεων της ναζιστικής οργάνωσης.
Το μήνυμα ήταν σαφές: ό,τι και να λέει η Χρυσή Αυγή, από τη στιγμή που πρόκειται για ένα πολιτικό κόμμα, τα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να το προβάλλουν, αδιαφορώντας αν μ’ αυτή την προβολή παραβιάζουν μια άλλη συμβατική τους υποχρέωση, δηλαδή τη δέσμευσή τους να μην προβάλλουν ρητορική μίσους,
Με την απόφαση αυτήν, η πολιτεία οπισθοχωρεί από όσα η ίδια έχει αποφασίσει μετά την άσκηση των αρχικών διώξεων εις βάρος της Χρυσής Αυγής. Γιατί βέβαια η αναστολή της χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής από την προηγούμενη Βουλή, με τη σύμφωνη γνώμη του ΣΥΡΙΖΑ, βρισκόταν στον αντίποδα της λογικής αυτής του στρουθοκαμηλισμού.
Εκείνη η απόφαση, που πάρθηκε κάτω από την παλλαϊκή κατακραυγή, ένα μήνα μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ήταν ένα μήνυμα των πολιτικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου, ότι δεν μπορεί να γίνει ανεκτό να υποστηρίζεται οικονομικά η εγκληματική δράση της οργάνωσης.
Τις τελευταίες μέρες έχουμε γίνει μάρτυρες μιας σειράς τουλάχιστον ανεξήγητων πολιτικών πρωτοβουλιών που τείνουν να νομιμοποιήσουν την παρουσία της Χρυσής Αυγής στο κέντρο του πολιτικού συστήματος. Τον τόνο σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες δίνει η ίδια η πρόεδρος της Βουλής.
Είναι ευτύχημα το γεγονός ότι προς εντελώς διαφορετική κατεύθυνση λειτουργούν οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών. Στην Τσαριτσάνη αποκλείστηκε την περασμένη Κυριακή η Χρυσή Αυγή από την επετειακή εκδήλωση για τη σφαγή κατοίκων του χωριού στις 12 Μαρτίου 1943 από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής και ντόπιους συνεργάτες τους. Ο απολογισμός ήταν 45 νεκροί, 360 σπίτια καμένα, εκτεταμένες καταστροφές, λεηλασία και πλιάτσικο. Ταυτόχρονα τιμήθηκε η μνήμη και της επίθεσης των ναζιστικών στρατευμάτων στις 20 Αυγούστου 1944.
Πριν από δύο χρόνια οι κάτοικοι είχαν αντιδράσει στην παρουσία των χρυσαυγιτών στην εκδήλωση, και υπήρξε απόφαση του Δήμου Ελασσόνας ότι δεν έχουν θέση οι ναζιστές σ’ αυτές τις εκδηλώσεις. Το ίδιο έγινε και πέρυσι, όταν ομάδα χρυσαυγιτών με επικεφαλής τον Ηλία Κασιδιάρη επιχείρησε πάλι να επισκεφτεί τον χώρο της θυσίας.
Ομως πριν από λίγες μέρες, το νέο δημοτικό συμβούλιο Ελασσόνας αποφάσισε να καλεί στο εξής τους εκπροσώπους της ναζιστικής οργάνωσης. Την απόφαση αυτή κατήγγειλε η Δημοτική Κίνηση Πολιτών, ο ΣΥΡΙΖΑ Ελασσόνας και ο Μορφωτικός Σύλλογος Τσαριτσάνης. Τελικά οι αντιφασίστες κάτοικοι απέτρεψαν και φέτος την ανίερη παρουσία της Χρυσής Αυγής.
Δυστυχώς η ξεκάθαρη θέση των κατοίκων της Τσαριτσάνης δεν είναι και τόσο δημοφιλής στην ελληνική Βουλή. Εκεί βρίσκει έδαφος να αναπτυχθεί η ακροδεξιά ρητορική που θέλει τον ρατσισμό να εκδηλώνεται στη χώρα μας μόνο «εναντίον των Ελλήνων». Ακόμα και ο αντιρατσιστικός νόμος, που ψηφίστηκε μετά από τόσα εμπόδια λειψός και αντιφατικός, χρησιμοποιήθηκε ως όπλο του… ρατσισμού και του αντισημιτισμού.
Ο αντιρατσιστικός κατατέθηκε το 2010, στη συνέχεια το 2011 και στην τελική του μορφή τον Νοέμβριο του 2013 μέχρι να ψηφιστεί τον Σεπτέμβριο του 2014, ενώ είχαν ήδη αλλάξει τρεις αρμόδιοι υπουργοί. Η σχετική συζήτηση στη Βουλή μετατράπηκε σε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ όσων ήθελαν να αποστασιοποιηθούν από την ιστορική ιδιαιτερότητα του Ολοκαυτώματος, επαναλαμβάνοντας κάθε λογής αντισημιτικές κοινοτοπίες και συνοδεύοντας τη θετική τους ψήφο με εθνοπρεπείς προϋποθέσεις.
Αλλά και ο αντιρατσιστικός νόμος που προϋπήρχε (927/1979) όχι μόνο δεν εφαρμόστηκε παρά ελάχιστα επί τρεις δεκαετίες, αλλά αποτέλεσε αφορμή να μετατραπούν στις δικαστικές αίθουσες οι εκπρόσωποι του ελληνικού εβραϊσμού σε κατηγορούμενους και να απαλλαγούν πανηγυρικά οι φιλοχιτλερικοί κήρυκες του μίσους.
Μέσα σ’ αυτό το κοινοβουλευτικό πλαίσιο, οι εκπρόσωποι της Χρυσής Αυγής αισθάνονται την ασφάλεια να εκφωνούν κάθε λογής ρατσιστικούς λόγους, γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται ούτε καν να τους επιβληθούν συστάσεις.
Πιο χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα ο Μιχαήλ Αρβανίτης-Αβράμης, ο οποίος δεν είχε κανένα πρόβλημα να εκφράσει τα φιλοχιτλερικά, αντιεβραϊκά του αισθήματα από το βήμα της Βουλής όταν ακούστηκε ότι μεταξύ άλλων οργανισμών που θα χρηματοδοτηθούν για τις έρευνές τους περιλαμβάνεται και το Εβραϊκό Μουσείο.
«Τι έρευνες θα κάνει το Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, αξιότιμοι κύριοι;», κραύγασε ο υπόδικος χρυσαυγίτης βουλευτής: «Για να γίνεται η περιτομή πλέον ανώδυνα ή με ηλεκτρονικό τρόπο ή με ακτίνες λέιζερ; Αυτές τις έρευνες θα κάνει; Ντροπή! Αρκετά παίρνουν οι Εβραίοι. Αρκετά μας απομυζούν το αίμα» (27.11.2014). Και αντί να υποστεί τις πειθαρχικές κυρώσεις που προβλέπει ο κανονισμός της Βουλής για όσους βουλευτές παρεκτρέπονται, ο κ. Αβράμης είχε την άνεση να επιτίθεται σε μια συνάδελφό του που διαμαρτυρήθηκε για όσα άκουγε: «Να βάλετε ωτασπίδες κυρία μου. Θα σας αγοράσω εγώ ωτασπίδες».
Είναι γεγονός ότι από καιρό έχουν βάλει ωτασπίδες εκείνοι που θα έπρεπε να αντιδρούν σε όλα αυτά.
Πώς ξεπήδησε ο ρατσισμός
Η νομιμοποίηση του ρατσιστικού λόγου δεν οφείλεται βέβαια στη Χρυσή Αυγή. Ισχύει για την ακρίβεια το αντίθετο. Προηγήθηκε η διάχυση της ρητορικής του μίσους και ο αντιμεταναστευτικός πυρετός και ακολούθησε η ανάδειξη της Χρυσής Αυγής σε πολιτικό εκφραστή αυτού του ήδη παγιωμένου ιδεολογικού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία.
Επί χρόνια υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι στην Ελλάδα, μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών, δεν υπήρχε ευνοϊκό έδαφος για την ευόδωση αξιοπρόσεκτων ακροδεξιών και ρατσιστικών ιδεολογικών ρευμάτων.
Η πλούσια διεθνής βιβλιογραφία για τα χαρακτηριστικά της νέας ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς εντοπίζει στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία παρόμοια απέχθεια του εκλογικού σώματος για πολιτικούς σχηματισμούς οι οποίοι θύμιζαν στους πολίτες των τριών χωρών τις δικτατορίες που κατέρρευσαν τη δεκαετία του ’70. Ενας δεύτερος λόγος είναι ότι την περίοδο αυτή και στις τρεις μεσογειακές χώρες ο εκδημοκρατισμός συνοδεύεται από οικονομική ανάπτυξη και σημαντική άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού, ενώ και για τις τρεις ανοίγει η προοπτική της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση (τότε ΕΟΚ).
Στην ερμηνεία αυτή προστίθενται για την Ελλάδα ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως η έλλειψη κάποιας χαρισματικής ηγετικής μορφής του χώρου της Ακροδεξιάς, η παρουσία λαοπρόβλητων λαϊκιστών ηγετών στα μεγάλα κόμματα, οι εξαιρετικά συντηρητικές θέσεις της Νέας Δημοκρατίας που κάλυψε και τον χώρο αυτόν και, τελικά, το όριο του 3% που θεσπίστηκε για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή.
Η μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας πραγματοποιείται στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ενώ μέχρι τότε ο εθνικισμός και η ξενοφοβία βρίσκονταν στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, οι δείκτες αντιμεταναστευτικών αισθημάτων που καταγράφονται στις έρευνες του Ευρωβαρόμετρου είναι απολύτως δηλωτικοί αυτής της μετάλλαξης.
Το ποσοστό αντιμεταναστευτικών αισθημάτων στην Ελλάδα το 1991 είναι στο 27%, αισθητά κατώτερο από το Βέλγιο (50%), το Ηνωμένο Βασίλειο (43%), τη Γαλλία (41%), τη Γερμανία (37%), τη Δανία (32%) και οριακά κατώτερο από την Ολλανδία (29%) και την Ιταλία (28%). Ο μέσος όρος για την Ευρώπη των 15 ήταν εκείνη τη χρονιά 35%.
Ενα μόλις χρόνο αργότερα, το 1992, και ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος παρουσίασε ελαφριά μείωση (34%), στην Ελλάδα είδαμε τα αντιμεταναστευτικά αισθήματα να διογκώνονται και να τον ξεπερνούν (35%). Δύο χρόνια αργότερα, το 1994, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος παρουσιάζει σοβαρή αύξηση (43%), αλλά στην Ελλάδα παρουσιάζεται μια πραγματική έκρηξη. Το ποσοστό των αντιμεταναστευτικών αισθημάτων φτάνει το 64% και καταλαμβάνει πλέον την πρώτη θέση στην Ευρώπη των 15. Η ραγδαία αυτή αύξηση συνεχίζεται τα επόμενα χρόνια.
Το 1997 το ποσοστό φτάνει το 71%. Η Ελλάδα είναι σταθερά εδραιωμένη στην πρώτη θέση, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διατηρείται στο 45%.
Τι συνέβη εκείνη την περίοδο και οδήγησε την Ελλάδα, που το 1991 εμφανιζόταν ως μία από τις πλέον ανεκτικές χώρες της Ε.Ε., μέσα σε τρία χρόνια να έχει ήδη πάρει τα σκήπτρα της ξενοφοβίας και της μισαλλοδοξίας; Την περίοδο αυτή συντελέστηκε μια βαθιά μετάλλαξη στην ελληνική κοινωνία που σημαδεύτηκε από τη μαζική εισροή μεταναστών και την ανάπτυξη ενός αισθήματος εθνικής περικύκλωσης μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.
Το κλίμα αυτό ενισχύθηκε στο τέλος της δεκαετίας από τη διαμάχη των ταυτοτήτων. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε σημαντικές αλλαγές που, όμως, δεν έγιναν αισθητές σε πολιτικό επίπεδο παρά πολύ πρόσφατα. Υπήρξε κατ’ αρχάς η δημιουργία μιας στρατιάς αλλοδαπών εργαζομένων, οι οποίοι απασχολούνταν στις πιο υποβαθμισμένες εργασίες.
Αυτός ο νέος εθνοτικός (φυλετικός) διαχωρισμός που επιβλήθηκε στον καταμερισμό εργασίας υποβοήθησε την εμπέδωση του ρατσισμού σε όλη την κοινωνία. Σ’ αυτή την κατεύθυνση έπαιξαν σημαντικό ρόλο τα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία τότε πρωτοδημιουργήθηκαν και άντλησαν οφέλη από τη διασπορά του φόβου, από την απειλή και το έγκλημα του «Αλλου».
Βέβαια ακόμα και πριν από τη μετάλλαξη που επισημαίνουμε, των αρχών της δεκαετίας του 1990, η ελληνική κοινωνία παρουσίαζε μια ιδιότυπη δυσανεξία απέναντι στον «διαφορετικό», τον οποίο ταύτιζε με τον «ξένο».
Παρά το γεγονός ότι μέχρι εκείνη την περίοδο η Ελλάδα διέθετε μια αξιοσημείωτη ομοιογένεια (εθνοτική, γλωσσική, θρησκευτική), αρκούσαν ακόμα και οι μικρές έως μηδαμινές μειονότητες στο έδαφός της να προκαλέσουν τη φανατική αντίθεση των πλειονοτικών πληθυσμών. Το επίσημο κράτος υπέθαλπε για ιστορικούς λόγους αυτό τον φανατισμό, διατηρώντας επί δεκαετίες διακρίσεις εις βάρος των μικρών αυτών μειονοτικών πληθυσμών και ειδικότερα εις βάρος της τουρκομουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη.
Ακόμα και σήμερα η Ελλάδα αντιμετωπίζει τη μειονότητα αυτήν ως δυνάμει «Δούρειο Ιππο» της Τουρκίας και αρνείται την αναγνώριση των συλλόγων που φέρουν τον επιθετικό προσδιορισμό «τουρκικός», παρά την ύπαρξη σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ανάλογη συμπεριφορά είχε το επίσημο κράτος και απέναντι σε άλλες, μικρότερες ομάδες πληθυσμού, όπως λ.χ. σε σλαβομακεδόνες των βορείων συνόρων, αλλά και σε χριστιανικές (μη ορθόδοξες) θρησκευτικές μειονότητες. Ας σημειωθεί και το γεγονός ότι παρά την εξόντωση του συντριπτικού ποσοστού των Ελλήνων Εβραίων κατά το Ολοκαύτωμα, ο αντισημιτισμός δεν έπαψε να ενδημεί σε μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, στη θρησκευτική αλλά και την πολιτική του παραλλαγή.
Αλλά από το 1991-1992 το φαινόμενο της «δυσανεξίας» μετατράπηκε σε ανοιχτή και μαζική μισαλλοδοξία. Οι λόγοι που οδήγησαν σ’ αυτήν την ποιοτική μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας συνδέονται κυρίως με την κρίση εθνικής ταυτότητας που προκλήθηκε στα Βαλκάνια με την κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Ο εθνικιστικός πυρετός, που οδήγησε τις γειτονικές χώρες κατά τη δεκαετία του 1990 ακόμα και σε πολεμικές συρράξεις, είχε σημαντική αντανάκλαση και στην Ελλάδα. Στην ελληνική πολιτική ζωή επικράτησε μια πραγματικά εθνικιστική υστερία γύρω από το όνομα της Μακεδονίας, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, και υποδείχτηκε ως πραγματική απειλή η ύπαρξη αυτού του μικρού και αδύναμου κρατιδίου στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας.
Μια δεύτερη εστία φανταστικού εθνικού κινδύνου εντοπίστηκε την ίδια περίοδο στην Αλβανία, σε σχέση ιδιαίτερα με τη νότια περιοχή της όπου κατοικεί μια ελληνική μειονότητα.
Την ίδια περίοδο πραγματοποιείται η πρώτη μεγάλη έξοδος μεταναστών από τα Βαλκάνια (κυρίως την Αλβανία) προς την Ελλάδα. Απροετοίμαστος ο κρατικός μηχανισμός της χώρας να υποδεχτεί αυτό το κύμα εργαζομένων, άφησε την «αγορά» να διαχειριστεί κατά βούληση το αναπάντεχο αυτό δώρο.
Το αποτέλεσμα ήταν να εδραιωθεί από τότε στη χώρα ένα πολυπληθές υποπρολεταριάτο, το οποίο ζούσε σε συνθήκες εξαθλίωσης, συνήθως χωρίς καμιά εγγύηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Οσοι Ελληνες κάτοικοι της χώρας δεν είχαν άμεση σχέση με τους μετανάστες, ως εργοδότες τους, ενημερώνονταν για την παρουσία των μεταναστών κυρίως από την ιδιωτική τηλεόραση, που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έκανε κι αυτή τα πρώτα βήματά της.
Ο τηλεοπτικός ανταγωνισμός προκάλεσε μια σειρά υπερβολικών ή και κατασκευασμένων ρεπορτάζ, τα οποία διόγκωναν τα πραγματικά στοιχεία για την εγκληματικότητα των αλλοδαπών, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν από εκείνη την εποχή ορισμένοι αστικοί μύθοι για την τερατώδη συμπεριφορά των ξένων και να εδραιωθούν στην ελληνική κοινωνία βαθιά ξενοφοβικά στερεότυπα. Στο ίδιο κλίμα άνθησε τότε κάθε λογής συνωμοσιολογία, στηριγμένη στην αντισημιτική εκκλησιαστική παράδοση και σε έναν πρωτόγονο ξενοφοβικό αντιιμπεριαλισμό.
Οι αντιλήψεις αυτές από τότε έχουν παγιωθεί. Στο Ευρωβαρόμετρο του 2009, οι πολίτες της Ελλάδας, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, εμφανίζονται να διαφωνούν με την αντίληψη ότι άνθρωποι από άλλες εθνοτικές ομάδες εμπλουτίζουν την πολιτιστική ζωή της χώρας (Ελλάδα 61%, μέσος ευρωπαϊκός όρος 30%).
Οκτώ στους δέκα Ελληνες πιστεύουν ότι η παρουσία ανθρώπων από άλλες εθνοτικές ομάδες αποτελεί αιτία ανασφάλειας (78%), με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να περιορίζεται στο 45%. Επίσης, οκτώ στους δέκα Ελληνες πιστεύουν ότι η παρουσία ανθρώπων από άλλες εθνοτικές ομάδες αυξάνει την ανεργία στην Ελλάδα (81%), έναντι του 49%, που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Οι Ελληνες, σε αντίθεση με τους περισσότερους Ευρωπαίους, δεν πιστεύουν ότι η χώρα χρειάζεται τους μετανάστες για να δουλεύουν σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας (53% έναντι 37%).
Οι ερωτηθέντες της έρευνας δεν θεωρούν ότι η άφιξη μεταναστών στην Ευρώπη μπορεί να επιλύσει αποτελεσματικά το πρόβλημα του γηράσκοντος πληθυσμού της Ευρώπης (67% έναντι 45% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρώπη των 27). Καμία θετική συνέπεια δεν αποδίδουν στη μετανάστευση οι Ελληνες πολίτες, καθώς δεν πιστεύουν ούτε καν ότι οι μετανάστες μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μεγαλύτερης κατανόησης και ανοχής ως προς τον υπόλοιπο κόσμο (Ελλάδα: 57%, Ευρώπη των 27: 30%).
Οι εθνικές μήτρες του ρατσισμού
Οπως προκύπτει από τα παραπάνω, η ναζιστική οργάνωση δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Ο ακραίος εθνικισμός, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός είχαν εδραιωθεί στην ελληνική κοινωνία πολύ πριν την ανάδειξη της ναζιστικής συμμορίας σε κοινοβουλευτική δύναμη. Και το σημαντικότερο: σε μεγάλο βαθμό είχαν εμπεδωθεί σε κρίσιμους θυλάκους του λεγόμενου «βαθέος κράτους» και ειδικότερα στηνΑστυνομία, στον Στρατό, στη Δικαιοσύνη και στην Εκκλησία.
■ Στις ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας είναι γνωστή η απήχηση της Χρυσής Αυγής, ενώ ακόμα και η συγκρότηση της μονάδας αντιμετώπισης ρατσιστικών εγκλημάτων έμεινε ουσιαστικά στα χαρτιά.
■ Στον Στρατό είναι γνωστές οι δραστηριότητες των περιβόητων λεσχών αποστράτων (ειδικά των καταδρομέων), ενώ και όταν ακόμα φτάνει στη δημοσιότητα και ελέγχεται η δράση ρατσιστικών θυλάκων, η συνήθης κατάληξη των δραστών είναι να πέφτουν στα μαλακά. Στη χαρακτηριστική περίπτωση της ομάδας των λιμενικών που παρέλαυναν με το σύνθημα: «τους λένε Σκοπιανούς, τους λένε Αλβανούς, τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματα απ’ αυτούς», βρέθηκε στο δικαστήριο ως υπερασπιστής ακόμα και ο θεωρούμενος «εθνική εφεδρεία» στρατηγός ε.α. Φραγκούλης Φράγκος.
■ Στη Δικαιοσύνη έχει ουσιαστικά ακυρωθεί η εφαρμογή του αντιρατσιστικού νόμου, ενώ και ο τρόπος που εφαρμόζεται ο Ποινικός Κώδικας έχει σαφές φυλετικό πρόσημο. Το μαρτυρεί η διαφορετική ποινική μεταχείριση Ελλήνων και αλλοδαπών για παρόμοια αδικήματα.
■ Οι εκπρόσωποι της διοικούσας Εκκλησίας επί χρόνια βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των κηρυγμάτων μισαλλοδοξίας, ενώ ακόμα και την πρώτη περίοδο ανόδου των ναζιστών βρέθηκαν μητροπολίτες να χαιρετίσουν αυτή τη «γλυκιά ελπίδα» του Εθνους. Είναι οι ίδιοι που τώρα προπαγανδίζουν από άμβωνος την αγάπη τους στον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς όμως ούτε στιγμή να εγκαταλείψουν τη ρατσιστική τους ρητορική.
Πολύ πριν η Χρυσή Αυγή αποκτήσει τη σημερινή της δύναμη, κάποιοι που τώρα προβάλλουν ως κύριοι εκφραστές της ναζιστικής οργάνωσης είχαν διατυπώσει παρόμοιες απόψεις με άλλες ιδιότητες. Στην ίδια «συνέντευξη Τύπου» της περασμένης Κυριακής, στην οποία ανακοινώθηκε η σημερινή προκλητική συγκέντρωση της οργάνωσης, μίλησε μεταξύ άλλων ο απόστρατος και ήδη ευρωβουλευτής της Χρυσής Αυγής Γεώργιος Επιτήδειος. Φρόντισε ο ίδιος να μας θυμίσει ένα κείμενό του που είχε δημοσιευτεί στο «Βήμα των Παλαιμάχων» το 2009, στο οποίο κατέτασσε τη «λαθρομετανάστευση» στις «ασύμμετρες απειλές» και υιοθετούσε την πιο ακραία ρατσιστική ρητορική.
Το άρθρο του Επιτήδειου είχε αναδημοσιευτεί αμέσως στην ηλεκτρονική εφημερίδα της Σοφίας Βούλτεψη. Ας μην παραξενευόμαστε λοιπόν που μας προέκυψαν τόσοι χρυσαυγίτες εντός και εκτός του στρατεύματος.
Info:
►Διαβάστε
«Το “βαθύ κράτος” στη σημερινή Ελλάδα. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία», (εκδ. Νήσος / Ιδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ)
Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.)
Η διατήρηση των θυλάκων της παραδοσιακής ρατσιστικής Ακροδεξιάς και η επίδρασή τους στη χάραξη της πολιτικής.
Thomas C. Davis, «The Iberian Peninsula and Greece: Retreat from the Radical Right?»
(στο Hans-Georg Betz and Stefan Immerfall [επιμ.], «The new politics of the Right», St. Martin’s Press, Νέα Υόρκη 1998)
Παρατηρήσεις για την καθυστερημένη εμφάνιση των ρατσιστικών και ακροδεξιών ιδεών με τη μορφή πολιτικού κόμματος στην Ελλάδα και την Ιβηρική Χερσόνησο.
Pippa Norris, «Radical Right. Voters and Parties in the Electoral MARKET»
(Cambridge University Press, Νέα Υόρκη 2005)
Η Ελλάδα στην πρώτη θέση των ευρωπαϊκών κρατών με αντιμεταναστευτικά αισθήματα.
► Επισκεφτείτε
«Public Opinion, Eurobarometer Surveys»
Οι ετήσιες έρευνες κοινής γνώμης που διενεργούνται από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περιλαμβάνουν πολύτιμες ενδείξεις για τη μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, από εξαιρετικά ανεκτική σε υπέρμετρα μισαλλόδοξη.
Ο ιστότοπος της καμπάνιας «Και ένα θύμα ρατσιστικής βίας είναι πολύ», υπό την αιγίδα της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.