Η μεγάλη ηρωίδα, πολύτεκνη μητέρα, της Εθνικής Αντίστασης κατά της Γερμανικής Κατοχής, εκτελέσθηκε από τους φασίστες την αυγή της 8ης Σεπτεμβρίου 1944, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο και χορεύοντας τον χορό του Ζαλόγγου, εμψυχώνοντας μέχρι την τελευταία στιγμή τους υπόλοιπους μελλοθανάτους πατριώτες.
Η Μπουμπουλίνα της Κατοχής
Μια από τις πολλές ηρωικές μορφές που ανέδειξε η αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής ήταν η Λέλα Καραγιάννη. Γεννήθηκε στη Λίμνη Ευβοίας το 1899 και ήταν κόρη του Αθανάσιου Μινόπουλου και της Σοφίας Μπούμπουλη. Παντρεύτηκε τον φαρμακέμπορο Νικόλαο Καραγιάννη στην Αθήνα, με τον οποίο απέκτησε επτά παιδιά.
Από τον Μάιο του 1941, συγκροτεί αντιστασιακή ομάδα και αρχίζει τον αγώνα ενάντια στον κατακτητή. Την απόφασή της ανακοινώνει σητν οικογένειά της, της οποίας και τα μέλη ως ιδρυτές αποτελούν τα πρώτα στελέχη: ο σύζυγός της Νικόλαος και τα παιδία τους Ιωάννα, Ηλέκτρα, Γιώργος, Βύρων, Νέλσων, Νεφέλη και Ελένη. Με κέντρο ένα σπίτι στην οδό Φυλής και το φαρμακείο του άντρα της στην Πατησίων, οργανώνει ολόκληρο δίκτυο απόκρυψης, περίθαλψης και φυγάδευσης στρατιωτών οι οποίοι είχαν ξεφύγει από την αιχμαλωσία. Περιέθαλψε Έλληνες φαντάρους που επέστρεφαν από το μέτωπο και περίπου 140 συμμάχους ενώ νοίκιασε τρία σπίτια στα οποία τους έκρυβε.
Αργότερα, με κέντρο την Μονή του Αγίου Ιερόθεου στα Μέγαρα, συγκροτεί την παράνομη οργάνωση “Μπουμπουλίνα” η οποία έχει χαρακτήρα κατασκοπευτικό και στην οποία συμμετέχουν 140 πατριώτες, άνδρες και γυναίκες.
Με την οργάνωση αυτή καταφέρνει να συλλέγει πληροφορίες με άκρα μυστικότητα από το αρχηγείο των Γερμανών, από το Ναυαρχείο, την μυστική αστυνομία και το Ιταλικό φρουραρχείο. Η Λέλα είχε στήσει ολόκληρο δίκτυο χάρη στη συνεργασία της με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, τον Αρχηγό της Αστυνομίας Άγγελο Έβερτ καθώς και διάφορους αντιφασίστες και αντιναζιστές που υπηρετούσαν μέσα στις υπηρεσίες των στρατευμάτων των κατακτητών, για να της δίνουν πολύτιμες πληροφορίες. Με τη δράση της βυθίστηκαν πολλά πλοία, ανατινάχτηκε το αεροδρόμιο του Τατοϊου και κάηκαν αποθέματα βενζίνης και πυρομαχικών.
Κατορθώνει επίσης να οργανώσει αποδράσεις αιχμαλώτων από το στρατόπεδο Άγγλων αιχμαλώτων της Κοκκινιάς. Για τη φυγάδευσή τους στη Μ. Ανατολή αγοράζει καϊκι, που με καπετάνιο τον Ηλία Χρυσίνη μεταφέρονται οι στρατιώτες στην Αίγυπτο. Από εκεί το καϊκι φέρνει στην Ελλάδα ασυρμάτους και άλλα εφόδια. Σε λίγο καιρό, προστίθενται άλλα δυο καϊκια, με καπετάνιους στο ένα τον Κρητικό Μαμαλάκη και στο άλλο τον Καπετάν Γιαννούλο. Στενοί συνεργάτες της ήταν η Νίκη Χωμενίδου, ο φούρναρης της Κοκκινιάς Παπαβασιλείου, ο υπολοχαγός Κουτρουμπέλης, ο Ηλίας Σκηνίτης.
Στις 23 Οκτωβρίου 1941 συλλαμβάνεται, ύστερα όμως από κράτηση οκτώ μηνών ελευθερώνεται και συνεχίζει τον αγώνα. Το 1944 αναγκάζεται να εισαχθεί στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού και τον Ιούνιου του ίδιου έτους οι Γερμανικές υπηρεσίες έχοντας μάθει για τη δράση της, ετοιμάζονται να τη συλλάβουν. Εκείνη ειδοποιεί τα παιδιά της και όσους συνεργάτες της μπορεί έως τη σύλληψή της στις 11 Ιουλίου του 1944.
Μεταφέρεται στην οδό Μέρλιν όπου και υπόκειται σε πρωτοφανή βασανιστήρια προκειμένου να ομολογήσει, κάτι που δε συμβαίνει ποτέ. Τα χαράματα της 8ης Σεπτεμβρίου 1944, οδηγήθηκε μαζί με εξήντα γενναίους άνδρες και γυναίκες πατριώτες στο Δαφνί, όπου εκτελέστηκε ψάλλοντας τον Εθνικό Ύμνο, εμψυχώνοντας έως την τελευταία στιγμή τους μελλοθανάτους.
Η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε τιμής ένεκεν “Χρυσούν Μετάλλιον” ενώ η προτομή της έχει στηθεί στην οδό Στουρνάρα.