Την απαξίωση και την αποστροφή των πιο παραγωγικών ηλικιών έχουν «κερδίσει» τα δελτία ειδήσεων των ιδιωτικών καναλιών και οι πρώην μεγάλες εφημερίδες.
Όσες έρευνες κι αν πραγματοποιούνται από τις εταιρείες δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα, καταλήγουν πάντα στο ίδιο συμπέρασμα. Ο κόσμος δεν εμπιστεύεται για την ενημέρωσή του ούτε τα τηλεοπτικά κανάλια ούτε τις πολιτικές εφημερίδες.
Παρόλα αυτά τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και οι παλιοί εκδοτικοί όμιλοι (ή οι νέοι με τους ίδιους παλιούς δημοσιογράφους) εξακολουθούν να ορίζουν αυτό που λέμε κυρίαρχη αφήγηση.
Τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων κι εφημερίδες που βρίσκονται στον πάτο την ενημέρωσης δεν έχουν αλλάξει καθόλου τη στάση τους από τότε που όλοι μάθαμε ότι η χώρα χρεοκόπησε.
Ακολουθούν το ίδιο μοντέλο και τις ίδιες τακτικές, οι οποίες λίγο-πολύ μπορούν να περιγραφούν ως «πρακτική της σακούλας».
Οι εφημερίδες –ειδικά οι κυριακάτικες- έρχονται κάθε εβδομάδα παρέα με μια σακούλα γεμάτη αηδίες. Από ξεχασμένα CD παρηκμασμένων μουσικών, μέχρι τις περιπέτειες των Μαζού εντ δε Ζου και κουπόνια για τα τυριά στο σούπερ μάρκετ.
Τα δελτία ειδήσεων, από την άλλη, «κλέβουν» ακροαματικότητες από τις σαπουνόπερες των απλήρωτων ηθοποιών ακολουθώντας την πρακτική του λεγόμενου lead in, για να φουσκώσουν τα νούμερά τους και να δείξουν ότι ο κόσμος τούς δείχνει και πάλι εμπιστοσύνη.
Σακούλες με δώρα και κρυόπλαστες σειρές είναι η απάντηση των παραγόντων καναλιών κι εφημερίδων στην απαξίωση που έχει περιέλθει το ενημερωτικό τους περιεχόμενο. Ένα περιεχόμενο το οποίο οι ίδιοι φρόντισαν να απαξιώσουν ακολουθώντας την ίδια κι απαράλλαχτη γραμμή στον τρόπο με τον οποίο μεταδίδουν τις ειδήσεις.
Όταν ένας σταθμός περιγράφει με μια φωτοτυπημένη ρητορική τις εξελίξεις, τότε το αποδέχεσαι κι απλώς αλλάζεις κανάλι. Όταν όμως όλοι οι σταθμοί κι όλες σχεδόν οι εφημερίδες κάνουν το ίδιο, τότε καταλαβαίνεις πως την ώρα που η προπαγάνδα μπαίνει από την πόρτα, ο πλουραλισμός έχει ήδη πηδήξει απ’ το παράθυρο.
Τα τέσσερα τελευταία χρόνια η δημοσιογραφία στην Ελλάδα έχει κατρακυλήσει δεκάδες θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη για την ελευθερία του Τύπου. Κι αυτό έχει γίνει –κυρίως- επειδή τα Μέσα Ενημέρωσης έπαψαν πλέον να διατηρούν και το παραμικρό άλλοθι των προηγούμενων ετών στα ενημερωτικά τους προγράμματα κι ακολούθησαν τη γραμμή των συμφερόντων των ιδιοκτητών τους.
Παράλληλα, τα χρήματα για τη λεγόμενη ερευνητική δημοσιογραφία εξαφανίστηκαν. Την εποχή του διαδικτύου και της άμεσης ενημέρωσης κι επαφής με τον έξω κόσμο, τα κανάλια γέμισαν με ερασιτεχνικά βίντεο από μπλογκς επειδή δεν υπάρχουν πλέον τα χρήματα ούτε για να διατηρηθεί μια αξιοπρεπής δημοσιογραφική παρουσία σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Φυσικά, δεν μιλάω για το άνοιγμα στον υπόλοιπο πλανήτη. Αυτό έχει περιέλθει πλέον στην αποκλειστική αρμοδιότητα των μεταφραστών οι οποίοι υποτιτλίζουν σαν τρελοί τα βίντεο από τα ξένα δίκτυα.
Η λογική της σακούλας και της σαπουνόπερας κυριαρχεί σήμερα σε όλα σχεδόν τα Μέσα Ενημέρωσης. Ακόμη και οι διαφημίσεις τους έπαψαν να στέκονται στην δημοσιογραφική εργασία κι έγιναν ένα ατελείωτο soundtrack των CD της επόμενης Κυριακής.
Φυσικά, σχεδόν κανένα Μέσο δεν πόνταρε στη διαδικτυακή του παρουσία στον τομέα της ενημέρωσης. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων και οι κυβερνητικές διαρροές να είναι καλά, κι όλα τα άλλα τα φροντίζουν οι κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι των sites οι οποίοι στο κάτω-κάτω δεν έχουν κανένα λόγο να διασταυρώσουν μια είδηση και να εμβαθύνουν την έρευνά τους, όταν αμείβονται με 300 και 400 ευρώ το μήνα. Αναλώσιμοι είναι κι ως αναλώσιμοι συμπεριφέρονται.
Οφείλω να ομολογήσω ότι είναι θαύμα που υπάρχει ακόμη δημοσιογραφία στην Ελλάδα σήμερα. Προσωπικά πιστεύω ότι η δημοσιογραφία στη χώρα μας είναι κάτι σαν τις δημόσιες υπηρεσίες-φαντάσματα που υπάρχουν εδώ και δεκαετίες μόνο και μόνο για να δικαιολογούνται κάποιες αργομισθίες.
Φυσικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, όμως κι αυτές δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη γενική μετριότητα διότι πολύ απλά έχουν αποδεχθεί το ρόλο τους και προσπαθούν να μαζέψουν κατιτίς από τα ψίχουλα των «μεγάλων». Αν είχαν μυαλό και δεν αναλώνονταν σε ομηρικές συγκρούσεις για τα αποφάγια των χρεοκοπημένων αφεντικών τους, θα κατάφερναν εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια να ξεχωρίσουν μέσα από τη θολούρα του διαδικτύου και να προσφέρουν στον αναγνώστη ένα προϊόν που έχει ξεχάσει πλέον πώς είναι.
Βέβαια, όλα αυτά εξαρτώνται ως ένα βαθμό κι από το διαφημιστικό περιβάλλον αλλά και τους όρους με τους οποίους μοιράζεται το χρήμα.
Όμως, είπαμε. Τα πάντα έχουν άμεση σχέση με την κατάσταση την οποία ζούμε. Αλλιώς θα ήταν τα πράγματα αν η συντριπτική πλειοψηφία του αναγνωστικού κοινού αναζητούσε την είδηση από πηγές που δεν εξαρτώνται από κανέναν, κι αλλιώς να στήνεται στην ουρά των sites μεγαλοδημοσιογράφων οι οποίοι εδώ και 40 χρόνια υπηρετούν τα ίδια ακριβώς αφεντικά.
Στην τελική, ό,τι πληρώνεις παίρνεις. Γι’ αυτό κι είναι πλέον κανόνας ότι οι Έλληνες έχουν τη δημοσιογραφία που τους αξίζει.
(Το δελτίο ειδήσεων της ΝΕΡΙΤ είναι μια κατηγορία από μόνο του. Σε ένα ντοκιμαντέρ του μέλλοντος γι’ αυτό το θέμα, ο ιστορικός θα αναλύει πώς ήταν η ελεγχόμενη ενημέρωση από το ίδιο το κράτος)
( Μου αρέσουν πολύ όλα τα κυριακάτικα πρωτοσέλιδα των μεγάλων εφημερίδων, επειδή δεν είναι μονάχα ομοιόμορφα στις ειδήσεις αλλά είναι ολόιδια και στις διαφημίσεις)