Default Category

Μεταξύ «ούπω» και «μηκέτι»

By N.

July 20, 2015

Από τον Κώστα Καναβούρη

Όλα είναι υπερχειλισμένα αυτές τις μέρες στο κυβερνητικό στρατόπεδο και για την ακρίβεια στον ΣΥΡΙΖΑ. Το συναίσθημα, το δίκιο της άποψης, η ευθύνη, η προβολή εντιμότητας (και εδώ να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει εντιμότητα καλής ή κακής ποιότητας), όλα μα όλα είναι υπερχειλισμένα, υπερχειλίζοντας και αυτό το τεράστιο ποτήρι με το καυτό υλικό της ιστορίας και της πραγματικότητας που, θέλουμε δεν θέλουμε, θα το καταπιούμε μέχρι την τελευταία σταγόνα. Αλλά εδώ ακριβώς χρειάζεται να θυμηθούμε (μια που όλοι καταφεύγουν -κι ας μου επιτραπεί να πω, μέχρι και σε βαθμό αστειότητας- στους ποιητές και σε σωσίτριχους στίχους διά πάσαν νόσον), ανάμεσα σε τόσους και τόσους στίχους, έναν, από τον Αλεξανδρινό ποιητή Παλλαδά: «Μεταξύ χειλιών και ποτηριού πολλά διαμείβονται».

Αυτά τα πολλά που διαμείβονται, λοιπόν, είναι που πρέπει να αφουγκραστούμε μέσα στον τεράστιο συμπιεσμένο χρόνο της στιγμής. Της ανέκκλητης στιγμής και της ανέκκλητης απόφασης που πρέπει να παρθεί τώρα και ποτέ άλλοτε. Της φοβερής στιγμής που πάντοτε βρίσκεται (για να θυμηθούμε και τον παππού Όμηρο, αφού τόσο πολύ αγαπάμε τούτες τις μέρες τους ποιητές), μεταξύ του «ούπω» και του «μηκέτι». Μεταξύ δηλαδή τού «όχι ακόμα» και τού «ποτέ πια». Καλό θα ήταν να μην το ξεχνάμε όλοι μας που πιστεύουμε με πάθος στην υπόθεση της Αριστεράς, όλοι μας που θεωρούμε αδιανόητο να χαθεί αυτή η ευκαιρία (στο διηνεκές) για τον τόπο, αλλά και για την Ευρώπη ολόκληρη. Και καλό θα ήταν να μην το ξεχνούν όσοι αυτή τη φοβερή στιγμή όπου το «ούπω» και το «μηκέτι» μοιάζουν ακόμα πιο σκληρά, ακόμα πιο σκοτεινά, ακόμα πιο οδυνηρά, έχουν την ύψιστη τιμή (που είναι αποτέλεσμα μια ολόκληρης εποποιίας) να παίρνουν τις αναγκαίες αποφάσεις για όλους. Ας το έχουν υπόψη τους όσοι έχουν τα χείλη τους πιο κοντά στο ποτήρι και να προσέχουν τι διαμείβεται μεταξύ των χειλιών τους και του ποτηριού. Διαφορετικά -και έχω πλήρη συναίσθηση των όσων γράφω- ο κατάλογος ονομάτων της Κοινοβουλευτικής Ομάδας ΣΥΡΙΖΑ, ο κατάλογος των ονομάτων της Κεντρικής Επιτροπής και της Πολιτικής Γραμματείας στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, θα είναι ο κατάλογος επιβατών ενός πλοίου που βυθίστηκε. Και όπως σίγουρα θα γνωρίζουν όσοι κατέχουν έστω ελάχιστα από θάλασσα, σε τέτοιες φουρτούνες τα πλοία βυθίζονται αύτανδρα.

Με άλλα λόγια, καλό θα ήταν να μην ξεχνούν ότι σ’ αυτό το πλοίο ταξιδεύουμε κι εμείς. Κι αν ένα δικαίωμα δεν έχουν, αυτό είναι το δικαίωμα στην αμνησία. Όχι μόνο ταξιδεύουμε μαζί τους, αλλά ταξιδεύουμε πολλά χρόνια. Κι όχι μόνο εμείς, αλλά κι εκείνοι που δεν υπάρχουν πια. Κι αυτοί μαζί μας ταξιδεύουν γιατί είναι το έρμα για τη σταθερή πορεία πλεύσεως. Είναι πολλά χρόνια που όλοι εμείς ταξιδεύουμε και μάλιστα χωρίς φιλοδοξία να μπούμε στο καρέ (χώρος ενδιαιτήσεως) των αξιωματικών. Καλό είναι και το κατάστρωμα, καλές είναι και θέσεις των αρμενιστών, καλά είναι τα ύφαλα, καλό είναι και το στόκολο. Γιατί όλα είναι απαραίτητα για το ταξίδι. Καλό λοιπόν θα ήταν να μην ξεχνούν αυτό το μακρύ ταξίδι -στο οποίο μετέχουμε οικειοθελώς και με την απόλυτη εντιμότητα (μια που όλοι κραδαίνουν τη δική τους εντιμότητα) της έλλειψης αντίδωρου- οι αξιωματικοί και ιδιαίτερα οι μόνιμοι. Και ακόμα πιο ιδιαίτερα οι εντελώς μόνιμοι, τόσο μόνιμοι όσο δεν πάει άλλο. Τόσο μόνιμοι, λες και είναι δεμένοι σαν τον Οδυσσέα στο μεσιανό κατάρτι. Ε, ναι: τώρα είναι η ευκαιρία τους. Τόσα χρόνια, τόσες συνελεύσεις του πληρώματος, τόσα συνέδρια, συμβούλια και διαβούλια για να διατηρούν αλώβητα (και ενίοτε να προσθέτουν κι άλλα) τα διάσημα του αξιώματός τους, τώρα είναι η ευκαιρία να αποδείξουν ότι ορθώς τα κατέχουν και ν’ αποδεχτούμε κι εμείς ότι τόσα χρόνια ορθώς ξελαρυγγιαζόμασταν φωνάζοντας «ζήτω και γεια». Όχι ως έρμαια, όχι ως αθύρματα αλλά με την πεποίθηση (ιδού και πάλι πώς ξεπηδά το περίφημο και αδιαπραγμάτευτο για πολλούς «δίκιο της πεποίθησης»), ότι αυτή ήταν η ορθή απόφαση «μεταξύ χειλιών και ποτηριού», μεταξύ «ούπω» και «μηκέτι». Και είμαστε εδώ. Και είναι αδήριτη ανάγκη να αναλάβουμε τις ευθύνες μας (για να πάμε και στο «δίκιο της ευθύνης»). Το ταξίδι πρέπει να συνεχιστεί. Αυτό νομίζω ότι χρειάζεται να είναι η απόλυτη πεποίθηση, η απόλυτη εντιμότητα, η απόλυτη ευθύνη.

Στο κάτω κάτω της γραφής κανένας δεν μας έταξε όταν ναυτολογηθήκαμε σ’ αυτό το πλοίο ότι το ταξίδι θα ήταν εύκολο, ότι θα ήταν μια κρουαζιέρα και ότι η ανατροπή θα ήταν μια τουριστική ατραξιόν υπό τον φωτεινό ήλιο μιας επανάστασης λαμπρής και ατσαλάκωτης. Κανείς δεν μας βεβαίωσε ότι το να παίζεις «με τις φωτιές στο στόκολο» είναι μια αβροδίαιτη διαδικασία όπου η μουτζούρα και οι θερμοκρασίες που λιώνουνε σώματα, μυαλά και ψυχές, βρίσκονται απλώς στη σφαίρα του επαναστατικού φαντασιακού. Κανείς δεν μας εκμαύλισε παραπείθοντάς μας ότι η θάλασσα θα ήταν πάντοτε ήρεμη, ο άνεμος θα ήταν πάντοτε ευνοϊκός (ώρα καλή στην πρύμη μας και αέρας στα πανιά μας) και ότι θα παρακάμπταμε τα ύδατα της Στυγός. Εδώ δηλαδή που βρισκόμαστε ακριβώς τώρα, στη στυγερή στιγμή αποφάσεων που κάνουν το «ούπω» και το «μηκέτι» απίστευτα οδυνηρά. Λοιπόν τι θα γίνει; Θα σηκώσουμε σημαία καραντίνας; Θα προσέξουμε μήπως μολυνθούμε από την οδύνη; Θα καταφύγουμε στις γαλέτες και στην ξηρά τροφή που θα μας πάνε υγιείς και ακέραιους μέχρι το μέλλον; Καλό είναι να το πιστεύουμε με κάθε εντιμότητα (και το λέω ειλικρινά, χωρίς την παραμικρή διάθεση ειρωνείας – δεν προσφέρονται οι στιγμές), αλλά έχω την πεποίθηση (χωρίς διάθεση αυτοοικτειρμού) ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα «πεθάνουμε» από σκορβούτο λόγω παρατεταμένης έλλειψης πραγματικότητας.

avgi.gr