Του Αλέξανδρου Ζέρβα
Μπορεί να χάσαμε την Έλενα Παναρίτη από εκπρόσωπο της χώρας στο ΔΝΤ μετά τις εντονότατες αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όμως η όλη συζήτηση που έγινε γύρω από το όνομα της, μας θύμισε μια περίπτωση κομματικής πειθαρχίας στα χρόνια των Μνημονίων, η οποία πλέον προκαλεί θυμηδία.
Ήταν 11 Φλεβάρη του 2012, παραμονή της ψήφισης του δεύτερου Μνημονίου με τη μορφή του κατεπείγοντος από τη Βουλή, που συζητιόταν εκείνη τη μέρα στην αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών.
Στη διάρκειά της η κυρία Παναρίτη, τότε βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, εμφανίστηκε λάβρος εναντίον του επίμαχου πολυνομοσχεδίου. Έκανε λόγο για «λάθος διάγνωση της κρίσης, η οποία αποδείχτηκε από το προηγούμενο Μνημόνιο», επεσήμανε ότι οδηγεί τη χώρα σε χρεοκοπία, αλλά και σε άνευ όρων ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας λόγω της υπαγωγής στο αγγλικό δίκαιο. Σε έξαλλη κατάσταση αναρωτήθηκε «πώς μας ζητάτε να ψηφίσουμε ένα τέτοιο κείμενο, το οποίο δεν έχω συναντήσει στα 18 χρόνια που δουλεύω ως οικονομολόγος;»
Λίγες ώρες αργότερα βέβαια η κυρία Παναρίτη φαίνεται πως πείστηκε να ακολουθήσει την κομματική γραμμή και ψήφισε «ναι σε όλα» στην Ολομέλεια της Βουλής. Μαζί της άλλοι 198 βουλευτές απο ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ, πολλοί από τους οποίους υπάκουσαν στην επίκληση της κομματικής πειθαρχίας επαναμβάνοντας τη γνωστή επωδό ότι το κάνουν «με το πιστόλι στον κρόταφο και για τελευταία φορά».
Αντίθετα, πάνω από 40 βουλευτές από το ΠΑΣΟΚ αλλά και τη ΝΔ, πιθανότατα αφουγκραζόμενοι και τη βούληση του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν και διαγράφηκαν μαζικά από τους κυρίους Παπανδρέου και Σαμαρά.
Το θέμα της επιβολής κομματικής πειθαρχίας επανέρχεται εσχάτως στο προσκήνιο με αφορμή το ενδεχόμενο να έρθει προς ψήφιση στη Βουλή η όποια συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, στοχεύοντας αυτή τη φορά στο να κοπούν οι απειλούμενες διαρροές από τους κόλπους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας τόσο του ΣΥΡΙΖΑ (κατά κύριο λόγο) όσο και των ΑΝΕΛ. Χωρίς να θέλω να κάνω ισοπεδωτικές συγκρίσεις, πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση καλό σημαδι.
Πρώτον, γιατί δημιουργεί κακούς συνειρμούς, καθώς είναι μια πρακτική που ακολούθησαν κατά κόρον οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις με τη μορφή του πιο στυγνού εκβιασμού.
Δεύτερον, γιατί προμηνύει πως το επίμαχο νομοσχέδιο πιθανότατα θα έρθει προς ψήφιση χωρίς καμιά ουσιαστική διαβούλευση τουλάχιστον με τους κυβερνητικούς βουλευτές, οι οποίοι θα κληθούν να ψηφίσουν στη λογική του «take it or leave it».
Τρίτον, επειδή το να μπαίνει εκ προοιμίου τέτοιο ζήτημα, τη στιγμή που ακόμη βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση η συμφωνία, μάλλον δεν προδιαθέτει και με τον καλύτερο τρόπο την κοινωνία όσον αφορά στο τελικό περιεχόμενό της.
Με απειλές διαγραφών λοιπόν άκρη πολύ δύσκολα θα βρεθεί. Ιδιαίτερα δε την ώρα που η κυβέρνηση έρχεται όχι απλά να ακυρώσει (έστω και συγκυριακά) βασικές πτυχές του προεκλογικού της προγράμματος, αλλά και να λάβει μέτρα, για παράδειγμα οι ιδιωτικοποιήσεις, τα οποία όπως παραδέχτηκε κι ο πρωθυπουργός στο άρθρο του στη Le Monde, δοκιμάζουν τα όρια των κόκκινων γραμμών της.
Σε τελική ανάλυση, η ελληνική κοινωνία πολύ δύσκολα θα ανεχόταν να ξαναδεί βουλευτές, αυτή τη φορά της Αριστεράς, να ψηφίζουν «με το πιστόλι στον κρόταφο και για τελευταία φορά».
Πηγή:tvxs.gr