Είμαι θλιμμένος. Ο τελευταίος μήνας μου χάρισε ένα έλκος και μπόλικους τόνους θλίψης να βαραίνουν το στήθος μου. Δε βγαίνουν οι μέρες μου, μίκρυνα τις νύχτες μου. Πονάω. Τα κείμενά μου λυγίζουν πριν καν μπουν στις πρώτες ράγες του ειρμού τους. Δε θέλω. Δε θέλω να είμαι πάλι προδομένος. Δεν αντέχω μια ήττα απ’ τους δικούς μου ανθρώπους. Ξανά; Τι διάολο είναι αυτό που λένε εξουσία; Πώς αλλάζει ο κόσμος έτσι μετά το πρώτο κρεββάτι μαζί της; Δίνεις ένα γκλοπ, μια στολή, μια καρέκλα σε κάποιον και ξαφνικά βγάζει νέα ταυτότητα, άλλο όνομα, άλλες μνήμες. Οδηγάει σε άλλο προορισμό. Μα από αλλού ξεκινήσαμε καλέ μου! Ξεχνάς; Για αλλού είχαμε χαράξει. Πώς μπορείς και ξεχνάς; Εγώ είμαι ίδιος, είμαι εδώ και παλεύω γι’ αυτούς που πάλευα και χτες. Εσύ; Εσύ γιατί έγινες έτσι;
Είμαι θλιμμένος. Όλη τη μέρα στο μαγαζί μιλάω με Έλληνες και ξένους για τη χώρα, για την Ευρώπη, για τον κόσμο ολόκληρο. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι συζητήσεις καταλήγουν σε ένα «γαμώτο», σε ένα «δεν πάει άλλο, ας βγουν μπροστά οι άνθρωποι, όχι οι τράπεζες», σε ένα «τέρμα, το φυτίλι έχει ανάψει». Άντε με το καλό, λέω εγώ. Τούτος θα είναι ένας χειμώνας που η Ελλάδα πάλι θα φορέσει τα μαύρα για τα παιδιά της που θα πεθαίνουν, για τους ηλικιωμένους της που θα πεθαίνουν, για τους αστέγους της που θα πεθαίνουν. Ετούτος ο χειμώνας δε θα είναι δύσκολος απλά. Θα είναι ο πιο δύσκολος. Κι εμάς θα μας βρει στις επάλξεις. Αν πέρυσι δυο φορές, αν πρόπερσι μία φορά, τότε φέτος εκατό φορές περισσότεροι οι λόγοι για να ‘μαστε εκεί. Αλληλεγγύη είναι η μία λέξη. Σύγκρουση είναι η άλλη. Αλληλεγγύη στον άνθρωπο που πλήττεται, που χτυπιέται, που εξευτελίζεται, που δολοφονείται. Σύγκρουση με όσους ψυχρά και «There Is No Alternative» φτιάχνουν τα προηγούμενα ρήματα.
Είμαι θλιμμένος. Με τα κορδόνια μου λυμένα περπατάω σε δρόμους ματαιωμένων πόθων. Βρίζω ανάμεσα στα δόντια μου. Αλήτες, δε θα σας χαρίσουμε ούτε την αριστερά, ούτε τα ΟΧΙ μας. Μας ξεγελάσατε και μας νικήσατε για λίγο, για κάτι στιγμές μόνο. Ανασυντασσόμαστε και παίρνουμε θέση. Ετοιμάζουμε τα δικά μας εναλλακτικά, που εθελοτυφλείτε ότι δεν υπάρχουν, και απλώνουμε τα χέρια να σηκώσουμε όσους τσακίζετε στο πέρασμά σας. Την Τετάρτη το βράδυ θα προσπαθήσετε να τελειώσετε ό,τι πριν πέντε χρόνια ξεκίνησαν άλλοι, διαφορετικοί αλλά εν τέλει τόσο όμοιοι με εσάς. Δε φοβόμαστε, δε σας φοβόμαστε κύριε πρωθυπουργέ. Ας προσέχατε τι μας ζητούσατε!
Εσείς όμως «την οργή των νεκρών να φοβάστε και των βράχων τ’ αγάλματα»*. Σας προειδοποιεί ο ποιητής. Τον ακούτε; Μην οχυρώνεστε. Μάταιο είναι.
*Ο απίθανος πίνακας είναι της Μαΐτας Χατζηιωαννίδου (Ma[t]ita Colorata). Ο στίχος στο τέλος του κειμένου του Οδυσσέα Ελύτη από το Άξιον Εστί.
Μπορείτε να βρείτε το Πρόβατο στην σελίδα του στο Facebook εδώ