Πριν λίγες μέρες, για ακόμα μια φορά, το πανελλήνιο έπεσε σύσσωμο από τα σύννεφα όταν άκουσε την καταγγελία του βουλευτή του κόμματος των «Ανεξάρτητων Ελλήνων», Παύλου Χαϊκάλη, που παρουσίασε στον εισαγγελέα βίντεο που είχε υποκλέψει στο οποίο φαινόταν απόπειρα χρηματισμού από κάποιον Γιώργο Αποστολόπουλο, προκειμένου ο Χαϊκάλης να ψηφίσει τον υποψήφιο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας , Σταύρο Δήμα, ο οποίος είναι επιλογή του κυβερνώντος κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και του λατρεμένου μας πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά.
Το αν τελικά αυτή η καταγγελία ισχύει ή όχι προφανώς εμείς δεν είμαστε αρμόδιοι να το κρίνουμε. Θεωρητικά για αυτό είναι υπεύθυνη η ελληνική δικαιοσύνη. Και όπως άλλωστε αναμενόταν η υπόθεση, μετά την απόφαση του αντιεισαγγελέα οδηγήθηκε στο αρχείο και στην λήθη αφού τα στοιχεία δεν ήταν επαρκή (!!!).
Εμείς όμως είμαστε αρμόδιοι να θυμίσουμε μια μικρή ιστορία που συνέβη πριν 49 χρόνια κ συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1965, όπου 24 χρόνια πριν μάθουμε την χρησιμότητα των κουτιών των Πάμπερς , τα εκατομμύρια κάναν βόλτες και εξαγόραζαν ψήφους και συνειδήσεις.
Οπότε αναδημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του δημοσιογράφου Γιάννη Κατρή και το βιβλίο του «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα (1960-1970) Εκδόσεις Παπαζήση» που περιγράφει την σκοτεινή και «βρώμικη» εκείνη δεκαετία της νοθείας, της ασυδοσίας , της Αποστασίας, των «δέντρων», της Φρειδερίκης, του Τσιριμώκου, του Μητσοτάκη (όλες οι δεκαετίες είναι του Μητσοτάκη και τέλος του Παπαδόπουλου , των τανκ, της Μπουμπουλίνας και τόσων πολλών ομορφιών εκείνης της «αθώας» εποχής…
«Σύμφωνα με τη συνταγή του Χόλυγουντ για τα γκανγκστερικά φιλμ, ενώ το «τέλειο έγκλημα» κοντεύει να ολοκληρωθεί, ξαφνικά, στις 12 παρά 5, κάτι δεν πάει καλά. Οι κακοί τιμωρούνται. Οι καλοί νικούν. Και ο θεατής φεύγει με το ηθικοπλαστικό δίδαγμα ότι στον κόσμο αυτόν η αρετή πάντα θριαμβεύει… Δεν ξέρω αν και στην πραγματικότητα οι εγκληματίες διαπράττουν, κατά κανόνα, κάποιο μοιραίο λάθος. Στην περίπτωση πάντως του πραξικοπήματος της 15 Ιουλίου οι σκηνοθέτες έκαναν το λάθος να υποτιμήσουν τη δύναμη αντιστάσεως δυο παραγόντων: της Βουλής και του Λαού! Εφόσον είχε αποφασιστεί η διατήρηση της συνταγματικής βιτρίνας (μ’ αυτό τον όρο είχε δοθεί η έγκριση της Ουάσιγκτον), η κυβέρνηση Νόβα έπρεπε να περιβληθεί με την εμπιστοσύνη της Βουλής. Δηλαδή να συγκεντρώσει 151 ψήφους. Και διέθετε μόνον 25, όσοι και οι υπουργοί. Ο Κανελλόπουλος προθυμοποιήθηκε να προσφέρει τους 99 βουλευτές της ΕΡΕ. Το ίδιο και ο Μαρκεζίνης με τα 7 κοινοβουλευτικά μέλη του κόμματός του. Σύνολο 131. Έλειπαν είκοσι. Κάτι έμμεσες βολιδοσκοπήσεις σε βουλευτές της αριστεράς έδωσαν αρνητικό αποτέλεσμα. Μόνη απομένουσα δεξαμενή ήταν η Ένωση Κέντρου. Για να είμαστε ειλικρινείς, στην Ένωση Κέντρου δεν περίσσευε η αρετή. Ένας σημαντικός αριθμός βουλευτών δεν είχε ανυπέρβλητους δισταγμούς ν’ ανταλλάξει το πικρό ψωμί του νέου ανένδοτου αγώνα με ένα υπουργικό χαρτοφυλάκιο της εκλογής του ή με ένα χρηματικό ποσό γύρω στις 100.000 ως 200.000 δολάρια, όσο περίπου είχε διατιμηθεί η κάθε βουλευτική αποσκίρτηση.
Σωστά, επομένως, οι συνωμότες είχαν σταθμίσει τα πράγματα. Κατά τους υπολογισμούς των Χοϊδά και Μητσοτάκη (που ήσαν οι εμπνευστές των Ιουλιανών) ο αριθμός εκείνων που ήταν δυνατό να καμφθούν θα κόστιζε γύρω στα 15 εκατομμύρια δολάρια. Μικροπράγματα» (σελ.211-212).
«Το Ιουλιανό εγχείρημα, όπως είπαμε, είχε ξεκινήσει με την προϋπολογισμένη προϋπόθεση ότι υπερεπαρκής αριθμός βουλευτών του κέντρου θα δελεαζόταν από τα «πλούσια ελέη» της νέας καταστάσεως και θα πρόδιδε τη δημοκρατία και τον ηγέτη της. Γι’ αυτό και ήταν πολύ πικρή η απογοήτευση, όταν την ημέρα της ψηφοφορίας διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση εξαγοράς συνειδήσεων είχε αποδώσει από το σύνολο των 171 βουλευτών του κέντρου μόνο 25 αποστάτες. Η ψηφοφορία έγινε τη νύχτα της 4ης Αυγούστου. Η κυβέρνηση Νόβα καταψηφίστηκε (131 υπέρ και167 κατά. Δυο απουσίαζαν). Ήταν η πρώτη αποτυχία των συνωμοτών.
Οι δυο βδομάδες που είχε μείνει στην εξουσία ωσότου εμφανιστεί στη Βουλή η κυβέρνηση Νόβα χαρακτηρίστηκαν «το δεκαπενθήμερο της ντροπής». Ο χαρακτηρισμός οφείλεται στον Ηλία Τσιριμώκο, υπουργό Εσωτερικών στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Σ’ έναν οξύτατο λόγο που εξεφώνησε στη Θεσσαλονίκη είχε προειδοποιήσει το βασιλιά ότι έπειτα από το Νόβα δεν θα εύρισκε άλλους «κατεψυγμένους» πρωθυπουργούς. Αλλά, δυστυχώς, βρέθηκε και άλλος κατεψυγμένος πρωθυπουργός. Και ποιος λέτε; Ο ίδιος ο Ηλίας Τσιριμώκος!» (σελ.213-214).
«Σημασία είχε η επείγουσα ανάγκη του εκμαυλισμού των είκοσι βουλευτικών συνειδήσεων όσος ήταν ο ελλείπων αριθμός για την απόκτηση της πολυπόθητης ψήφου εμπιστοσύνης. Ο μηχανισμός δεν είχε διακόψει τη λειτουργία του. Αλλά τώρα χρειάστηκε αύξηση της μερίδας του «συσσιτίου». Οι εφοπλιστές καταθέτανε νέες γενναίες εισφορές. Οι μεγαλοβιομήχανοι το ίδιο. Εκατομμύρια δολάρια κυκλοφορούσαν στο χρηματιστήριο της Βουλής. Η διατίμηση καταργήθηκε. Οι μέρες της ψηφοφορίας πλησίαζαν. Όσα κι όσα…
Κάποιος διατύπωσε την αξίωση τα αργύρια της προδοσίας να κατατεθούν επ’ ονόματί του σε ελβετική τράπεζα. Ένας άλλος ζήτησε να του αγοράσουν τυπογραφικό ταχυπιεστήριο. Και κάποιος τρίτος δεν δεχότανε να πουλήσει την ψυχή του, εκτός αν του δίνανε το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας -που, όμως, είχε παραχωρηθεί σε άλλον.
Το γενικό στρατηγείο των επιχειρήσεων ήταν εγκατεστημένο στο παλάτι. Και η Φρειδερίκη, με άμεσους βοηθούς τον Χοϊδά και το Γαρουφαλιά, κατηύθυνε την μάχη των συνειδήσεων. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν αδιάκοπα. Η πρεσβεία ετηρείτο ενήμερη κάθε πέντε λεπτά. Η CIA δυσφορούσε για την πενιχρότητα των αποτελεσμάτων. Και όλοι ζούσαν στιγμές αγωνίας. Όταν έπειτα από πολλούς κόπους και περισσότερο «συσσίτιο» κάποιος εκάμπτετο αλαλαγμοί χαράς ξεσπούσαν στις εφημερίδες της δεξιάς. Ένας ακόμη…»(σελ.215-216).
«Επί τέλους η ώρα της ψηφοφορίας ήρθε. Στις 28 Αυγούστου η Βουλή εψήφισε και —δεύτερο ράπισμα—κατεψήφισε την κυβέρνηση Τσιριμώκου. Αντί των απαιτουμένων 151 ψήφων ψήφισαν «υπέρ» 135. Το έλλειμμα από είκοσι είχε περιοριστεί στους δεκαέξι.
Πολλοί πρόβλεψαν ότι έπειτα από την καταψήφιση και της δεύτερης βασιλικής κυβερνήσεως το παλάτι θα ξαναγύριζε στη συνταγματική ορθοδοξία. Η πρόβλεψη αποδείχτηκε ευσεβής πόθος. Οι αρχιερείς του κατεστημένου, αφρίζοντας από λύσσα και με την ψυχολογία του χαμένου παίκτη, αντί να εγκαταλείψουν το παιγνίδι διπλασιάζανε τις «μίζες» τους στην πολιτική ρουλέτα, αδιαφορώντας για το συνεχώς ογκούμενο κύμα λαϊκής οργής. (Ο Τσιριμώκος, πρωθυπουργός της A.M., μου είπε καθαρά ότι κατά τους υπολογισμούς του η «αντιμοναρχική υστερία» είχε ξεπεράσει το 80% του ελληνικού λαού). Η μέθοδος του παιγνιδιού που εφαρμόστηκε από την αρχή αποκλήθηκε «πολιτική σαλαμιού». Η πρώτη φέτα είχε κοπεί με την κυβέρνηση Νόβα. Η δεύτερη με την κυβέρνηση Τσιριμώκου. Γιατί να μην επιχειρηθεί το κόψιμο και τρίτης φέτας:» (σελ.216).
«Χωρίς να διακόψει καθόλου τη χρηματιστηριακή μάχη των συνειδήσεων ο Κωνσταντίνος κάλεσε, υπό την προεδρεία του, το συμβούλιο του στέμματος μια συνάθροιση αρχηγών κομμάτων και προσώπων που είχαν διατελέσει πρωθυπουργοί. Το αντίκρισμα της αντιπροσωπευτικότητας του συμβουλίου ήταν ευθέως ανάλογο με τις περί δημοκρατίας αντιλήψεις της αυλής. Ο αρχηγός της ΕΔΑ, που εξέφραζε τη θέληση ενός σημαντικού τμήματος του λαού, δεν κλήθηκε. Κλήθηκαν όμως ο Νόβας και ο Τσιριμώκος, που είχαν καταψηφισθεί κατά την πρώτη εμφάνισή τους στη Βουλή, καθώς και όλοι οι υπηρεσιακοί πρωθυπουργοί, που δεν εκπροσωπούσαν παρά μόνο τους εαυτούς τους. Από όσους πήραν μέρος μόνο τρεις αντιπροσώπευαν μεγάλα ή μικρά λαϊκά ρεύματα: Οι Παπανδρέου, Κανελλόπουλος και Μαρκεζίνης…
Την άλλη μέρα, όμως, η ορχήστρα του τύπου της δεξιάς, των ραδιοφωνικών σταθμών και όλων των άλλων μέσων μαζικής επικοινωνίας (συμπεριλαμβανομένων των γραφείων τύπου των ελληνικών πρεσβειών στο Εξωτερικό) διατυμπάνιζαν ότι εκ των δώδεκα «ηγετών» του πολιτικού κόσμου οι δέκα επιδοκιμάζουν τις πράξεις του βασιλιά! Έτσι, η μάλλον ανίδεη και ανύποπτη περί τα ελληνικά πράγματα παγκόσμια κοινή γνώμη έμενε με την εντύπωση ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών στελεχών της χώρας (γιατί όχι και του λαού;) ήταν στο πλευρό του καλού βασιλιά και αποδοκίμαζε τους ταραξίες της δημοκρατίας… Ο Παπανδρέου, επομένως, αστόχησε με το να προσφέρει το κύρος της συμμετοχής του στην ανακτορική εκείνη παρασυναγωγή και να καταντήσει— ποιος; ο ημίθεος του ανένδοτου αγώνα να είναι κατηγορούμενος, με κατήγορους τους διάφορους Δόβα και Nόβα ή κάτι απίθανα υπηρεσιακά ανθρωπάκια που εκστασιάζονταν καθώς η Φρειδερίκη και η Ειρήνη σέρβιραν «τιμής ένεκεν» στον καθένα το φλιτζάνι με τον αχνιστό τούρκικο καφέ…» (σελ.217-218)
«Η τρίτη φέτα του σαλαμιού κόπηκε στις 17 Σεπτεμβρίου. Και ήταν επαρκής. Ενωμένη με τις άλλες δυο και με τη δεξιά σχημάτιζε το μαγικό αριθμό 152. Ο Κωνσταντίνος είχε καταγάγει έναν ακόμα ολυμπιακό θρίαμβο.
Από τη μέρα που είχε καταψηφιστεί στη Βουλή η κυβέρνηση Τσιριμώκου, ακόμα και κατά τη διάρκεια του συμβουλίου του στέμματος, δεν είχε σταματήσει, ούτε για μια στιγμή, η επιχείρηση εξαγοράς βουλευτών. Αλλά ο ρυθμός ήταν αργός και τα αποτελέσματα όχι ικανοποιητικά. Επιπλέον, ορισμένοι βουλευτές, ενώ είχαν συμφωνήσει στην «τιμή» και στο υπουργείο, και το κλείσιμο της δουλειάς εθεωρείτο σίγουρο, εκ των υστέρων υπαναχωρούσαν. Ίσως η επίδραση ενός περιβάλλοντος υπερφορτωμένου από δημοκρατική έξαρση, ίσως κάποιο στιγμιαίο σκίρτημα συνειδήσεως, τους ξαναγύριζε στο δρόμο της τιμής. Η δεξιά κατηγορούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου ότι ήταν ο εγκέφαλος κάποιας οργανώσεως που ασκούσε ψυχολογική πίεση στους ταλαντευόμενους βουλευτές. Δεν προσκομίστηκε όμως ποτέ κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Πάντως, τα κρούσματα των υπαναχωρήσεων είχαν προκαλέσει νευρικότητα, ιδιαίτερα στους εξωελληνικούς παράγοντες. Και η αγανάκτησή τους ήταν δικαιολογημένη. Για σκεφθείτε, να έχει τηλεγραφηθεί στην Ουάσιγκτον μια αποστασία και εκ των υστέρων ν’ ανακαλείται… Γι’ αυτούς τους λόγους μελετήθηκαν και εφαρμόστηκαν μέθοδοι που απέκλειαν τέτοιες λαχτάρες.
Το περισπούδαστο αυτό κατόρθωμα συντελέστηκε κάτω από συνθήκες συναρπαστικές:
Εκείνες τις ημέρες γίνονταν διαπραγματεύσεις με καμιά δεκαριά υποψήφιους αποστάτες. Ορισμένοι άλλοι είχαν κλείσει συμφωνία. (Οι πράκτορες της ΚΥΠ τους είχαν εγκλωβίσει σε απομακρυσμένα εξοχικά ξενοδοχεία, ώστε να είναι μακριά από τις επιδράσεις της «οχλοκρατούμενης» Αθήνας… Τη νύχτα της ψηφοφορίας θα πήγαιναν κατ’ ευθείαν στη Βουλή).Χωρίς τους υπό διαπραγμάτευση «δέκα» το έλλειμμα ήταν μόνον επτά.
Νωρίς, μετά το μεσημέρι της 17 Σεπτεμβρίου, ειδοποιήθηκα από έναν πληροφοριοδότη μου στο παλάτι, ότι στην οδό Στησιχόρου αριθμός 10, όπου η κατοικία του εφοπλιστή Ανδρέα Ποταμιάνου, διεξήγετο ομαδική διαπραγμάτευση εξαγοράς βουλευτών. Όπως μου περιέγραψε, το δεκαμελές ανθρώπινο εμπόρευμα είχε τοποθετηθεί σε ισάριθμους χώρους του σπιτιού. Ο «αγοραστής» έλεγε στον καθένα ξεχωριστά ότι είχε συμπληρωθεί ο αριθμός 150 και ότι αυτός ήταν ο αναγκαίος εκατοστός πεντηκοστός πρώτος. Είχε, επομένως, την τελευταία ευκαιρία της ζωής του να γίνει υπουργός και πλούσιος. Το τέχνασμα, απ’ ότι ήξερε, είχε κάμψει τους περισσότερους.
Πήγα στην οδό Στησιχόρου. Το σπίτι του Ποταμιανού απέχει από τα ανάκτορα λιγότερο από 100μέτρα. Ανάμεσα στα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα κατά μήκος του μικρού αυτού αριστοκρατικού δρόμου γνώρισα το αυτοκίνητο του Γαρουφαλιά. Έξω από τα ανάκτορα υπήρχε αρκετή κίνηση. Από τις 15 Ιουλίου, που το παλάτι είχε μεταβληθεί σε στρατηγείο πολιτικών μηχανορραφιών, ο γύρω χώρος ήταν ζωσμένος μέρα-νύχτα από ομάδες Ελλήνων και ξένων
δημοσιογράφων, φωτορεπόρτερ και κινηματογραφιστών, που υπομένανε καρτερικά τον καυτερό ήλιο και τα πιο καυτερά γεγονότα του πολυτάραχου εκείνου καλοκαιριού. Αλλά σήμερα η λιτή αρμονία του Σεπτεμβριανού δειλινού, με τα χρυσοπράσινα φύλλα που σκόρπιζαν τα δέντρα, ερχότανε σε τόση αντίθεση με τις σκοτεινές επιχειρήσεις πίσω από τους αδιαπέραστους τοίχους των ανακτόρων και του παραπλεύρως υποστρατηγείου.
Σουρούπωνε όταν άνοιξε η εξωτερική πόρτα της κατοικίας του Ποταμιάνου. Βγήκαν πρώτα 2-3 πρόσωπα της αυλής, με ύφος ανθρώπων που εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία. Πίσω τους πρόβαλαν οι εξαγορασμένοι βουλευτές. Τελευταίος εμφανίστηκε ο Γαρουφαλιάς. Φαινότανε να έχει το γενικό πρόσταγμα. Θυμάμαι, καθώς το βλέμμα μου έπεσε σ’ έναν από τους καινούργιους αποστάτες, βουλευτή-δημοσιογράφο. Κατέβασε τα μάτια του ντροπιασμένος. Ένας άλλος έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του. Φάνηκε σα να αγωνιζότανε να συγκρατήσει ένα λυγμό. Όλοι αποστρέφανε τα πρόσωπά τους, καθώς τα φλας των φωτογραφικών μηχανών έκαναν τις μικρές φωτεινές εκρήξεις. Σκέφτηκα ότι ο ύπνος τους απόψε δεν θα ήταν πολύ ήρεμος. Αργότερα, μετά είκοσι μήνες, ίσως να έγινε και εφιαλτικός. Έχουν περάσει από τότε κάπου πέντε χρόνια. Και τώρα, που γράφονται οι γραμμές αυτές, στριφογυρίζει μια σκέψη: Συναισθάνθηκε ποτέ κανένας από κείνη την οκτάδα ότι με το πούλημα της ψυχής του επηρέασε τις τύχες οκτώ εκατομμυρίων ψυχών; Ότι χωρίς το δικό του «ναι» ίσως να κατάρρεε το μοναρχικό πραξικόπημα και να μη στρωνόταν ο δρόμος για τους συνταγματάρχες; Κι αν έτυχε στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας να περάσει από την οδό Μπουμπουλίνας και ν’ ακούσει τις σπαρακτικές οιμωγές κάποιου κοριτσιού της «ταράτσας» ένοιωσε, άραγε, το δάγκωμα της καρδιάς που φέρνει η συναίσθηση της προσωπικής ενοχής; «Θα βασανιζόταν αυτό το ανώνυμο ανθρώπινο πλάσμα αν εγώ…;».
Οι «οκτώ» σχημάτισαν φάλαγγα κατά δυάδες και ξεκίνησαν κάτω από το άγρυπνο μάτι του Γαρουφαλιά. Δόξα σοι ο Θεός. Όλα είχαν τακτοποιηθεί πάνω στο σπίτι. Και τα υπουργεία που θα ‘παιρνε καθένας. Και τα λεφτά. Και ό,τι άλλο είχαν ζητήσει. Αλλά η κρισιμότερη φάση της επιχειρήσεως ήταν η τελευταία. Τα εκατό μέτρα από τη Στησιχόρου 10 ως την πύλη του παλατιού. Κι αν του ‘φευγε κανένας στο δρόμο; Η φάλαγγα προχωρούσε. Η Φρειδερίκη και ο γιος της παρακολουθούσαν από ένα κλειστό παράθυρο. Οι διαβάτες έφτυναν από αηδία.
Επί τέλους, το κοπάδι μπήκε στο μαντρί. Ο Γαρουφαλιάς πήρε βαθιά αναπνοή. Όταν οι πόρτες έκλεισαν η βασίλισσα-μήτηρ διέταξε τον Κωνσταντίνο: «Τώρα είμαστε έτοιμοι. Αρχίστε». Και αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της….
Στις 24 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση Στεφανόπουλου (με αντιπροέδρους τους Τσιριμώκο και Νόβα)εξασφάλιζε την πολυπόθητη εμπιστοσύνη της Βουλής (152 επί 300). Η νομότυπη διαδικασία του μοναρχικού πραξικοπήματος είχε περατωθεί. Η χώρα ξαναγύριζε στη συνέχεια της τριακονταετούς διακυβερνήσεως από τη δεξιά. Το οικοδόμημα της δημοκρατίας, που είχε χτιστεί με αίμα, δάκρυα και πίστη, γκρεμιζότανε. Ξαναγυρίζαμε πίσω…» (σελ.220-221).
Η συνέχεια του βιβλίου σε pdf εδώ.