Επικαιρότητα

Λαϊκισμός, δημοκρατία και γιατί πρέπει να κερδίσουν οι λαϊκιστές -Του Μιχάλη Θεοδοσιάδη

By Μιχάλης Θεοδοσιάδης

January 19, 2015

Καθώς η ημέρα των εκλογών πλησιάζει, οι πολιτικές συζητήσεις σημαδεύονται με όλο και εμφατικότερο τρόπο από σχόλια για τον λαϊκισμό. Οι εξαγγελίες των πολιτικών δυνάμεων του λεγόμενου «κέντρου» μιλούν συνεχώς για ανάγκη συσπείρωσης όλων των «σοβαρών» μπλοκ απέναντι στην άνοδο των λαϊκιστικών σχημάτων (όπως για παράδειγμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α) που δήθεν απειλούν τη χώρα και το έθνος με πραγματική κατάρρευση. Με βάση το δικό τους σκεπτικό, οι πολιτικές επιλογές του λαϊκισμού αποτελούν βασική αιτία κάθε καταστροφής, καθώς επενδύουν στο δημαγωγικό λόγο, στο συλλογικό συναίσθημα οργής και αγανάκτησης, παρά στη λογική και τον κοινό νου, ή στο «ρεαλισμό» και την «υπευθυνότητα» αναφορικά με την κρίση χρέους και τα οικονομικά αδιέξοδα, (για τα οποία υποτίθεται μοναδική ευθύνη φέρουν κάποιες – εξίσου – δημαγωγικές πολιτικές στις οποίες μερικές δεκαετίες πριν επένδυσε ο εγχώριος «πολιτικός» κόσμος).

Έτσι, όπως λέει και ο Σεβαστάκης[1], ο λαϊκισμός έφτασε πλέον να λογαριάζεται ως δημιουργός «αν όχι όλων, τουλάχιστον των περισσότερων δεινών τα οποία αντιμετωπίζει η χώρα», με άλλα λόγια, ως η βασική αιτία διαιώνισης των πολιτικών της διαπλοκής, ως ο κατεξοχήν γεννήτορας μιας κουλτούρας ελευθεριότητας και ακατάσχετης μεμψιμοιρίας, η οποία – όντας δήθεν αναπόσπαστο κομμάτι της μεταπολιτευτικής αριστερόστροφης πορείας που ακολούθησε η χώρα από το 1980 και έπειτα (όπως λέει στο η ομάδα του περιοδικού Πρόταγμα[2] στο 6ο τεύχος) – θέτει θανάσιμα εμπόδια στην ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας, ενώ την ίδια στιγμή λειτουργεί ως τροχοπέδη για τον ευρωπαϊκό εξορθολογισμό και τον εκδυτικισμό της.

Ο λαϊκισμός έτσι εξισώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αποσκοπεί στην αποσταθεροποίηση της κοινωνίας μέσω της επικράτησης μιας κουλτούρας ανομίας και παραλογισμού, που (με βάση τουλάχιστον την αντι-λαϊκιστική ρητορική) σταδιακά και νομοτελειακά οδηγεί στη διάβρωση των θεσμών που εγγυώνται ομαλότητα και σταθερότητα. Κι ενώ αυτός ο ορισμός αποτελεί κατεξοχήν βασική αφήγηση των πολιτικών φορέων της «σοβαρότητας» και της «υπευθυνότητας», μια δεύτερη προσέγγιση αρκεί για να μας οδηγήσει σε διαφορετικά συμπεράσματα.

Αρκετοί θεωρητικοί (όπως ο Ernesto Laclau, η Chantal Mouffe, ο Γιάννης Σταυρακάκης και σχεδόν όλη η σχολή του Essex) έχουν κατά καιρούς συγκρουστεί με την κυρίαρχη θεώρηση του λαϊκισμού ως μια παρεκτροπή της δημοκρατίας προς τη μανία του όχλου, ως τη βασική ουσία του ολοκληρωτισμού και του φασισμού[3]. Για τον Laclau[4] μάλιστα, ένα κίνημα λαϊκιστικό μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει στη διεύρυνση της δημοκρατίας, καθώς ασκεί εξισωτικές έλξεις προς αιτήματα κοινωνικών ομάδων που μένουν στο περιθώριο, λόγω ακριβώς της αντιπροσωπευτικής κρίσης που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα τεχνοκρατικά καθεστώτα.

Για τον ίδιο, κάθε κίνημα που χαρακτηρίζεται ευρέως ως λαϊκιστικό (ποπουλίστικο) ποντάρει πάνω σε μια συγκεκριμένη και ομογενοποιημένη ταυτοτική ιδιότητα που αποδίδεται στο γενικό σύνολο – τον λαό εν γένει – η οποία λειτουργεί ως φορέας κοινωνικής κινητοποίησης. Αυτή η ταυτότητα φυσικά θα μπορούσε να νοηματοδοτηθεί ποικιλοτρόπως: μπορεί ο λαός ως κενό (και κατ’ επέκταση, ρευστό)σημαίνον να ταυτιστεί αποκλειστικά και μόνο την κοινή καταγωγή, τη φυλή και κάποιες άκαμπτες παραδόσεις, μπορεί όμως να υιοθετήσει και χαρακτήρα αμιγώς δημοκρατικό, θέτοντας αιτήματα που αφορούν τη συμμετοχή, τη διεύρυνση της δημοκρατίας και των πολιτικών δικαιωμάτων, ή ακόμα και την ανατροπή ενός απολυταρχικού καθεστώτος που αφαιρεί βασικές ελευθερίες.

Ως εκ τούτου, ο λαϊκισμός είναι πάντοτε ανταγωνιστικός: θέτει σαφή διαχωριστικά όρια μεταξύ δύο στρατοπέδων, μεταξύ των λίγων που ελέγχουν τις αποφάσεις (δηλαδή της ολιγαρχίας) και αυτών που μένουν εκτός, δηλαδή της σιωπηλής πλειοψηφίας, το ανομοιογενές πλήθος που για να αποκτήσει πολιτική και συγκρουσιακή υπόσταση θα πρέπει να συσπειρωθεί και να συνενωθεί κάτω από μια κοινή ομπρέλα – μιαεξισωτική αλυσίδα – παραμερίζοντας τις ενδογενείς του αντιθέσεις, και, ως εκ τούτου, συνδιαμορφώνοντας μια κοινή ταυτότητα (για να έρθω και πάλι στα λόγια του Laclau).

Ως εκ τούτου, ο λαϊκισμός θα μπορούσε να αφορά οτιδήποτε: από το κόμμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, το Sinn Fein, τους Podemos, το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν,  τους Ανεξάρτητους Έλληνες, τους συνωμοσιολόγους εθνικιστές, τις αναρχικές πρωτοβουλίες στην Ευρώπη και την Αμερική, τους Τσαβίστας στη Βενεζουέλα και τους Περονιστές στην Αργεντινή, κινήματα αμεσοδημοκρατικά όπως το Occupy Wall Street, οι Αγανακτισμένοι και οι Πλατείες ή ακόμα και ο Μάης του 68 όλα αυτά θεωρούνται ως επί τω πλείστον κινήματα ποπουλίστικα, εφόσον θέτουν ως βασική τους γραμμή το ανταγωνιστικό δίπολο ο «λαός» ενάντια στις «ελίτ».Δημοκρατικά κινήματα (όπως τα παραπάνω) ή αυταρχικά/αντιδραστικά (όπως το Tea Party Movement στις ΗΠΑ και το κίνημα Forconi στην Ιταλία) μπορούμε εξίσου να τα χαρακτηρίσουμε λαϊκιστικά, εφόσον σε κάθε περίπτωση η έννοια «λαός», ως το σύνολο που διέπεται από κοινά συμφέροντα και στερείται βασικών του διεκδικήσεων, αποτελεί το κύριο πολιτικό υποκείμενο που «χρωματίζεται» ανάλογα με την περίσταση και τον προσανατολισμό του κινήματος.

Έτσι, για έναν δεξιό εθνικιστή, για παράδειγμα, ο λαός είναι το θύμα μιας συνωμοτικής ελίτ η οποία επιθυμεί να αλλοιώσει την εθνική του υπόσταση μέσω της μαζικής μετανάστευσης, αποδυναμώνοντάς τον εκ των έσω ή, με βάση τουλάχιστον την Αμερικανική εκδοχή του δεξιού λαϊκισμού, ο σκληρά εργαζόμενος μέσος άνθρωπος στερείται τους καρπούς του καθημερινού του κόπου του λόγω της υψηλής φορολογίας που επιβάλουν οι πολιτικές ελίτ με στόχο να συντηρήσουν το υπερδιογκωμένο κράτος πρόνοιας για δικό τους όφελος. Για έναν αριστερό λαϊκιστή, ο λαός αποκτά συχνά «προοδευτική» χροιά, καθώς επιχειρείται – είτε μέσω αγκιτατόρικης απεύθυνσης, είτε με διαγγέλματα, υπογραφές και ψηφίσματα – η συνένωση ακόμα και μειονοτικών αλλογενών κοινοτήτων με το σύνολο, ενάντια σε μια κοινή καταπιεστική εξουσία (πχ Τρόικα, Βερολίνο, Βρυξέλλες) που επιβουλεύεται τον απλό καθημερινό άνθρωπο και δρα εις βάρος του, αφαιρώντας θεμελιώδη πολιτικά δικαιώματα και κεκτημένα δεκαετιών.

Συνεπώς, κοινό στοιχείο πολλών εν γένει λαϊκιστικών κινημάτων είναι η σύγκρουση με τη λογική του τεχνοκρατικού σχεδιασμού, ενώ στο λαϊκιστικό φαντασιακό τις περισσότερες φορές απορρίπτεται συλλήβδην οποιαδήποτε καθοδήγηση από κάποια Χ πεφωτισμένη αριστοκρατία.

Με λίγα λόγια, ένα κίνημα ποπουλίστικο ενδέχεται να εμπεριέχει μερικά από τα πιο βασικά στοιχεία της αυθεντικής δημοκρατίας, όπως η εναντίωση στον Πλατωνικό ελιτισμό, βάση του οποίου η πολιτική είναι αναντίρρητο καθήκον μιας κλίκας «ειδικών» – ένας ελιτισμός που επί της ουσίας χαρακτηρίζει τη σύγχρονη λογική της αντιπροσώπευσης των φιλελεύθερων καθεστώτων -, δίνοντας έμφαση στη δόξα (γνώμη). Μπορεί, ωστόσο, να συσπειρώνεται και κάτω από το πρόσωπο μιας χαρισματικής προσωπικότητας η οποία όμως στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην ανάληψη της εξουσίας, ή αντιστοίχως να στηρίζει ολιγαρχικές, ελιτίστικες και εξίσου αντιλαϊκές αυταρχικές μεθόδους διακυβέρνησης (όπως για παράδειγμα, ο λαϊκισμός υπέρ του νόμου και της τάξης στις ΗΠΑ που στήριξε την κυβέρνηση του Reegan και του Nixon αντίστοιχα). Αυτό φυσικά δε συνεπάγεται ότι κάθε μορφή λαϊκισμού είναι από μόνη της εξισωτική με τη δημαγωγία, τον οπορτουνισμό ή τις αντιδραστικές και αυταρχικές ρητορικές.

Η εμπειρική μελέτη, εξάλλου, μας δείχνει ξεκάθαρα πως «είναι δύσκολο να μιλήσουμε για δημοκρατική πολιτική δίχως λαϊκισμό»[5], δεδομένου ότι ποπουλίστικα κινήματα στο παρελθόν αποτέλεσαν τους πρώτους σπόρους κοινωνικών κινητοποιήσεων που συνέβαλαν είτε σε μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου (όπως οι εργατικοί αγώνες του προηγούμενου αιώνα, καθώς και κινήματα αγροτών στις ΗΠΑ και την Ευρώπη) είτε στον περιορισμό των φυλετικών διακρίσεων (βλ Civil Rights Movement στις ΗΠΑ). Συνεπώς, όπως λέει και ο Panizza[6], ο ίδιος ο λαϊκισμός μπορεί να αποτελεί αναπόσπαστο καθρέφτη της δημοκρατίας – η πιο αυθεντική της φωνή (με βάση τον Lasch[7]) – καθώς και πεμπτουσία της πιο ριζοσπαστικής της εκδοχής[8]. Η δημοκρατία, όμως, δεν είναι πολίτευμα προστατευμένο από την ίδια την ύβρι (γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο ο Καστοριάδης το ονόμαζε πολίτευμα τραγικό) και, ως εκ τούτου, μια δημοκρατική (λαϊκιστική) διαδικασία μπορεί ανά πάσα στιγμή να παρεκτραπεί, οδηγώντας σε αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που αρχικά επιδίωκε, οδηγώντας σε περαιτέρω γενίκευση συγκρούσεων, βίας και τέλος στην ανάδυση απολυταρχικών καθεστώτων, δίχως ωστόσο κάτι τέτοιο να αποτελεί νομοτέλεια. Αυτό θα το καταλάβουμε καλύτερα αν έρθουμε σε μια σύντομη επαφή με τη σύγχρονη ιστορία.

Μπορεί τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του προηγούμενου αιώνα (όπως ο φασισμός, ο ναζισμός και ο μπολσεβικισμός) να βασίστηκαν σε μια πλατιά πλειοψηφία προκειμένου να κρατηθούν στην εξουσία, ωστόσο αυτό δεν επιβεβαιώνει την ουσιοκρατική Χομπσιανή φιλελεύθερη αφήγηση του ανθρώπου ως homo homini lupus, ότι δηλαδή εκ φύσεως ο άνθρωπος διέπεται από μια ακατάσχετη μανία για εξουσία και κυριαρχία, και ως εκ τούτου αν αφεθεί ελεύθερος, δίχως την καθοδήγηση κάποιου ισχυρού, ντετερμινιστικά θα οδηγηθεί σε μια κατάσταση γενικευμένου χάους, όπου και θα επικρατήσει ο πολέμος όλων εναντίον όλων (bellum omnium contra omnes).

Ξεκαθαρίζοντας: το καθεστώς του Χίτλερ, του Φράνκο, του Μουσσολίνι, του Στάλιν ή του Πολ Ποτ δε βάσισαν την ισχύ τους στην ανοιχτή συμμετοχή των μαζών στις αποφάσεις, σε δημοψηφίσματα ή σε κάποια αφήγηση που ήθελε το λαό κυρίαρχο στα πράγματα, μήτε προεικόνιζαν κάποια προλεταριακή διακυβέρνηση δίχως τη σιδηρά πειθαρχία της κεντρικής ηγεσίας. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να μιλήσουμε αμιγώς για λαϊκισμό όταν αναφερόμαστε στα καθεστώτα αυτά, μιας και η φρίκη που έσπειραν στην ανθρωπότητα δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιων διαδικασιών λαϊκής κινητοποίησης (με τρόπο συμμετοχικό σε ότι αφορά τη λήψη των αποφάσεων), διαδικασίες που – με βάση τις φιλελεύθερες αφηγήσεις – οδηγούν ντετερμινιστικά στην επικράτηση μιας γενικευμένης ανομίας την οποία επωφελούνται διάφορες ομάδες οπορτουνιστών εξουσιομανών δημαγωγών.

Μήτε μπορούμε Τοκβιλικά να επικαλεστούμε τη δικτατορία της πλειοψηφίας ενάντια στην καταπιεσμένη μειοψηφία, δεδομένου ότι δεν υφίσταται καμία λαϊκή βούληση πέρα από αυστηρή κομματική καθοδήγηση, η οποία με τη σειρά της εφάρμοζε το φυλετικό ή μαρξιστικό δόγμα, όπως ακριβώς όριζε η επιστημονική θεωρία είτε του εθνικοσοσιαλισμού είτε του μπολσεβικισμού (οι ιστορικοί νόμοι), μια θεωρία που βασικός της κορμός είναι ο κεντρικός σχεδιασμός και η σιδηρά πειθαρχία στις αποφάσεις της (τεχνοκρατικής κατά κάποιον τρόπο) ηγεσίας.

Συνεπώς, αυτό που απουσιάζει πλήρως από τα καθεστώτα αυτά είναι ακριβώς το στοιχείο του αυθορμητισμού που συναντάμε διάχυτο στα λαϊκιστικά κινήματα, ενώ την ίδια στιγμή, αυτό που επιβεβαιώνεται στην περίπτωση του ολοκληρωτισμού είναι η ίδια η νεωτερικότητα: το ρασιοναλιστικό παράδειγμα και το έθνος κράτος (το κατεξοχήν δημιούργημα του αστικού φιλελεύθερου κόσμου) στα Χομπσιανά/Βεμπεριανά πρότυπα – αστυνομία, μυστικές υπηρεσίες, στρατός, κατασταλτικοί μηχανισμοί (όπως φυλακές, ψυχιατρεία, χώροι εγκλεισμού, στρατόπεδα συγκέντρωσης) – και φυσικά ο δαρβινισμός (κοινή θεωρία τόσο του οικονομικού/κοινωνικού φιλελευθερισμού όσο και του μπολσεβικισμού/φασισμού).

Σε ότι αφορά τα φασιστικά και ναζιστικά καθεστώτα κυρίως, ήταν το αστικό κράτος που οδήγησε στον αφανισμό 40.000.000 ανθρώπων σε όλη την Ευρώπη, παρά ο αγελαίος όχλος που επιτίθεται σε μετανάστες και Εβραίους. Στα λόγια του Bauman[9], το Ολοκαύτωμα «ήταν ένα παράγωγο του οίκου της νεωτερικότητας», ένα φυσικό αποτέλεσμα όχι μόνο του αιώνιου προ-νεωτερικού αντισημιτισμού, αλλά και της ρασιοναλιστικής κυριαρχίας του αστικού πολιτισμού, κατεξοχήν φορέας της οποίας είναι το κράτος.

Εξάλλου ο συνήθης αριθμός των νεκρών ακόμα και έπειτα από συνεχόμενα πογκρόμ συνήθως δεν υπερβαίνει τους εκατό. Αυτό σημαίνει ότι – δίχως την ισχύ του κράτους (δίχως, δηλαδή, τα εξορθολογισμένα μέσα) – θα απαιτούνταν σχεδόν 200 χρόνια καθημερινών διώξεων προκειμένου ο αριθμός των νεκρών να αγγίξει τα οχτώ εκατομμύρια (Εβραίοι, τσιγγάνοι – βλ. Porajmos, ομοφυλόφιλοι) που εξόντωσαν οι ναζί μέσα σε λιγότερο από 4 χρόνια[10]. Επιπλέον, όπως επιβεβαιώνουν οι Agaben και Neocleous[11], το πιο φρικτό καθεστώς εξαίρεσης που διήρκεσε 12 χρόνια (το καθεστώς των ναζί) είχε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του αστικού νεωτερικού πολιτισμού: ο ίδιος ο Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε στο απεριόριστο τη δυνατότητα που έδινε το φιλελεύθερο Γερμανικό Σύνταγμα σε μια εκλεγμένη κυβέρνηση να αναστέλλει πολιτικές ελευθερίες σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, παραχωρώντας κάθε αρμοδιότητα στα όργανά της να πράξουν οτιδήποτε αυτά κρίνουν αναγκαίο προκειμένου να αποτραπεί κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να θεωρηθεί δημόσιος κίνδυνος (πράγμα που – φυσικά σε πολύ μικρότερο βαθμό –  έπραξε η κυβέρνηση του G.W.Bush στις ΗΠΑ έπειτα από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, που με πρόσχημα την ασφάλεια των πολιτών από την τρομοκρατία, νομοθεσίες που εξασφάλιζαν πολιτικές ελευθερίες ανεστάλησαν, διαδηλώσεις περιορίστηκαν και μετανάστες απήχθησαν από δυνάμεις του FBI). Στην περίπτωση της 11ης Σεπτεμβρίου ο δημόσιος κίνδυνος ήταν κάποιοι «άραβες τρομοκράτες», στην περίπτωση του Χίτλερ «οι Εβραίοι μαζί με τους κομμουνιστές».

Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, αυτό που κυριαρχεί είναι η «νομιμότητα» ενάντια στο χάος, με άλλα λόγια, το «συμμάζεμα της ανομίας» μέσω του κρατικού μηχανισμού, εφοδιασμένο με όλα τα απαραίτητα μέσα ώστε να αντιμετωπίσει «τις προκλήσεις του όχλου και την παραβατικότητα». Παρομοίως η δικτατορία των συνταγματαρχών, όπως και αντίστοιχα η δικτατορία του Πινοσέτ στη Χιλή και του Βιντέλα στην Αργεντινή – παρά την υποστήριξη που είχαν από ένα κομμάτι του πληθυσμού των χωρών αυτών – δεν επιβλήθηκαν εξαιτίας κάποιας παρεκτροπής του ανώνυμου πλήθους, αλλά απεναντίας με πρόσχημα την προστασία του δημοσίου συμφέροντος από το χάος και την ανομία των Μαρξιστών και των ταραχοποιών.

Όλη αυτή η εμμονή με τη «νομιμότητα», την πολιτική ορθότητα, καθώς και η κινδυνολογία περί «επικράτησης του απαίδευτου όχλου», όπως τεκμηριώνει ο Neocleous[12], αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του φιλοσοφικού ρεύματος του Διαφωτισμού. Παρότι ο Διαφωτισμός αμφισβήτησε την καταπιεστική απολυταρχία της εκκλησίας και των βασιλιάδων, την ίδια στιγμή (όπως χαρακτηριστικά λέει ο Λοκ και ο Μοντεσκιέ) αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αναστολής μέρους των πολιτικών ελευθεριών (που το ίδιο το ρεύμα προτείνει ενάντια στο μοναρχικό δεσποτισμό) σε περίπτωση που το δημόσιο συμφέρον απειλείται. Έτσι, οι εξουσίες που – τυπικά έχουν την έγκριση της πλειοψηφίας – μπορούν ανά πάσα στιγμή να καταφύγουν σε δικτατορικές μεθόδους διακυβέρνησης για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο (η περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας εμπίπτει ακριβώς πάνω σε αυτό το παράδειγμα). Συνεπώς, οι θεωρίες του Χομπς περί αδυναμίας του ανθρώπου να αυτοκυβερνηθεί – λόγω της εγωιστικής του φύσης – και η αναγκαιότητα ύπαρξης μιας κεντρικής εξουσίας όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκαν μονομερώς από τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού, αλλά απεναντίας λειτούργησαν ως ένα βαθμό βασικό αφήγημα πάνω στο οποίο βασίστηκε ολόκληρος ο αστικός πολιτισμός, όπως αναφέρει η Hannah Arendt[13].

Ενώ, με άλλα λόγια, οι φιλελεύθεροι φιλόσοφοι (με εξαίρεση τον Ρουσσώ) απέρριψαν τον πλήρη αποκλεισμό των πολιτών από την άσκηση της πολιτικής (που πρότεινε ο Χομπς), την ίδια στιγμή Χομπσιανές και Πλατωνικές συγκλίσεις αποτέλεσαν βασικοί πυλώνες της σκέψης τους: ο λαός έχει το δικαίωμα να επιλέγει μόνο μια φορά στα τέσσερα χρόνια τους «ειδικούς» που θα τον εκπροσωπούν, αυτούς που θα παίρνουν όλες τις αποφάσεις ερήμην του και που θα επιβάλουν κράτος έκτακτης ανάγκης αν χρειαστεί, όχι όμως να συμμετέχει άμεσα στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη δικαστική εξουσία και να ελέγχει συνεχώς με τρόπο ουσιαστικό και ενδελεχή κάθε δημόσιο φορέα.

Με λίγα λόγια, ο λαός εξακολουθεί, ακόμα και στη φιλοσοφία των φιλελεύθερων, να θεωρείται «ανίκανος» να αναλάβει πολιτικές ευθύνες (μεταβιβάζοντάς τες σε τρίτους), λόγω της έμφυτης αγελαίας τάσης του ανώνυμου πλήθους να οδηγεί την κοινωνία στην απόλυτη καταστροφή. Αυτή η θεώρηση αποτελεί βασικό πυρήνα της σκέψης των αντιλαϊκιστών, και συνάμα αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης Ευρωπαϊκής νεοφιλελεύθερης στροφής. Η γνωστή «θεωρία των άκρων»[14] στοχεύει ακριβώς στην ενίσχυση αυτού του ελιτισμού, καθώς αυτοσκοπός της δεν είναι η ταύτιση του κομμουνισμού με το φασισμό (όπως επίμονα διατείνονται διάφοροι σεχταριστές αριστεροί και αναρχικοί ιδεολόγοι), αλλά η εκβιαστική κινδυνολογία που προωθεί την περαιτέρω περιθωριοποίηση της δημόσιας σφαίρας, πατώντας (επικοινωνιακά) πάνω στο ιστορικό παράδειγμα του ολοκληρωτισμού και παρερμηνεύοντάς το δογματικά (πάντα κάτω από το φιλελεύθερο πρίσμα της έμφυτης ανθρώπινης ιδιοτέλειας που, νομοτελειακά, οδηγεί στην ύβρη).

Με βάση λοιπόν τη θεωρία αυτή, οποιοσδήποτε κινητοποίηση αμφισβητεί τα μέτρα λιτότητας, την εξαθλίωση και το μαρασμό παραπέμπει σε κάποιου είδους ιντριγκαδόρικη αγκιτάτσια μερικών γραφικών αιμοβόρων Σταλινικών που στοχεύουν στην κατάληψη της εξουσίας με τη βία (αυτών, δηλαδή, που θα μας καταντήσουν Κούβα). H ροπή μεγάλης μερίδας του πληθυσμού που αμφισβητεί την παγκοσμιοποίηση, την πολιτική ορθότητα και την αθρόα μετανάστευση επιλέγοντας να μένει προσηλωμένη στη γλώσσα και τις παραδόσεις της εκλαμβάνεται από την αριστοκρατία του πνεύματος ως μια επικίνδυνη «τάση εκφασισμού της κοινωνίας» (θεώρηση που βρίσκει σύμφωνους και πολλούς αναρχικούς, οι οποίοι στην εμμονή τους με τον αντιμικροαστισμό και τον προοδευτισμό, ευθυγραμμίζονται πλήρως με τη λαοφοβία των νέων φιλελεύθερων, όπως ακριβώς είχε συμβεί κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων του 2011).

Ως εκ τούτου, η αδιαμφισβήτητη απόρριψη του λαϊκισμού – η ταύτισή του δηλαδή με το στοιχειό του ολοκληρωτισμού, του φασισμού και του Σταλινισμού στα πλαίσια της αγιοποίησης του «κέντρου» ενάντια στα «έκνομα άκρα» – όπως ο Laclauτονίζει επίσης[15], οδηγεί στη συνολική απόρριψη της πολιτικής δράσης, ενδυναμώνοντας όλο και περισσότερο την ισχύουσα κοινωνική θέσμιση και την ανάθεση της εξουσίας στις ολιγαρχίες, στην αξίωση του να κυβερνούν οι λίγοι «άριστοι». Φυσικά, δε θα φάνταζε καθόλου υπερβολή αν στο άμεσο μέλλον φτάναμε ακόμα και στο σημείο «οι ίδιες οι εκλογές να θεωρούνται, λίγο πολύ, κερκόπορτα του λαϊκισμού»[16], (δεδομένης της ενίσχυσης λαϊκιστικών κομμάτων στην Ευρώπη).

Τη στιγμή λοιπόν που οι παραδοσιακές δυνάμεις του κέντρου όχι μόνο μοιάζουν ανίκανες να ανοίξουν διόδους που θα μεταφέρουν λαϊκά αιτήματα αλλά λειτουργούν ως μέσα καταστολής επενδύοντας στην τρομολαγνία και το φόβο, η ανάπτυξη αντισυστημικών λαϊκιστικών κινημάτων χρίζει επιτακτικής ανάγκης. Ο λαϊκισμός αποτελεί μια από τις βασικότερες οδούς ώστε να οικοδομηθεί το πολιτικό πεδίο καθώς εξυψώνει τους ασθενέστερους (αυτούς που βρίσκονται στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας) θέτοντάς τους πρωταγωνιστές στις πολιτικές και κοινωνικές τριβές, ενάντια στα αδιέξοδα της τεχνοκρατίας. Εξάλλου «οι λαϊκές ταυτότητες εμπεριέχουν περισσότερη κοινή λογική από ότι οι άκαμπτες ιδεολογίες που κυριαρχούν στις δημόσιες συζητήσεις»[17].

Το κατά πόσο, φυσικά, αυτές οι επικλήσεις έχουν θετικά αποτελέσματα, δεν είναι της παρούσης. Παρόλα αυτά, η ίδια η ιστορία μας έχει δείξει ότι από τη μια λαϊκιστικά κινήματα κατάφεραν και ώθησαν αποκλεισμένες ομάδες στο προσκήνιο των γεγονότων, ενώ πολλές φορές τέτοιου είδους κινητοποιήσεις οδήγησαν σε αποκλεισμό άλλων κοινωνικών ομάδων, και αυτό συνίσταται ακριβώς στην τραγικότητα της δημοκρατίας, η οποία δεν μπορεί να προβλεφθεί μήτε μπορεί να αποφευχθεί με κατασταλτικά μέτρα και περιορισμούς. Βέβαια, όπως είχε πει και ο Μακιαβέλλι[18] (επιβεβαιώνοντας τα παραπάνω ιστορικά παραδείγματα μερικούς αιώνες πριν λάβουν σάρκα και οστά), τα εγκλήματα των βασιλιάδων και των ηγεμόνων είναι πολύ περισσότερα σε σύγκριση με αυτά που διαπράττει ο ίδιος ο λαός.

Κι εφόσον λοιπόν ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι απλά μια εικασία, αλλά απεναντίας μια ιστορική αλήθεια, δεν μας μένει παρά να θεωρούμε επιτακτική ανάγκη την ενίσχυση των λαϊκιστικών φωνών όσο το δυνατό περισσότερο γίνεται. Προτού όμως προσφύγουμε σε κάτι τέτοιο, θα πρέπει να εξετάσουμε ένα ακόμα τελευταίο ζήτημα: μπορεί ο λαϊκισμός να αποτελεί δίοδο για τη διεύρυνση του πολιτικού πεδίου, ωστόσο πολλές φορές λαϊκιστικά κινήματα κατέληξαν (παραδόξως) απλά και μόνο στη βελτίωση του κοινοβουλευτισμού εξαντλώντας τα πολιτικά διακυβεύματα σε ζητήματα της κάλπης, όπως (για παράδειγμα) οι πλατείες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία που αντί να θέσουν το ζήτημα της άμεσης δημοκρατίας ως αυτοσκοπό μιας πολιτειακής αλλαγής, κατέληξαν να συσπειρωθούν γύρω από την ηγεσία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α και των Podemos αντίστοιχα, ή κινήματα σεξουαλικών μειονοτήτων που υπέστησαν φαγοκυττάρωση από τη μαρκετίστικη φιλελεύθερη ιδεολογία.

Προκειμένου λοιπόν να αποφευχθεί κάτι τέτοιο, δεν έχουμε παρά να θέσουμε ως συνολική ταυτότητα τις αξίες που πρεσβεύει το πολιτικό ον, ο ανθρωπολογικός τύπος δηλαδή που συνεχώς αμφισβητεί κάθε δοσμένη νόρμα και αξία, που διέπεται από τη λογική της δημόσιας σφαίρας και αντιτίθεται στην ανάθεση της πολιτικής σε αντιπροσώπους. Ως εκ τούτου, δεν έχουμε ανάγκη απλά από μια λαϊκή κινητοποίηση που μέσα σε λίγες εβδομάδες θα ξεφουσκώσει, αλλά από μια συλλογική αναγέννηση η οποία θα σκάψει βαθύτερα στο ζήτημα των δημοκρατικών διεκδικήσεων, από ένα λαϊκισμό δηλαδή που θα ξεπεράσει τον εαυτό του (μετα-λαίκισμός), που θα καταστήσει την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων στην άσκηση της εξουσίας ως απόλυτο αυτοσκοπό.

Η κατάκτηση της δημοκρατίας δε φαίνεται ότι θα έρθει μέσα από σποραδικές εκδηλώσεις αντίδρασης και αγανάκτησης ούτε από αφορισμούς και προσκολλήσεις σε διαφόρων ειδών θεολογίες του παρελθόντος. Απεναντίας, απαιτούνται συνεχόμενες προσπάθειες κοινωνικών ζυμώσεων, συνδιαμορφώσεων και ανοιχτής επικοινωνίας, μέσα από λαϊκές συνελεύσεις και κοινωνικές δράσεις, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς διαχωρισμούς σε αυτόνομους, αναρχικούς, αριστερούς ή πατριώτες, μαύρους, λευκούς, γηγενής ή μετανάστες, θέτοντας ως σημείο εκκίνησης για την πραγματοποίηση του προτάγματος για ίση συμμετοχή ισότιμων μελών μιας κοινωνίας.

Σημειώσεις:

[1] Βλ. Νικόλας Σεβαστάκης και Γιάννης Σταυρακάκης Λαϊκισμός και Κρίση, (2013 Νεφέλη: Αθήνα). Δοκίμιο του Ν.Σεβαστάκη, σελ.15.

[2] Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία, Πρόταγμα (2013) 6ο τεύχος. Βλ, Το «τέλος της Μεταπολίτευσης;» Μια χαρτογράφηση του πεδίου σύγκλισης μεταξύ ακροδεξιάς και φιλελευθερισμού. σελ.29-92.

[3] Βλ. α) Peter Fritzsche, Rehearsals for fascism: populism and political mobilization in Weimar Germany, 1990, Oxford University Press, και β)  Gino Germani, Authoritarianism, Fascism, and National Populism, 1978, Transaction Publishers.

[4] Ernesto Laclau, 2007. On Populist Reason. 2 Nd ed. London: Verso.

[5] Margaret Canovan, «Εμπιστοσύνη στο λαό!: ο λαϊκισμός και οι δύο όψεις της δημοκρατίας», Φάκελος «Λαϊκισμός και Δημοκρατία», Σύγχρονα Θέματα, 2010, σελ. 15-23

[6] Βλ. Francesco Panizza, 2005. Populism and The Mirror of Democracy. New York: Verso Books

[7] Christopher Lasch, 1995. The Revolt of the Elites and the Betrayal of Democracy. US: Norton. Βλ. κεφάλαιο “Communitarianism or Populism” (σελ. 92-115)

[8] Margaret Canovan, 1981. Populism. London: Junction Books.

[9] Zygmunt Bauman, 1989. Modernity and The Holocaust. New York: Cornell University Press Ithaca.

[10] Sapini, P., J., & Silver, M., 1980. Survivors, Victims and Perpetrators: Essays in the Nazi Holocaust. Washintgon: Hemisphere Publishing Corporation

[11] Giorgio Agamben, 2005, State of Exception, The University of Chicago Press, και β) Mark Neocleous, 2010, Security, Liberty and the Myth of Balance: Towards a Critique of Security Politics.

[12] Από: Mark Neocleous, 2010, Security, Liberty and the Myth of Balance: Towards a Critique of Security Politics.

[13] Βλ. Hannah Arendt, 1976, The Origins of Totalitarianism. California: A Harvest Book, σελ, 123-157.

[14] O πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Commission, José Manuel Barroso, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Time Online, στην ερώτηση «τί σας ανησυχεί στην Ευρώπη σήμερα;» απαντά: «μάλλον η άνοδος ορισμένων λαϊκιστικών κινημάτων στα άκρα του πολιτικού φάσματος».

[15] Από Ernesto Laclau, 2007 (On Populist Reason. 2 Nd ed. London: Verso), βλ. Εισαγωγικό σημείωμα.

[16] Βλ. Νικόλας Σεβαστάκης και Γιάννης Σταυρακάκης, Λαϊκισμός και Κρίση, σ.69, (2013 Νεφέλη: Αθήνα). Δοκίμιο του Γ.Σταυρακάκης, σ.69

[17] Όπως [7], σελ. 111.

[18] Niccolo Machiavelli, 2003, The Discources, London: Penguin Books