Η Εστέλ Σύλβια Πάνκχερστ (Estelle Sylvia Pankhurst) (5 Μαΐου, 1882 – 27 Σεπτεμβρίου, 1960) ήταν μέλος του κινήματος εκστρατείας των σουφραζέτων για το δικαίωμα ψήφου στο Ηνωμένο Βασίλειο, και διακεκριμένη κομμουνίστρια.
Γεννήθηκε στο Μάντσεστερ, κόρη του Δρ. Ρίτσαρντ Πάνκχερστ και της Έμελιν Πάνκχερστ, μέλη του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος και ενασχολουμένων με την υπόθεση των γυναικείων δικαιωμάτων. Η αδερφή της Κρίσταμπελ Πάνκχερστ ήταν επίσης ακτιβίστρια.
Το 1906 άρχισε να δουλεύει με την Κοινωνική και Πολιτική Ένωση Γυναικών (WSPU) με την αδερφή της και τη μητέρα της. Σε αντίθεση μ’αυτές διατήρησε το ενδιαφέρον της για το εργατικό κίνημα. Το 1914 ήρθε σε ρήξη με την WSPU εξαιτίας της προώθησης από την ομάδα των εμπρηστικών επιθέσεων.
Η Σύλβια ίδρυσε την Ομοσπονδία Ανατολικού Λονδίνου των Σουφραζέτων (ELFS), το οποίο με τα χρόνια εξελίχθηκε πολιτικά και άλλαξε ανάλογα το όνομά του, αρχικά ως Ομοσπονδία Ψήφου Γυναικών και έπειτα ως Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Εργατών. Ίδρυσε την εφημερίδα Women’s Dreadnought που εξελίχθηκε στην Workers Dreadnought.
H ομάδα συνέχισε να κινείται αριστερά και υιοθέτησε για λίγο το όνομα Κομμουνιστικό Κόμμα (Βρετανικό Τμήμα της Τρίτης Διεθνούς)(CP(BSTI)), αν και η δράση του δεν αντιστοιχούσε στο όνομα. To CP(BSTI) αντιτίθετο στον κοινοβουλευτισμό, σε αντίθεση με τις απόψεις του νεοϊδρυθέντος Κομμουνιστικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας (CPGB).
Ωστόσο, η σπουδαιότητα σύνδεσης με το ίδιο κίνημα με τους Μπολσεβίκους οδήγησε στη συγχώνευση του CP(BSTI) με το μεγαλύτερο, επίσημο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η ένωση αυτή δεν είχε μέλλον καθώς η Σύλβια αντέδρασε όταν η ηγεσία του CPGB της πρότεινε να παραδώσει την Workers Dreanought στο κόμμα. Συνέπεια αυτού εκδιώχθηκε από το CPGB και ίδρυσε το βραχύβιο Κόμμα Κομμουνιστών Εργατών.
Η Σύλβια την εποχή εκείνη ήταν σημαντική φιγούρα του κομμουνιστικού κινήματος και συμμετείχε σε συναντήσεις της Διεθνούς στη Ρωσία και το Άμστερνταμ καθώς και σε συναντήσεις του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Διαφώνησε με τον Λένιν και υποστήριξε κομμουνιστές όπως τον Αμαντέο Μπορντίγκα και τον Άντον Πάννεκουκ. Στα μέσα της δεκαετίας του ’20 η Πάνκχερστ μετακινήθηκε από τον κομμουνισμό προς τον αντιφασισμό και την αντι-αποικιοκρατία.
Αντέδρασε στην Ιταλική εισβολή στην Αιθιοπία εκδίδοντας από το 1936 το The New Times and Ethiopia News, και έγινε υποστηρικτής του Χαϊλέ Σελασσιέ. Συνέλεξε δωρεές για το πρώτο εκπαιδευτικό νοσοκομείο της Αιθιοπίας και έγραψε εκτενών για την Αιθιοπική τέχνη και πολιτισμό. Η έρυνά της εκδόθηκε ως Ethiopia, a Cultural History (London: Lalibela House, 1955).
Μετακόμισε στην Αντίς Αμπέμπα μετά από πρόσκληση του Χαϊλέ Σελασσιέ, το 1956, μαζί με τον γιό της Ρότσαρντ Πάνκχερστ (ο οποίος ζει ακόμα εκεί). Εκεί ίδρυσε την μηνιαία εφημερίδα Ethiopia Observer, η οποία κάλυπτε δημοσιογραφικά την Αιθιοπική ζωή και ανάπτυξη.
Πέθανε το 1960 και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη κατά τη διάρκεια της οποίας ο Χαϊλέ Σελασσιέ την ονόμασε «τιμητική Αιθίοπα». Είναι η μοναδική ξένη που είναι θαμμένη μπροστά από τον Καθεδρικό Trinity στην Αντίς Αμπέμπα, περιοχή που είναι αφιερωμένη για τους πατριώτες του Ιταλικού πολέμου.