«Ηταινία είναι η δυνατή ιστορία ενός Ρωμαίου και μιας Ιουλιέτας από το Αφγανιστάν, από την οποία περισσεύει κάθε σκηνοθετικό τερτίπι. Δεν έκανα κάτι για να τους πείσω. Μόνοι τους αποφάσισαν να πουν πρώτη φορά δημόσια την ιστορία τους σ’ εμάς».
Είκοσι έξι χρόνια μετά το «ROM», η επιστροφή του Μενέλαου Καραμαγγιώλη στο ντοκιμαντέρ είναι ευχάριστη είδηση. Το «Μίλαντ – Ο πλανήτης μου…» κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή στο 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Το γύρισε μόνος του, με την πολύτιμη βοήθεια της Μαρίας Καλδάνη και της Κατερίνας Πούτου στην έρευνα.
Επί τρία χρόνια κατέγραφε το περιπετειώδες ταξίδι του Τζελανί και της γυναίκας του. Ξεκίνησαν ως ερωτευμένο ζευγάρι, κυνηγημένο από το Αφγανιστάν, αφού οι διαφορετικές φυλές στις οποίες ανήκουν έχουν μεταξύ τους εμφύλιο. Ονειρό τους ήταν η Ευρώπη, όχι η Ελλάδα. Στο μεταξύ έκαναν παιδιά, χωρίστηκαν για λίγο στον Εβρο, ξαναέσμιξαν, έφτασαν όλοι στην Αθήνα, έζησαν υπαίθρια στην πλατεία Αττικής, βίωσαν τον φόβο, τον αποκλεισμό και το αδιέξοδο. Βρήκαν καταφύγιο στον Ξενώνα Προσφύγων της ΜΚΟ «Αρσις», έφυγαν όταν έκλεισε.
Και τότε οι γονείς βρέθηκαν αντιμέτωποι με το δίλημμα: να πιστέψουν τον διακινητή και να αφήσουν την 7χρονη κόρη τους να πάει ασυνόδευτη στη Γερμανία, με την ελπίδα να καταφέρει να τραβήξει κοντά της όλη την οικογένεια; Ηδη είχε φύγει για τη Γερμανία ο 13χρονος γιος του Τζελανί, από την πρώτη γυναίκα του, που πέθανε. Αυτά τα παιδιά μαθαίναν με βίαιο τρόπο πώς βρίσκει κανείς τον πλανήτη του ή πώς τον στήνει εξ αρχής. Και τελικά η Γερμανία είναι λύση ή ένας νέος εφιάλτης;
Συνεχείς ανατροπές
«Βλέποντας αυτό το ντοκιμαντέρ όλοι μας λέμε “εγώ αυτό δεν θα το έκανα ποτέ”. Και εγώ αυτό είπα στην αρχή», παραδέχεται ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης. «Ξεκίνησα να μιλάω με έναν άνθρωπο με τον οποίο διαφωνούσα. Ζώντας όμως την οικογένεια από κοντά και ακούγοντας όλη την ιστορία κατάλαβα ότι η απόλυτη θεωρία μου δεν θα ήταν και τόσο απόλυτη αν ήμουν στη θέση του. Αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης των ταινιών. Για να καταλαβαίνουμε καλύτερα αυτό που συμβαίνει γύρω μας».
Με ρεαλισμό, αποφεύγοντας τους συναισθηματισμούς, αλλά διεγείροντας τα συναισθήματα του θεατή μέσα από μια αφήγηση σε μίνιμαλ κινηματογραφική φόρμα, ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης αφουγκράζεται την ιστορία της οικογένειας. «Κάθε φορά έμπαινε και ένα λιθαράκι του μωσαϊκού και συγχρόνως παρακολουθούσαμε την προσπάθειά τους να φύγουν από την Ελλάδα. Οταν ξεκινήσαμε ήταν απόλυτα καταδικασμένοι, χωρίς καμία ελπίδα ότι μπορεί να τους δοθεί η δυνατότητα να επιβιώσουν. Στο τέλος, με μαγικό τρόπο, δρομολογείται μια λύση».
Ο ξενώνας της ΜΚΟ «Αρσις»
Διότι στην εξέλιξη της ιστορίας συμβαίνουν συνεχείς ανατροπές. «Γι’ αυτό αγαπώ αυτή την ταινία», λέει ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης. «Εχει όλους τους νόμους της μυθοπλασίας, κάτι που θεωρώ πεμπτουσία για το ντοκιμαντέρ, αλλιώς το είδος δεν θα με ενδιέφερε. Ενώ ζούμε την αγωνία για το αν τα παιδιά είναι καλά, για το αν θα πάει ή δεν θα πάει η οικογένεια στη Γερμανία, έρχεται μια ανατροπή που δεν την περιμέναμε. Αν έκανα μια ταινία μυθοπλασίας για το θέμα, θα είχε την ίδια εξέλιξη και το ίδιο καστ».
Ο Μενέλαος Καραμαγγγιώλης θίγει το θέμα της διαβίωσης και του αποκλεισμού των ξένων στη χώρα μας. «Η Ελλάδα είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που συναντούν, αλλά σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες λειτουργεί σαν φυλακή. Οταν φτάσουν εδώ, δεν μπορούν να πάνε ούτε μπροστά ούτε πίσω. Βρίσκονται εγκλωβισμένοι. Το θέμα είναι να τους βοηθήσουμε να προχωρήσουν παρα- πέρα. Ανάμεσα στο να είναι κλεισμένοι στην Αμυγδαλέζα ή να ζουν στα πάρκα έρμαια του κάθε διακινητή, υπάρχουν ενδιάμεσες λύσεις. Οπως ο ξενώνας της ΜΚΟ “Αρσις”. Δυστυχως έκλεισε, γιατί κάποιοι από την προηγούμενη κυβέρνηση δεν φρόντισαν εγκαίρως να εκταμιευθούν τα χρήματα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Αυτές είναι απαραίτητες υποδομές, που χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό, όχι τον ελληνικό λαό, και όταν λειτουργούν μπορούν να βοηθούσαν. Εκεί βρίσκουν κοινωνικούς λειτουργούς, δικηγόρους, δασκάλους, γιατρούς. Ολοι είναι εθελοντές. Είναι η εικόνα μιας άλλης Ελλάδας, μακριά από τους χρυσαυγίτες».
Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης αποφάσισε να αφηγηθεί κινηματογραφικά την ιστορία της οικογένειας του Τζελανί από αγάπη. Την αγάπη του για τον Μίλαντ, το τρίτο παιδί της οικογένειας, που γεννήθηκε καθ’ οδόν προς την Ελλάδα. «Στην ουσία ήταν η γέφυρά μου μαζί τους, γιατί ήταν ο μόνος που μιλούσε ελληνικά. Θα ήθελα πολύ να είναι δικό μου παιδί», λέει. «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι στο τέλος της ταινίας θα υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα ήθελαν να έχουν δικό τους παιδί τον Μίλαντ».
Οσο για τον ίδιο, «το μόνο που με κάνει να ζω σ’ αυτή τη χώρα είναι γιατί νιώθω ότι δεν έχουν χαθεί όλα. Και δεν μπορουν να χαθούν όσο είμαστε αλληλέγγυοι και με κατανόηση. Αυτά δεν θα μπορέσουν να μας τα αφαιρέσουν ποτέ. Περιβαλλόμαστε από συγκλονιστικές ιστορίες, αλλά δεν στεκόμαστε λίγο να τις δούμε και να τις ακούσουμε. Εχουμε τα μάτια μας στην οθόνη του κινητού μας ή της ταμπλέτας μας. Αν σταθείς όμως σε αυτές τις ιστορίες, μπορεί να δεις την πραγματικότητα των μεταναστών με διαφορετικό και δημιουργικό τρόπο. Είναι άνθρωποι που μοιάζουν καταδικασμένοι, αλλά αποδεικνύουν ότι μπορεί κανείς να άρει την καταδίκη. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος για την ταινία. Για να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να κατηγορούμε και να κριτικάρουμε αποφάσεις ανθρώπων, που πασχίζουν να επιβιώσουν. Ηθελα να δείξω ότι άνθρωποι που για πολλούς μοιάζουν τέρατα, μπορεί να είναι αγωνιστές. Και κυρίως ότι δεν έχουν επιλογές».