Ήταν 5 Αυγούστου του 1944, όταν αντάρτες του ΕΛΑΣ εξόντωσαν το γερμανικό τάγμα, που αλαζονικά επιχείρησε να καταλάβει το μικρό χωριό της Άμφισσας
Στα βουνά της Γκιώνας, στην Άμφισσα, λίγο μετά το Λιδωρίκι, στέκει ακόμη στα βάθη του χρόνου, ένα μικρό χωριό… ερημωμένο, αιματοβαμμένο, τέσσερις φορές καμένο από τους Γερμανούς. Ένα χωριό μαρτυρικό και τόσο σιωπηλά υπερήφανο, που αν επιχειρήσεις να αφουγκραστείς την ιστορία του, θα ανατριχιάσεις. Είναι οι Καρούτες. Εκεί, όπου στις 5 Αυγούστου του 1944, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ εξόντωσαν το Γερμανικό τάγμα 250 επίλεκτων στρατιωτών, που επιχείρησε να το κατακτήσει.
Με αφορμή τη συμπλήρωση 71 χρόνων από την ιστορική και σχεδόν άγνωστη αυτή μάχη, έρχεται στο φως, το πώς ο Γερμανός κατακτητής πάτησε έναν τόπο και πλήρωσε με αίμα και θάνατο την αλαζονεία του. Πώς οι Έλληνες αντάρτες ακολουθώντας σχέδιο “οπισθοχώρησης” περικύκλωσαν τους Γερμανούς και τους εγκλώβισαν στο κέντρο του χωριού, εξαπολύοντας σε βάρος τους την επίθεση, που οδήγησε στη βαριά τους ήττα και παράδοση.
“Το χωριό καθάρισε αίματα και αποκαΐδια και ξαναχτίστηκε όπως – όπως, με τον καιρό, σκεπάζοντας τα χαλάσματα. Οι 140 σκοτωμένοι εχθροί που ξόφλησαν έτσι δα για λογαριασμό τους, κάηκαν μέσα στη ρεματιά που ‘ναι στα πόδια του χωριού και τα καψαλιασμένα σκέλεθρά τους παραχώθηκαν με τον καιρό, από τις κατεβασιές του βουνού. Οι αντάρτες που έπεσαν στη μάχη, είναι λίγο πιο πάνω θαμμένοι, μέσα στον κοινό τάφο τους, στο νεκροταφείο του χωριού. Μία άκρη στη νοτιοδυτική γωνιά του κοιμητηρίου. Αυτός είναι ο τάφος με τους σκοτωμένους πατριώτες. Ολότελα γυμνός κι ασημάδευτος ο τύμβος των γενναίων”, γράφει στο βιβλίο του “Η μάχη στις Καρούτες” ο Η. Παπανικολής.
Πριν τη μάχη:
Η αναδίπλωση πριν το αιματηρό ξέσπασμα του κατακτημένου
Στις 5 Αυγούστου του 1944, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, σε συνεργασία με Άγγλους και Αμερικανούς σαμποτέρ, παγίδεψαν στις Καρούτες ένα Τάγμα 250 επίλεκτων Γερμανών στρατιωτών και το εξολόθρευσαν. Στη μάχη σκοτώθηκαν περισσότεροι από 100 Γερμανοί με το Διοικητή τους. Περισσότεροι από τους νεκρούς υπήρξαν οι αιχμάλωτοι. Σκοτώθηκαν και 29 αντάρτες και τρεις Καρουτιανοί πολίτες.
Μία μέρα πριν, το πρωί της 4ης Αυγούστου, ο αντάρτης που φύλαγε σκοπός στο ψηλότερο πέρασμα της Γκιώνας, στον Έλατο, ξεσήκωσε τους συντρόφους του με φωνές πνιχτές: “Γερμανοί! Ανεβαίνουν φάλαγγα τις στροφές… Να τους!” Σε λίγο, τριάντα ελασίτες αντάρτες από το τμήμα του Έκτου Λόχου, από το Τάγμα του Κρόνου, της 5ης αντάρτικης ταξιαρχίας, με αρχηγό τον Κέρκη, πιάνουν το πέρασμα στην ψηλότερη κόχη, που ορθώνεται στα 1.500 μ. πάνω από την Άμφισσα. Μετρούν τους Γερμανούς, είναι κοντά 250, που σέρνουν μαζί τους μεταγωγικά, πάνω κάτω 50 μουλάρια και άλογα, φορτωμένα με υλικό εκστρατείας, όλμους, βαριά πολυβόλα, κιβώτια πυρομαχικών, ακόμη και ένα ορειβατικό πολυβόλο.
Οι αντάρτες είναι απληροφόρητοι, αλλά δεν ξαφνιάζονται. Έχουν ξαναμετρηθεί μαζί τους και δεν τους φοβούνται. Μόλις πριν έναν μήνα, είχαν χτυπηθεί από γερμανικό τάγμα στην Άμφισσα, σε μία επιχείρηση που δεν πέτυχε. Όμως οι αντάρτες ανέβηκαν ξανά στα βουνά, κουβαλώντας νεκρούς και εξοπλισμό και περιμένοντας την εκδίκηση.
Η είδηση ότι Γερμανοί κατευθύνονται στο χωριό μεταδίδεται γρήγορα και αθόρυβα στα γύρω χωριά. Ο ομαδάρχης Κέρκης ρίχνει λίγες σπαρτές ριπές και ο γεμιστής του πετά δύο ψιλοκρεμαστές χειροβομβίδες. Η φάλαγγα των Γερμανών σταματά ξαφνιασμένη, ενώ οι ακροβολιστές ξανοίγονται και απαντούν με τα αυτόματά τους. Στήνουν τα πολυβόλα και χτυπούν με απανωτές ριπές… Μία ησυχία κλείνει το επεισόδιο. Οι αντάρτες δεν φαίνονται πουθενά. Έχουν ήδη εξαφανιστεί στη βουνοπλαγιά.
Το γερμανικό Τάγμα είναι ένα ισχυρό εκκαθαριστικό απόσπασμα από τη γερμανική φρουρά, που κρατάει την Άμφισσα, το τρίτο Τάγμα από το επίλεκτο Σύνταγμα 18 των “Ορεινών Κυνηγών” της Αστυνομίας, με εμπειρία στον ανταρτοπόλεμο. Αποσπασματάρχης είναι ο λοχαγός Χάκερτ. Υποδιοικητής ο υπολοχαγός Όττο Βέμπερς.
Σε όλες τις πλευρές του κάμπου είναι μοιρασμένοι και αριστοτεχνικά κρυμμένοι άνδρες του ΕΛΑΣ. Μετά από αρκετή καθυστέρηση, οι Γερμανοί μη βλέποντας μεγάλη δύναμη μπροστά τους, αναθαρρεύουν και προχωρούν ξανά. Είναι ήδη μεσημέρι, όταν ακόμα ψάχνουν τον άφαντο εχθρό. Το απομεσήμερο, ακόμη ένα περιστατικό ανταλλαγής πυρών “εξ αποστάσεως”, χωρίς και πάλι κανείς να εμφανίζεται μπροστά τους. Η φάλαγγα συνεχίζει την πορεία της προς το χωριό.
Η εντολή για την αναδίπλωση των ανταρτών έχει έρθει από το Λιδωρίκι. Ο καπετάνιος του τάγματος, ο Κρόνος, ανεβαίνει μέχρι το πολυβόλο, για να εκτελεστεί σωστά το σχέδιο, χωρίς να υποψιαστούν οι εχθροί. Μετράει την κατάσταση και δίνει οδηγίες, για να διωχθούν σταδιακά οι άνδρες κι όσο γίνεται πιο κλέφτικα και να παγιδευτούν ανύποπτοι οι Γερμανοί στις Καρούτες.
Στο μεταξύ, τα γερμανικά όπλα έχουν σωπάσει. Οι Γερμανοί δεν κατάλαβαν την οπισθοχώρηση που έγινε μπροστά τους, χωρίς να το καταλάβουν. Ομάδα οπισθοφυλακής με αρχηγό τον Θανάση Αρετούλη (Ήφαιστο) σπέρνεται γύρω από το ξωκλήσι. Περνούν απαρατήρητοι από τον εχθρό, καθώς ξανοίγονται προς το μέρος του. Ο λοχαγός Χάκερτ είναι βέβαιος πως οι “λησταντάρτες” σκορπίστηκαν, για να αποφύγουν τη γερμανική δύναμη και γύρω στις 6 το απόγευμα, οι Γερμανοί μπαίνουν χωρίς αντίσταση στις Καρούτες. Ο Χάκερτ στέλνει από τον ασύρματο σήμα, ότι έχει στα χέρια του το χωριό.
Ωστόσο, όλα τα γύρω χωριά είναι ήδη σε πολεμικό συναγερμό. Οι κάτοικοι αδειάζουν τα σπίτια τους και οι αντάρτες είναι σε επιφυλακή. Τους αποχαιρετούν οι ντόπιοι με μία ευχή “Ώρα καλή παιδιά! Ψυχή βαθιά!”, ενώ λένε τα ονόματά τους που είναι παρμένα από θεούς και ήρωες.
Το σχέδιο της επίθεσης από το “παρδαλό στράτευμα”
Το σχέδιο στην τελική του μορφή το παρουσιάζει ο επιτελάρχης Λογοθέτης, ο λοχαγός Γιώργης Σαμαρίδης από τη Σάμο. Δεν συμφωνεί η μάχη να δοθεί πάνω από τις Καρούτες, όπου οι Γερμανοί θα χρησιμοποιήσουν όλα τα όπλα τους. Ο εχθρός πρέπει να παγιδευτεί και να χτυπηθεί καταδρομικά, μέσα στο χωριό. Το σχέδιο εγκρίνεται και καταστρώνεται σε τρία φύλλα χαρτί, με ζωγραφισμένη κάθε λεπτομέρεια. Ο σύνδεσμος με την εντολή για τη μάχη φτάνει στα γύρω χωριά. Λείπουν πολλοί τραυματισμένοι αντάρτες, που γιατρεύονται, λείπουν κι εκείνοι που δεν θα γυρίσουν ξανά στη μάχη…
Από το στράτευμα των ανταρτών, άλλος έχει χακί παντελόνι και μαύρη τραγιάσκα, άλλος δίκοχο ιταλικό που γράφει “Ελευθερία ή Θάνατος” κι άλλος φοράει τα ρούχα της δουλειάς του. Όσοι έχουν πίσω τους υποχρεώσεις ή είναι ανήμποροι, καλούνται να μείνουν πίσω. Οι υπόλοιποι θα περικυκλώσουν το χωριό, για να πολεμήσουν το πρωί. Οι άνδρες μοιράζονται τα λίγα πυρομαχικά και το ξερό ψωμί και γεμίζουν τα παγούρια τους. Ξεκινούν για να πάρουν καθένας τη θέση του, ο λόχος με τους Ζαχαριάδη και Καλλίδρομο, οι αντάρτες του Παρνασσού, ο έκτος λόχος, οι εφεδρικοί. Όλοι.
Καθώς ξημερώνει η 5η Αυγούστου, οι Γερμανοί στρατιώτες αρχίζουν να ανοίγουν τα μάτια τους και γυρίζουν από δω κι από κει, έχοντας ξεχάσει τον πόλεμο…
Η μάχη
Το πρώτο θύμα και ο λόχος που έμαθε για τη μάχη το ίδιο πρωί
Στην βρύση του χωριού, κοντοζυγώνει ένα μουλάρι, για να πιει νερό. Είναι ο Κατσούλης, το πρώτο θύμα της μάχης. Οι Γερμανοί το έβαλαν σημάδι κι όταν έσκυψε στο νερό, του άδειασαν το παραμπέλουμ στο κεφάλι, για να τον βράσουν στο καζάνι, για ένα μεγάλο τσιμπούσι.
Ο Χάκερτ νομίζοντας πως την προηγούμενη μέρα έτρεψε τους αντάρτες σε φυγή, λύνει την επιφυλακή του και ανοίγει τον ασύρματο, περιμένοντας εντολή να κινηθεί προς το Λιδωρίκι. Δεν έβγαλε μόνιμα φυλάκια στις κορφές, δεν υπήρχε απειλή… έτσι πίστευε.
Στο μεταξύ φτάνουν οι σύνδεσμοι αξιωματικοί της Συμμαχικής Αποστολής. Είναι ο Αμερικανός υπολοχαγός Μπομπ Φορντ και ο Άγγλος ανθυπασπιστής Τζόε, ο αεροπόρος υπαξιωματικός Τομ και ο Κύπριος λοχίας Πέτρος, που εκτελεί χρέη διερμηνέα. Από ένα λάθος που έκαναν οι σύνδεσμοι, η διαταγή για την κίνηση του λόχου του ανθυπολοχαγού Λάλου Θηριώτη (Οδυσσέα) έφτασε καθυστερημένα, στις 8 το πρωί της 5ης Αυγούστου. Μικρό το κακό, αφού τα κοντινά χωριά στέλνουν στον λόχο τα ζώα που χρειάζεται, για να μεταφέρει τον οπλισμό και να φτάσει εγκαίρως για τη μάχη. Έτσι κι έγινε. Ο Οδυσσέας στήνει τα πολυβόλα του, μοιράζει άνδρες και στόχους στέλνει το σήμα. Όλα είναι έτοιμα. Η αντάρτικη λαβίδα γύρω από τις Καρούτες έχει κλείσει σφιχτά…
Ο Γερμανός διοικητής πέφτει νεκρός με το “καλημέρα”
Ο Ταξίαρχος δίνει το σήμα για να πέσει ο συνθηματικός όλμος. Πριν προλάβει να πέσει όμως, ακούγονται από το χωριό πέντε έξι ξερές τουφεκιές. Τι είχε συμβεί; Το παλικαράκι που κουβαλούσε το σιδερένιο κιβώτιο με τις σφαίρες, θέλησε να πλησιάσει λίγο περισσότερο τον γεμιστή του και γλίστρησε. Ο μεταλλικός ήχος από τις σφαίρες που χύνονται στο έδαφος, ξαφνιάζει τον Γερμανό φρουρό, που φωνάζει “Αλάααρμ”. Μέχρι εκεί. Η πρώτη αντάρτικη μπαταρία τον καρφώνει στον τόπο, ενώ η δεύτερη σκοτώνει κι άλλον σκοπό που ανασηκώθηκε, για να δει τι συνέβη. Είναι 3 και κάτι το μεσημέρι. Η μάχη μόλις άρχισε!
Ξαφνικά γίνεται χαλασμός. Οι όλμοι σμπαραλιάζουν τον καταυλισμό των Γερμανών. Το πρώτο βλήμα πέφτει στον δρόμο προς το νεκροταφείο και κομματιάζει άλογα και μουλάρια. Το δεύτερο κάνει κομμάτια τον ασύρματο και τους χειριστές του. Σιγά σιγά, όλα τα όπλα των ανταρτών μπαίνουν στη μάχη. Χτυπούν το μέρος από την πλατεία προς το νεκροταφείο, σκοτώνοντας τα ζώα που κουβαλούν τον εξοπλισμό. Οι αντάρτες ξανοίγονται ακάλυπτοι και χύνονται στη μάχη.
Τρία απανωτά χτυπήματα στον εχθρό στα πρώτα κιόλας λεπτά αφήνουν τους Γερμανούς ακάλυπτους και απροστάτευτους. Ένα βλήμα που σκάει δίπλα στον μεγάλο πλάτανο του χωριού, σκοτώνει τον λοχαγό Χάκερτ. Ο διοικητής τους έχει πέσει νεκρός, χωρίς να έχει προλάβει καν να δώσει διαταγές. Οι επιδρομείς παραμένουν με έναν αξιωματικό, τον Βέμπερς, χωρίς να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα βαριά όπλα τους. Στήνουν όμως έναν αμυντικό “σκατζόχοιρο” στο σχολείο και τα σπίτια του χωριού, πολεμώντας για τη ζωή τους.
Ο πρώτος νεκρός της διμοιρίας και μια αληθινή θυσία
Το σχολείο είναι το πιο δυνατό σημείο της γερμανικής άμυνας κι εκείνο που θα κρίνει τη μάχη. Η τρίτη διμοιρία του Ήφαιστου στο μεταξύ, κατευθύνεται προς την εκκλησία. Ο Ήφαιστος στηρίζει το μάουζερ του και αρχίζει να χτυπά. Ένας Γερμανός νεκρός, πεσμένος ανάσκελα, με μία τόση δα τρυπίτσα στο μεσόφρυδο.
Σ’αυτό το σημείο η διμοιρία έχει τον πρώτο νεκρό της. Ο αντάρτης Κώστας Μπούρας, ο Πρίαμος, ξέφυγε από το πάνω μέρος της εκκλησίας, για να περάσει απέναντι. Ο εχθρός τον αντιλαμβάνεται όμως. Δύο σφαίρες τον βρίσκουν στο στήθος και τον ρίχνουν στο έδαφος.
Ένας πυροβολητής τους ξεπερνάει όλους και τρέχει μόνος και ακάλυπτος στον περίβολο της εκκλησίας. Είναι ο Παναγιώτης Κολοβός από τον Ορχομενό. Οι Γερμανοί τον βλέπουν και στρέφουν το μυδράλιο εναντίον του. Εκείνος στήνει όρθιος πάντα το πολυβόλο του στο πεζούλι. Είναι αργά. Χτυπημένος στα πλευρά, θα αφήσει την τελευταία του πνοή πάνω στο πολυβόλο του. Είναι μία αληθινή θυσία.
Οι Γερμανοί που μπόρεσαν να γλιτώσουν, αποτραβιούνται στα σπίτια της πλατείας, ενώ άλλες δύο διμοιρίες του έκτου λόχου κατηφορίζουν προς το σχολείο, που γίνεται φρούριο. Είναι ένα από τα άκαυτα σπίτια (το χωριό είχαν κάψει οι Γερμανοί και το 1942) και η στέγη του το προστατεύει από τις χειροβομβίδες. Ο εχθρός αναθαρρεύει και αμύνεται, με χειροβομβίδες.
Τότε, ένας μικρόσωμος αντάρτης, ο Κρόνος, θα απαντήσει με χειροβομβίδα. Άλλη λύση από τις χειροβομβίδες δεν υπάρχει. Ένας άλλος μικρόσωμος αντάρτης, ο Σταμάτης Πολιτάνος (Πύργος) θα τολμήσει να πλησιάσει, κρατώντας μία κίτρινη χειροβομβίδα, την οποία πετά μέσα στο σχολείο, από την τρύπα της σόμπας. Το φρούριο έχει ανοίξει την πόρτα του, όμως οι Γερμανοί θα μπουν γρήγορα στη διπλανή αίθουσα. Ακολουθεί μάχη σκληρή για ώρα, με έναν Γερμανό να σκοτώνει αντάρτες που επιχειρούν να εισβάλουν στον “χώρο” τους. Το χτύπημα θα έρθει από τον Κρόνο, τον Βελισσάριο και τον Κουρσάρο, που “γαζώνουν” με ριπές την πόρτα και ρίχνουν κι άλλη χειροβομβίδα. Όσοι βγαίνουν έξω, παραδίδονται νικημένοι. Η ώρα είναι πέντε… Το σχολείο είναι πια λάφυρο του έκτου λόχου.
Η μάχη συνεχίζεται στα πρώτα ορεινά σπίτια. Και εδώ κοστίζει πολύ αίμα. Οι αντάρτες δίνουν μάχη από φράχτη σε φράχτη και από τοίχο σε τοίχο, για περισσότερο από μιάμιση ώρα. Κανείς δεν περίμενε τόσο λυσσασμένη αντίδραση. Ο Οδυσσέας βλέπει με τα κυάλια του τι συμβαίνει και προστάζει τα μπροστινά του πολυβόλα, να βοηθήσουν. Οι Γερμανοί δέχονται πισώπλατα χτυπήματα, ενώ οι αντάρτες ξεπηδούν από τους φράχτες και μπαίνουν στα πρώτα σπίτια.
Ο κατά λάθος θάνατος του Ατρόμητου που “πάγωσε” τους αντάρτες
Στο ξεκαθάρισμα των βορινών σπιτιών, πέφτει νεκρός ο Ατρόμητος. Είναι ο πιο αδικοχαμένος από όλους τους νεκρούς. Έχοντας αντιληφθεί την ύπαρξη ενός ξεχασμένου μυδραλίου, αποφασίζει να το αρπάξει μόνος. Κάνει σήμα στους συντρόφους του και φεύγει. Άσπρος όπως ήταν και ξανθός, φορά στο κεφάλι του κράνος και κρατά ένα μάουζερ, λάφυρο από Γερμανό λοχία, που σκότωσε στη μάχη της Άμφισσας. Ξεπαστρεύει κάμποσους Γερμανούς και ανασηκώνεται και αρπάζει το μυδράλιο. Τότε, τον βλέπουν δύο – τρεις εφεδροελασίτες και πιστεύοντας πως είναι Γερμανός, τον σκοτώνουν κατά λάθος.
Ο ανταρτοπόλεμος συνεχίζεται. Από τα σπίτια που καταλαμβάνονται, οι Γερμανοί βγαίνουν με τα χέρια ψηλά, δηλώνοντας την παράδοσή τους. Οι μάχες όμως μεταφέρονται στα διπλανά σπίτια, όπου ο εχθρός έχει ταμπουρωθεί. Τα σπίτια και οι μισοπεθαμένοι από τα τραύματά τους Γερμανοί σταδιακά πέφτουν στα χέρια των ανταρτών.
Σε ένα σπίτι, ο Λυκούργος καλεί τους τραυματισμένους Γερμανούς να παραδοθούν. Πιστεύοντας ότι δεν θα αντισταθούν άλλο, μένει ακάλυπτος. Ένα αυτόματο μάρσιπ ξεπροβάλλει από τη γωνία του σπιτιού και αδειάζεται πάνω του. Θερισμένος από σφαίρες, πέφτει στο έδαφος. Οι άντρες του τον σηκώνουν συντετριμμένοι. Η ώρα είναι ήδη 5.30μμ.
Στα “πόδια” του χωριού, χαμηλά, δίνεται μάχη με πρωταγωνιστές τους εκκαθαριστές. Τη μεγαλύτερη θραύση κάνουν εδώ τα πολυβόλα του Οδυσσέα. Οι περισσότεροι Γερμανοί έχουν “γαζωθεί” από τις ριπές. Εφεδρικοί, βαθμοφόροι και οδηγοί έχουν βαλθεί, να ξεκαθαρίσουν τον τόπο από τους τρυπωμένους Γερμανούς. Εκεί θα βρει τον θάνατο ο Θανάσης Γκόλφης (Καπαρός), ένας 28χρονος χωρικός από τη Λεύκα, που άφησε το πρωί το περιβόλι του για να πολεμήσει. Παρακάλεσε τους αντάρτες να του δώσουν όπλο, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν και του ζήτησαν να φύγει. Εκείνος φεύγοντας, πήρε μαζί του μία καραμπίνα και βρέθηκε κοντά στους εφεδρικούς.
Το τελευταίο οχυρό και η παράδοση
Σε ένα άλλο σπίτι, με μεγάλη τριγυριστή μάντρα, οι Γερμανοί κρατάνε ακόμα το (προ)τελευταίο τους οχυρό, που θα πέσει με χειροβομβίδες και τη βοήθεια των ανταρτών που έχουν “καθαρίσει” τα άλλα σημεία και σπεύδουν για βοήθεια. Το τελευταίο οχυρό είναι στα τσιμαρέικα, στα δύο ή τρία καμμένα σπίτια, έναν τόπο δυο στρέμματα όλον κι όλον.
Τριάντα Γερμανοί με δύο πολυβόλα, χειροβομβίδες και αυτόματα μάχονται μέχρις εσχάτου, αποφασισμένοι για όλα. Φράχτες, χώματα, ντουβάρια τινάζονται στον αέρα από τη σφοδρότητα της μάχης. Οι Έλληνες μετρούν θύματα πολλά, ο τόπος γεμίζει τραυματίες. Ένας επονίτης 18 ετών, ο Λάμπρος από τη Θήβα, είναι ο πιο μικρός από τους νεκρούς αντάρτες.
Στο σημείο αυτό, η μάχη φαίνεται να έχει κερδηθεί, όμως οι Γερμανοί δεν παραδίδονται. Οι αντάρτες παίρνουν από τα λάφυρα τα αυτόματα, σφαίρες, χειροβομβίδες και προχωρούν. Ένας νεαρός, ο Γιάννης Τριανταφύλλου, ξέρει πώς να τους βγάλει από το σπίτι. Είναι το σπίτι του!
Το τέλος πλησιάζει. Το εχθρικό οχυρό έχει σιγάσει και τώρα κατευθύνονται προς τα εκεί και οι άνδρες του έκτου λόχου, που έχουν στο μεταξύ καθαρίσει όλη την πλαγιά και τα σπίτια. Οι Γερμανοί είναι από παντού περικυκλωμένοι. Ζητούν να παραδοθούν σε Έλληνα αξιωματικό.
Ο Ολύμπιος πετάει την εξάρτησή του και πλησιάζει. Από την κρυψώνα, ένας Γερμανός αξιωματικός με αίματα στο δεξί χέρι και την πλάτη, εμφανίζεται. Είναι ο υπολοχαγός υποδιοικητής του εχθρικού τάγματος. Χαιρετίζει τον Έλληνα στρατιωτικά και παρουσιάζεται:
– Όττο Βέμπερς, Ομπερλώυτναντ.
– Οφιτσίρ, του απαντά ο Ολύμπιος και του δίνει το χέρι, δείχνοντας τους Γερμανούς που περιμένουν με έτοιμα τα όπλα τους. Οι αντάρτες θα σεβαστούν όλους τους αιχμαλώτους, όπως βεβαιώνει και με λόγο τιμής, σαν αξιωματικός προς αξιωματικό.
Ο Βέμπερς αποφασίζει να παραδοθεί. Σηκώνει το χέρι ψηλά και καλεί τους άνδρες του κοντά του. Με το άλλο χέρι, φέρνει στα χείλη τη σφυρίχτρα και σφυρίζει τη λήξη του αγώνα. Οι Γερμανοί παραδίνονται.
Η ώρα είναι 7.30 μ.μ. Η μάχη στις Καρούτες τελείωσε…
“Αυτός ο αντάρτικος στρατός πρέπει να τιμηθεί. Είναι ο λαός που στρατεύτηκε μόνος του και πολέμησε αβοήθητος τους ξένους κατακτητές. Είναι οι απροσκύνητοι, που έκαναν την Αντίσταση”. Η. Παπανικολής
Πηγή: Η Μάχη στις Καρούτες (5.8.44) – Ιστορημένη από τον Η. Παπανικολή” – Έκδοση 1983