“Λείπω” είναι το άδειο κουτάκι του καφέ μετά από ξύπνημα με άσχημο hangover. Είναι το ντεπόν που δεν έχεις και τα υγρά που ζητάει επιτακτικά ο οργανισμός σου για να γλιτώσει απ’ την αφυδάτωση. “Λείπω” είναι η αφηρημένη επανάληψη της κίνησής σου να μιλήσεις σε κάποιον που συνήθως βρισκόταν δίπλα σου μα πια δεν είναι και η θλίψη σου στο αντίκρισμα του κενού που άφησε φεύγοντας. Είναι τα play σε άδεια cd player και οι μη τυπωμένες σελίδες προς το τέλος κακέκτυπης έκδοσης μυθιστορήματος. Εν τέλει, “λείπω” είναι ο χρόνος που έχω να σε δω και η απόσταση ως το επόμενο “θα σε ξαναδώ”.
Η Νατάσσα Μποφίλιου έλειψε εννιά μήνες απ’ τις μουσικές σκηνές. Από Σεπτέμβρη σε Ιούνιο έλειψε η φωνή της, το σκηνικό χαμόγελό της, η live παρουσία της από ένα κοινό που λυγμικά συνοδεύει τα τραγούδια της. Προχτές βράδυ, στο θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη ήταν πάλι εκεί. Η ομορφιά ως λέξη σύνθετη της καλής μορφής, υπέγραψε “παρούσα” μπαίνοντας στο αμφιθέατρο.
Πήγα αρκετά νωρίς και κάθισα ψηλά. Ασυνείδητα μάλλον αλλά κάπου εκεί και κάπως έτσι ήταν που ξεκίνησε το παιχνίδι των χρωμάτων. Μπλε-γκρι στο βάθος ο Θερμαϊκός. Το οπτικό σιγόντο της θάλασσας εξασφάλιζε στη Νατάσσα μια ιδανική δεύτερη φωνή. Πράσινο το φόρεμά της. Στο Δάσους ήμασταν, ένα ασταμάτητο φύσης πηγαινέλα έδενε την περίεργη παλέτα που έφτιαχνα στο μυαλό μου. Αχνό μωβ φως έπεσε στο βιολί. “Τι στην Αθήνα, τι στο Παρίσι, δεν αρκεί πια το πλήθος να μας χωρίσει”. Ευτυχώς, ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος έχει συναίσθηση του χρόνου στους στίχους του. Με ένα έντονο “πια” χωρίζει την γραμμή της ζωής μας σε “πριν την εποχή των θαυμάτων” και “τώρα που όλα είναι αλλιώς”.
Πάνω το φεγγάρι. Όχι δυο ημερών, αλλά μικρό ακόμη στο σχήμα του. Μια κίτρινη ώχρα το περιβάλλει. Ο Θέμης Καραμουρατίδης περπατάει στα πλήκτρα γεμίζοντας τον τόπο με τις Μέλισσες. Θυμάμαι τη γιαγιά μου όταν μαγείρευε στην αυλή. Άναβε φωτιά κι έβαζε την κατσαρόλα πάνω. Σαν της έπεφταν μπαχαρικά απ’ έξω μοσχοβολούσε όλος ο τόπος. Θυμάρι στη φωτιά η ερμηνεία του Θέμη.
Κι ύστερα τα μελάνια άρχισαν να σκουραίνουν και το μαύρο να γεμίζει τις μέσα μου γωνιές. Στίχοι κι ερμηνείες μαύλισαν μια γλυκιά μελαγχολία που ήρθε και κάθισε ανάμεσα σε δηλώσεις-σπαράγματα τύπου “αν αγαπώ, θέλω να ακούω πως μ’ αγαπάνε, κι αν αφεθώ, να ‘χουνε κάπου να με πάνε”. Αυθόρμητα απαντούσα “σιγά, αφού αφήνομαι ούτως ή άλλως” κι εξίσου αυθόρμητα βούλιαζα ακόμη πιο βαθιά: “στις σχέσεις μόνο η απουσία κρατά μια σταθερότητα”. Είναι περίεργο ον ο άνθρωπος. Πέντε θαύματα και χίλιες καταστροφές να γίνονται γύρω του, αυτός θα επιμένει να φέρνει στα μέτρα του και την αναγέννηση και το τέλος του κόσμου.
Η βραδιά πέρασε γρήγορα και το ανικανοποίητο του “κι άλλο” που ακούστηκε στον αέρα είχε αναπόδραστη επιστροφή: Οδυσσέας Ιωάννου κι ένα πεζό κείμενο που παίρνει τα γαμώτο των απωλειών μας και τα ταχυδρομεί ατελώς στο άφθαστο. Εν είδει αναπτήρων τα κινητά άναψαν και το θέατρο κράτησε ακόμη και την ανάσα του. “Και με ρώτησαν “τι τον είχες;” Ρώτησαν εμένα τι σε είχα! Τους είπα πως ήσουν το όνομά μου.”
Υγ. Νατάσσα, ανάμεσα στα άλλα, είπες και τα Παραπονεμένα Λόγια. Η φωνή σου στο “στης ανάγκης τα θρανία” με έπεισε σε όλες μου τις ζωές να σε ψάχνω για συμμαθήτρια.