Επικαιρότητα

Λέσβος: ημερολόγια αλληλεγγύης

By N.

August 09, 2015

Οι λέξεις είναι φτωχές για να περιγράψουν αυτό που γίνεται τους τελευταίους μήνες στη Μυτιλήνη, τη Σάμο, τη Λέρο, την Κω και τα άλλα νησιά: κάθε μέρα φτάνουν εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες, πρόσφυγες, κυρίως από το Αφγανιστάν και τη Συρία, άνθρωποι κατατρεγμένοι και τσακισμένοι από τον πόλεμο, που αναζητούν σωτηρία για τους ίδιους και τα παιδιά τους.

Οι λέξεις είναι φτωχές για να περιγράψουν όχι μόνο την τραγωδία, αλλά και την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά. Γιατί, εκτός από το δράμα, τις τρομακτικές ελλείψεις των υποδομών, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, υπάρχει και μια άλλη όψη, φωτεινή, που δεν ξέρουμε καλά ή πολλές φορές την ξεχνάμε: κι αυτή είναι οι συμπολίτες μας, σε τούτα τα νησιά, που έχουν κινητοποιηθεί αγκαλιάζοντας τους πρόσφυγες.

Η «Αγκαλιά» στην Καλλονή της Λέσβου είναι μια ΜΚΟ με σπουδαίο έργο στον τομέα αυτό. Οι άνθρωποί της, από το υστέρημα του χρόνου τους και το περίσσευμα της ψυχής τους, δίνουν καθημερινά τη μάχη της αλληλεγγύης και της αγάπης.

Δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από το «ημερολόγιο» (τις σημειώσεις που κρατάει κάθε βράδυ) ο Γιώργος Τυρίκος-Εργάς, ένας από τους πρωτεργάτες της «Αγκαλιάς». Γιατί μέσα από τις σελίδες αυτού του «ημερολογίου εκστρατείας» (μια διαρκής εκστρατεία που κρατάει χρόνια) αναδεικνύονται ο πόνος και η αγάπη, η δυσκολία και τα γέλιο, ο αγώνας και η φροντίδα — όλα μαζί. Και θα επανέλθουμε.

Στρ. Μπ.  

Γιώργος Τυρίκος-Εργάς

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.7.2015. Το βιβλιαράκι της μικρής Γκαρντένια.

Το πρωί ταΐσαμε βιαστικά τους 30 περίπου ανθρώπους που διανυκτέρευσαν στην Καλλονή: είχαμε νέα από Μόλυβο πως έχουν έρθει περισσότεροι. Μέχρι το μεσημέρι, όπως μπόρεσε ο καθένας από τους βραδινούς είχε φύγει. Το απόγευμα ήρθαν τέσσερα παλικάρια από Αφγανιστάν.

Κάθισαν λίγο να ξεκουραστούν, είδαν γύρω τους: η «Αγκαλιά» ήταν σε κακά χάλια. Δεν προλαβαίναμε να καθαρίσουμε και φώναξα μια εθελόντρια μήπως μπορεί να βοηθήσει. Το απόγευμα με πήρε τηλέφωνο. Είχε πάει «Αγκαλιά» και τα είχε βρει όλα πεντακάθαρα. Οι τέσσερις με είχαν πάρει χαμπάρι πως είχα αγχωθεί και αποφάσισαν, δίχως να μου πουν κουβέντα, να αναλάβουν δράση μόλις έφυγα.

Πρέπει να τους πήρε πάνω από τέσσερις ώρες γιατί τόσο καθαρή η «Αγκαλιά» δεν έχει υπάρξει ποτέ. Αυτό λοιπόν για όσους γκρινιάζουν πως οι πρόσφυγες δεν έχουν την κουλτούρα της καθαριότητας, ξεχνώντας το πόσο εύκολα ένας κυνηγημένος άνθρωπος γίνεται αγρίμι… […]

Αυτές τις μέρες έχουν φτάσει και κούτες από φίλους μας. Δεν έχουμε προλάβει να τις ανοίξουμε όλες. Μέσα έχει εφόδια και πολλή αγάπη που μας δονεί τα ακροδάχτυλα και μας κάνει να νιώθουμε λιγότερο μόνοι μέσα σε ετούτη την αναλγησία.

Σήμερα ένα μικρό Συριάκι (Γκαρντένια το μυρωδάτο της όνομα) μου έκανε δώρο ένα μικρό Κοράνι. Η μαμά της μου είπε να το κρατήσω και να θυμάμαι πως το είχε πάνω της η μικρή Γκαρντένια όταν ήταν μέσα στη βάρκα και όταν έπεσε μέσα στο νερό. «Για κοίτα το, ακόμα μουλιασμένο από τη θάλασσα είναι».

Ένα μικρό πράσινο, βρεγμένο βιβλιαράκι που ήταν στο στήθος ενός μωρού πρόσφυγα, ακριβώς πάνω από εκεί που η καρδιά του μέσα στο ψύχος του σκοτεινού νερού χτυπούσε πεισματάρικα να ξεφύγει από τον πόλεμο και τον θάνατο… Ο ήλιος θα βγει πάλι αύριο, με ή χωρίς εμάς. Αύριο είναι μια άλλη μέρα.

31.7.2015. Eίναι ένα παιδί από την Άγρα που φτιάχνει και πουλάει παραδοσιακό γιαούρτι. Μειλίχιος, λιγομίλητος πάντοτε. Δε θα ξεχάσω ποτέ που τον είδα ένα βράδυ, πολύ αργά, να σταματάει έξω από την «Αγκαλιά». Ήμουν σε ένα στενάκι και δεν με είχε καταλάβει. Είχε σχολάσει μόλις από ένα πολύ κουραστικό (το καθημερινό του) δρομολόγιο. Άραξε και έβγαλε γιαούρτια για τους πρόσφυγες, μοίρασε τουλάχιστον πενήντα κεσεδάκια.

Θα μπορούσε να τα είχε πουλήσει την επαύριο. Τον παρακολούθησα κρυφά, απίθωνε ένα-ένα γιαούρτι στα πόδια των μανάδων, τα έδινε με χαμόγελο στα πιτσιρίκια. Μετά κατάλαβε πως δεν είχε κουταλάκια. Έξυσε το κεφάλι του… πήγε πίσω στο φορτηγάκι του και έφερε ένα δικό του γιαούρτι. Δίπλωσε το καπάκι στα δυο και έδειξε στους ανθρώπους πως να φάνε τα γιαούρτια. Έφαγε και το δικό του. «Καληνύχτα», είπε φεύγοντας. «Υπομονή». Κανείς δεν τον κατάλαβε, όλοι όμως είπαν «σούκραν» ή «τασακούρ» [=ευχαριστούμε, ευχαριστούμε πολύ] με τον θερμότερο τρόπο.

Δεν του είπα ποτέ ότι τον είδα εκεί. Αν το διαβάσει από εδώ, που ξέρω ότι θα το διαβάσει, να ξέρει πως σε τέτοια μαθήματα ανθρωπιάς εγώ προσκυνώ και νιώθω μικρός και ασήμαντος. Είσαι νέος άνθρωπος και μου έμαθες ό,τι δεν μου έχουν μάθει πάνσοφοι καθηγητάδες στη Σορβόννη. Με μια κίνηση που δεν θα την μάθαινε ποτέ κανείς.

5.8.2015. Πριν κάμποσες μέρες πέρασε ένας τσομπάνης από την «Αγκαλιά» μαζί με τον μικρό γιο του. Είχαν μόλις αρμέξει τα κατσίκια τους. Κοντοσταμάτησε και κοιτούσε με περιέργεια, όπως κάνουν τόσοι και τόσοι αδιάφοροι περίεργοι, λες και οι πρόσφυγες είναι έκθεμα τσίρκου. Πάτησε γκάζι και έφυγε, τον συνόδευσαν ορισμένα μπινελίκια μου ειπωμένα σιγανά. Κι όμως σε κανένα μισάωρο γύρισε. Είχε βράσει μια μεγάλη καρδάρα γάλα.

Την βαστούσε ο μικρός του και μου την έδωσε. Ο τσομπάνης μου είπε ψιθυριστά «για τους ανθρώπους, το γάλα το δίνει ο Γ…» και έδειξε το παιδί του. Ο μικρός ήπιε ένα ποτήρι γάλα μαζί με άλλα παιδιά από Συρία, έπαιξε κανένα μισάωρο μαζί με δυο συνομηλίκους του. Ο πατέρας του με ρωτούσε για την ιστορία αυτών των ανθρώπων. Ο τσομπάνης που σας λέω, δεν έχει βγάλει ούτε καν δημοτικό. Έφυγε δακρυσμένος. Έκτοτε κάθε τόσο μας φέρνει βρασμένο γάλα, το αφήνει στην «Αγκαλιά» δίχως να πει λέξη ή το βρίσκουμε κάθε τόσο εκεί, σε μια συγκεκριμένη γωνιά, πρωί-πρωί…

Προχτές συνέβη και κάτι ακόμα. Βρήκα δυο πρόσφορα άκοπα πάνω στο τραπέζι στην είσοδο. Ένα μικρό σημείωμα το έχω κρατήσει σαν θησαυρό. «Πεσκέσι από τους πεθαμένους μας, τη γιαγιά μου πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, στους πρόσφυγες της Συρίας, Υπέρ αναπαύσεως Γ.Κ…»

Πεσκέσια από ζωντανούς και νεκρούς, πεσκέσια από όμορφους ανθρώπους. Αντίδοτα στην ασχήμια. 

*Ο Γιώργος Τυρίκος-Εργάς είναι συγγραφέας, υποψήφιος διδάκτορας λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

enthemata