Όλα δείχνουν πως μέσα στις επόμενες ημέρες οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας θα ολοκληρωθούν. Οι διαφορές, βέβαια, εξακολουθούν να υφίστανται, αλλά τα άδεια ταμεία επιβάλλουν άμεση λύση. Κοινώς, πλησιάζει η ώρα της αλήθειας.
Οι επιλογές της κυβέρνησης είναι τρεις:
α) νέο μνημόνιο και συνέχιση των προηγούμενων πολιτικών, β) μια μέση λύση που θα περιλαμβάνει κάποιες από τις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης αλλά και κάποια απ’ όσα ζητούν οι δανειστές, γ) ρήξη.
Το πρώτο σενάριο είναι διακαής πόθος των δανειστών και της τρόικας εσωτερικού. Ως εκ τούτου, είναι το σενάριο που συγκεντρώνει τις λιγότερες πιθανότητες. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι οι δανειστές καταφέρουν να επιβάλλουν ένα ακόμη μνημόνιο, είμαι σχεδόν βέβαιος πως η κυβέρνηση θα καταρρεύσει. Η ανοχή του κόσμου έχει εξαντληθεί. Θεωρώ απίθανο να υποστεί τις ίδιες πολιτικές, με τα γνωστά αποτελέσματα, χωρίς να αντιδράσει.
Το δεύτερο σενάριο είναι αυτό που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες. Βέβαια, είναι και το πιο ασαφές. Διότι η «μέση λύση» λέει πολλά και τίποτα ταυτόχρονα. Αν με αυτή τη λύση δεν παραβιαστούν οι περίφημες κόκκινες γραμμές, τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως θα περάσει από το κοινοβούλιο. Και το κυριότερο, θα εγκριθεί από το λαό. Αν οι κόκκινες γραμμές έχουν παραβιαστεί εν μέρει ή στο σύνολό τους, τα δεδομένα αλλάζουν. Κανείς δεν ξέρει, αν πρώτα δεν μάθει ποια ακριβώς θα είναι η συμφωνία, ποιες θα είναι οι αντιδράσεις των κοινοβουλευτικών ομάδων ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝ.ΕΛ., αλλά και του λαού.
Το τρίτο σενάριο, η ρήξη, είναι αυτό που, μολονότι ξεκίνησε ως το μεγάλο αουτσάιντερ, τον τελευταίο καιρό κερδίζει συνεχώς έδαφος. Τουλάχιστον με βάση τα όσα πληροφορούμαστε για την πορεία των διαπραγματεύσεων.
Κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει με ακρίβεια. Ίσως ούτε όλοι όσοι συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις. Γιατί; Διότι οι εμπλεκόμενοι παράγοντες είναι πολλοί και με αντικρουόμενα συμφέροντα.
Κανείς δεν γνωρίζει ποια θα είναι η αντίδραση των ΗΠΑ, που από την αρχή ακόμη των συνομιλιών πιέζουν για συμφωνία, σε περίπτωση που το σενάριο «στάση πληρωμών» βρεθεί ένα βήμα πριν λάβει σάρκα και οστά. Όπως κανείς δεν γνωρίζει αν οι ΗΠΑ, μετά την προσέγγιση της χώρας μας με τη Ρωσία, θα σκληρύνουν τη στάση τους απέναντί μας –κάτι που τον τελευταίο καιρό γίνεται όλο και πιο εμφανές (βλέπε άκαμπτη στάση του ΔΝΤ).
Κανείς, επίσης, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν, την ώρα που θα πρέπει να παρθούν οι κρίσιμες αποφάσεις, οι άλλοι μεγάλοι παίκτες της Ευρώπης (Γαλλία, Ιταλία) θα εξακολουθήσουν να υπηρετούν τα γερμανικά συμφέροντα με την ίδια ευλάβεια. Διότι μπορεί τώρα να έχουν προσδεθεί όλοι στο γερμανικό άρμα, αλλά όταν έρθει η ώρα των οδυνηρών αποφάσεων, ίσως, ακόμη κι αν δεν θελήσουν να πηδήξουν, να δημιουργήσουν πρόβλημα στην ομοψυχία των επιβατών.
Αλλά και για την ίδια τη Γερμανία δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος. Άλλη γραμμή ο Σόιμπλε, άλλη η Μέρκελ. Ο πρώτος δείχνει να επιζητά το Grexit, η δεύτερη τηρεί μια πιο διαλλακτική στάση. Είναι πραγματική αυτή η διάσταση απόψεων ή αφορά στο «καλός μπάτσος, κακός μπάτσος»; Δυστυχώς, ούτε αυτό μπορεί να το πει κάποιος με βεβαιότητα. Εν ολίγοις, το κουβάρι των διαπραγματεύσεων, όσο περνά ο καιρός, τόσο δείχνει να μπερδεύεται περισσότερο.
Κατά την εκτίμησή μου, το δεύτερο σενάριο εξακολουθεί να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες. Αλλά επειδή, όπως έγραψα παραπάνω, είναι και το πλέον ασαφές, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα.
Όμως, όσο περνά ο καιρός πείθομαι και για κάτι άλλο: την ετοιμότητα των πολιτών για ρήξη. Κι αυτό παρά τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών προτιμά μια συμφωνία, ακόμη κι αν δεν είναι η καλύτερη δυνατή.
Οι πολλοί έχουν πλέον αντιληφθεί ότι τώρα είναι η μεγάλη ώρα. Αυτό που θα συμφωνηθεί από αυτή την κυβέρνηση θα το κουβαλάμε στην πλάτη μας για πολύ καιρό (τα σενάρια περί αριστερής παρένθεσης τα θεωρώ αστειότητες. Κυρίως διότι αυτή την περίοδο δεν υπάρχει σοβαρό αντίπαλο δέος για το ΣΥΡΙΖΑ).
Εκτός αυτού όμως, έχει αντιληφθεί και κάτι άλλο, σπουδαιότερο: η συνταγή των μνημονίων δεν μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση. Τα αποτελέσματά της τα είδαμε. Πλέον, είναι κοινός τόπος ότι η αλλαγή πολιτικής είναι η μόνη διέξοδος. Αλλιώς, αν δηλαδή υποκύψουμε ξανά στη λογική των μνημονίων, αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσουμε τα ίδια προβλήματα. Συνεχώς θα λείπουν χρήματα από τα ταμεία, συνεχώς θα ζούμε με το άγχος αν θα πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις ή την επόμενη δόση του ΔΝΤ και της ΕΚΤ. Κι ο κόσμος κουράστηκε από τα ίδια και τα ίδια.
Θέλει κάποια στιγμή όλο αυτό να τελειώσει. Θέλει να ζήσει σε μια χώρα που οι πολίτες της θα γίνουν ξανά άνθρωποι, θα αγωνιούν γι’ αυτά που αγωνιούν όλοι οι πολίτες των αναπτυγμένων χωρών του κόσμου και όχι για το αν θα έχουν να πληρώσουν το νοίκι τους ή το γάλα των παιδιών τους. Η υπομονή της συντριπτικής πλειοψηφίας έχει εξαντληθεί. Ακόμη κι αυτοί οι λίγοι που δεν πλήγηκαν, ή πλήγηκαν ελάχιστα, από την κρίση θέλουν κάποια στιγμή να προχωρήσουμε μπροστά.
Μολονότι θα πάω κόντρα στο κλίμα των ημερών, θα δηλώσω αισιόδοξος. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι οι Γερμανοί δεν θα επιδιώξουν τη χρεοκοπία της Ελλάδας. Κυρίως διότι, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι δεν έχουν να χάσουν, που μόνο έτσι δεν είναι, δεν έχουν να κερδίσουν κάτι από αυτή την εξέλιξη. Ή, αν προτιμάτε, τα όποια κέρδη από την χρεοκοπία της Ελλάδας είναι σχεδόν βέβαιο πως θα είναι λιγότερα από τα προβλήματα που θα δημιουργήσει.
Όπως και να ’χει, το σίγουρο είναι ένα: αυτό που προσδοκούν όλοι, ανεξαρτήτως ιδεολογικών προτιμήσεων, είναι μια συμφωνία οριστική και αμετάκλητη. Μια συμφωνία που θα διασφαλίζει ότι δεν θα ασχολούμαστε καθημερινά με τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους, αλλά με το πώς θα καταφέρουμε να στήσουμε στα πόδια της την ημιθανή οικονομία μας.
Πάνω απ’ όλα όμως, χρειαζόμαστε μια συμφωνία που θα βοηθήσει τον κόσμο να ελπίσει, να πιστέψει ότι βάλαμε ένα τέλος στον κατήφορο κι από δω και μπρος θα κοιτάμε μπροστά και όχι πίσω. Αλλιώς, αν δηλαδή η καινούργια συμφωνία είναι μια από τα ίδια, πολύ φοβάμαι ότι η ρήξη είναι αναπόφευκτη.
Διότι, όπως είχε πει και ο Μαρξ, «καλύτερα ένα άθλιο τέλος, παρά μια αθλιότητα χωρίς τέλος».