Ο Ντον Γκάρντνερ, ιδρυτής ενός εκ των κοινωνικών παντοπωλείων στην πόλη Κόμπορν της Κορνουάλης
Η πρώτη ερώτηση που τέθηκε στον Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον, στην πρώτη του τηλεοπτική προεκλογική εμφάνιση την Πέμπτη, ήταν εάν γνωρίζει πόσες «τράπεζες τροφίμων» για φτωχούς και άπορους έχουν ανοίξει επί πρωθυπουργίας του. Ο Κάμερον προσπάθησε να ξεγλιστρήσει λέγοντας πόσες θέσεις εργασίας «έχει δημιουργήσει», αλλά η αλήθεια για την πλούσια Βρετανία είναι τελείως διαφορετική.
Για τους πλέον φτωχούς μεταξύ των Βρετανών η επισιτιστική βοήθεια εξελίσσεται σε βασικό μέσο επιβίωσης, γράφει το euractiv.com σε σχετικό ρεπορτάζ, επισημαίνοντας ότι ο αυξανόμενος αριθμός των πολιτών που στρέφονται στις τράπεζες τροφίμων των φιλανθρωπικών οργανώσεων για την επιβίωσή τους είναι ένα θέμα που έχει ανέβει ψηλά στην πολιτική ατζέντα, εν όψει των εκλογών της 7ης Μαΐου.
Ένας από αυτούς είναι ο Ντέιβιντ Κλαρκ. Κρατώντας σφιχτά μια τσάντα με μακαρόνια, κομπόστες και κρέας, ο 54χρονος Ντέιβιντ επισκέφθηκε το κοινωνικό παντοπωλείο για έκτη φορά μέσα σε λίγες εβδομάδες. Η γυναίκα του, λέει, πάσχει από καρκίνο και ο ίδιος δεν μπορεί να δουλέψει αυτή την περίοδο.
Ο Κλαρκ ζει στο Κάμπορν: χερσόνησος στην Κορνουάλη που είναι περισσότερο γνωστή για τις παραλίες της, τα εξοχικά της και την πλούσια ιστορία της και λιγότερο ως μία από τις πιο φτωχές περιοχές της χώρας, με ετήσιες αποδοχές κατά μέσο όρο 20.000 ευρώ τον χρόνο – πέντε φορές χαμηλότερες απ’ ό,τι στο Λονδίνο.
Στο κοινωνικό παντοπωλείο, πίσω από την εκκλησία, προσφεύγουν όλες οι ηλικίες. Όπως η 32χρονη Νίκολα Μπάκα που έχει τέσσερα παιδιά. «Μας έχουν αφήσει με πολύ λίγα χρήματα», είπε, αφού όλα τα επιδόματα κόπηκαν και όχι «από δικό μας φταίξιμο. Τα τρόφιμα είναι το τελευταίο πράγμα που μπορούμε να περικόψουμε. Και με τέσσερα παιδιά…. θα πρέπει να τα ταΐζουμε».
Η πρώτη τράπεζα τροφίμων στο Κάμπορν άνοιξε το 2009, όταν άρχισε να κλιμακώνεται η οικονομική κρίση. Αλλά αντί να μειώνεται η πελατεία της όσο ενδυναμώνει η οικονομία, συμβαίνει το αντίθετο. Οπως λέει ο ιδρυτής της 70χρονος Ντον Γκάρντνερ, από τα περίπου 150 γεύματα που μοίρασε τον πρώτο μήνα λειτουργίας, τώρα είναι κατά μέσο όρο 2.000 την εβδομάδα.
Η φτώχεια στη Βρετανία δεν αφορά πλέον μόνο τους πολύ λίγους του περιθωρίου. Υπάρχουν τουλάχιστον 850 τράπεζες τροφίμων σε όλη τη χώρα και ανοίγουν κι άλλες κάθε χρόνο, σύμφωνα με έρευνα επιτροπής της Βουλής για την πείνα στη Βρετανία που δόθηκε πέρυσι στη δημοσιότητα. Το φορολογικό έτος 2013-2014, η μη κυβερνητική φιλανθρωπική οργάνωση Trussell Trust, που διαχειρίζεται περίπου 400 κοινωνικά παντοπωλεία, πρόσφερε γεύματα σε 913.000 ανθρώπους, σε σύγκριση με τους 61.000 που ήταν το 2010-2011.
«Η κατάσταση είναι πολύ ανησυχητική», είπε η εκπρόσωπος του Trussell Trust, Άλισον Τζόουνς. «Υπάρχει συνεχής αύξηση και στον αριθμό των κέντρων αυτών διάθεσης τροφίμων και των ανθρώπων που τους εξυπηρετούν την τελευταία 10ετία …και ξεπετάγονται σε όλη τη χώρα, ακόμα και στο Λονδίνο», την πλούσια πρωτεύουσα.
Η κοινοβουλευτική έκθεση αναφέρει ως βασικούς λόγους την αύξηση κατά 47% των τιμών των τροφίμων από το 2003 μέχρι το 2013 και κατά 30,4% στο κόστος στέγασης, την ώρα που οι αντίστοιχες αυξήσεις των μισθών δεν ήταν ισάξιες. Και σε αυτό το δεδομένο ήρθε να προστεθεί και η πολιτική λιτότητας που ακολουθεί η κυβέρνηση Κάμερον, κυρίως σε ό,τι αφορά τα επιδόματα και το κοινωνικό κράτος, προκειμένου να μειώσει το δημόσιο χρέος.
«Υπάρχει μια αλλαγή στην πολιτική κουλτούρα στη Βρετανία από πολιτική κατά της φτώχειας σε πολιτική κατά των φτωχών» υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι Τζοάνα Μακ και Στιούαρτ Λάνσλεϊ. «Κι αυτή η σκληρή στάση απέναντι στους φτωχούς έχει χρησιμοποιηθεί για να συρρικνωθεί το κράτος και να δικαιολογηθούν οι βαθιές περικοπές στα επιδόματα».
Ο ηγέτης των Εργατικών -που έπονται στην τελευταία δημοσκόπηση έναντι των κυβερνώντων Συντηρητικών- κατηγορεί τον Κάμερον ότι δημιουργεί «μια χώρα που βασίζεται στην αυξανόμενη ανισότητα». Και ο Κάμερον απαντά ότι η κυβέρνησή του «είναι αυτή που δίνει δουλειές στο κόσμο βγάζοντάς τον από τη φτώχεια».
Στο Κάμπορν της Κορνουάλης -και όχι μόνο- αυτή η πολιτική συζήτηση είναι εκτός πραγματικότητας. «Κανείς δεν νοιάζεται για μας. Είμαστε ένας ξεχασμένος κόσμος», λέει ο Γκάρντνερ. «Η οικονομική κρίση ήταν σαν τα καρφιά στο φέρετρό μας. Εμείς ήμασταν ήδη μέσα».