Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε στις 8 Ιουνίου 2015 και δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες στο Δελτίο Θυέλλης.
Συνοψίζοντας μια προβληματική, που εκτέθηκε από μέρους μου σε πολλά κείμενα δείχνει, νομίζω, πως αυτά που συμβαίνουν δεν ήταν “νομοτελειακά” καθορισμένα. Αλλιώς, ίσως “υπήρχε άλλος δρόμος”
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, 8 Ιουνίου 2015, η κατάσταση στη διαπραγμάτευση δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί απολύτως οριακή.
Η πρόταση των «θεσμών» είναι τόσο ακραία, που μόνο ως προβοκάτσια μπορεί να εκληφθεί. Από την άλλη πλευρά, η πλατφόρμα συμφωνίας που παρουσίασε η ελληνική πλευρά, ενσωματώνοντας τις προσεγγίσεις που είχαν επιτευχθεί στα τεχνικά κλιμάκια της διαπραγμάτευσης, εμπεριέχει εξαιρετικά επώδυνες υποχωρήσεις. Όχι μόνο συγκριτικά με τις προγραμματικές δηλώσεις –για να μη μιλήσουμε για το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, πολύ περισσότερο το Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως προκύπτει από τις συνεδριακές του αποφάσεις. Οι υποχωρήσεις είναι πολύ μεγάλες, ακόμη και σε σύγκριση με τις πρόσφατες δικές τους απαιτήσεις.
Η μόνη λογική, λοιπόν, που μπορεί να αιτιολογήσει μια τέτοια πρόταση είναι η σύνδεσή της με μια πολύ καλή συμφωνία για διαγραφή του χρέους και επενδυτικό πρόγραμμα επανεκκίνησης. Αλλιώς…
Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή.
Από τις ευρωεκλογές στην 25η Ιανουαρίου
Είναι γνωστό πως η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, η στάση του, οι πρακτικές και η ρητορική του, όσο πλησίαζε η εκλογική αναμέτρηση, που έφερε για πρώτη φορά την Αριστερά στην κυβέρνηση, διαφοροποιήθηκαν σημαντικά σε σχέση με το πολιτικοϊδεολογικό κεκτημένο του χώρου, όπως είχε διαμορφωθεί από χρόνια –και, κυρίως, στα χρόνια της μεγάλης κρίσης.
Σε όλη την προηγούμενη περίοδο, η βασική κατεύθυνση ήταν η ταξική προσέγγιση –«να πληρώσουν οι πλούσιοι και το κεφάλαιο την κρίση»-, ο προσανατολισμός προς «τη ρήξη και την ανατροπή» και η αντιμετώπιση του ζητήματος της Ευρωζώνης στη βάση του συνθήματος «καμιά θυσία για το ευρώ». Από ένα σημείο και έπειτα, όμως, με ορόσημο το Μάιο του 2014 και την επιτυχία στις ευρωεκλογές, μια ορισμένη μετατόπιση γινόταν όλο και περισσότερο ορατή.
Η κοινωνική απεύθυνση εμφανίζονταν ευρύτερη –έως ευρύτατη. Όλο και περισσότερο γινόταν φανερό πως είχαμε μια ντε φάκτο επικέντρωση του ενδιαφέροντος σε περισσότερο «κεντρώα ακροατήρια» από σημαντικά τμήματα του κόμματος. Η επιμονή στην «αντισυστημικότητα» υποχωρούσε μπροστά σε αυτές τις προτεραιότητες.
Και μαζί εγκαταλείπονταν μια πολιτική που στόχευε σε εμβάθυνση της κοινωνικής αγκύρωσης στις κατώτερες τάξεις, προς όφελος διαταξικότερων εγκλήσεων.
Απέναντι στη γραμμή, που ισχυρίζονταν πως η ασφαλής νίκη της Αριστεράς περνάει, πρωτίστως, μέσα από την οιονεί καθολική εκπροσώπηση των ανέργων, των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, του «αριστερού χεριού» του δημοσίου εμφιλοχώρησε, με μεγάλη πρακτική επιρροή, μια άλλη γραμμή, που έδινε έμφαση στην «ισότιμη» έκφραση «πολύ ευρύτερων» κατηγοριών του πληθυσμού. Αυτός ο ιδιότυπος «λαϊκομετωπισμός», από ένα σημείο και ύστερα, καθόρισε πολλές από τις κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και, από αυτήν την άποψη, προσδιόρισε ισχυρά τα μελλούμενα συνολικότερα.
Θα πρέπει, βέβαια, να υπογραμμιστεί πως αυτή η «ευρεία», «λαϊκομετωπική» προσέγγιση άγγιζε, ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό, την αντίληψη της Αριστερής Πλατφόρμας –καλύτερα, του Αριστερού Ρεύματος– για τα πράγματα.
Με αυτόν τον τρόπο, η μεγάλη προσπάθεια που είχε γίνει τα προηγούμενα χρόνια για μια ταξική ανάγνωση της περιόδου, της στρατηγικής που της αντιστοιχούσε, αλλά και της άμεσης συγκυρίας –και διαπερνάει το σύνολο των αποφάσεων του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, από το 2003 και μετά–, σε ένα βαθμό ακυρώθηκε στην πράξη.
Δεν είναι εδώ το σημείο για να εμβαθύνουμε αναλυτικά σε αυτό το θέμα. Ό,τι μας απασχολεί είναι τα πολιτικά του αποτελέσματα. Σχετικά με αυτά, λοιπόν, είναι ενδεικτικά ένα δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα, που δείχνουν τη συγκεκριμένη στρατηγική κλίση.
Το πρώτο αφορά τη διαχείριση του ζητήματος της φορολόγησης της περιουσίας. Όπου η επιμονή –με επίδειξη διατασικής ανοησίας– πως η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ θα σήμαινε φόρο με αφορολόγητο ατομικό όριο τις 300.000, που σημαίνει για τετραμελή οικογένεια 1.200.000, έδειχνε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο ποια στρώματα γινόταν πλέον αποδέκτες της απεύθυνσης του κόμματος. Όταν στη συζήτηση έμπαινε επιτακτικά το ζήτημα πως με τέτοιους ταξικούς προσανατολισμούς δεν προέκυπταν οι απαιτούμενοι πόροι για την ενίσχυση των κατώτερων τάξεων, η απάντηση ήταν «ράβδος εν γωνία…».
Ένα δεύτερο, γενικότερο, παράδειγμα αφορά «το αφήγημα της ομαλότητας».Αναφέρομαι στην επαναλαμβανόμενη διαβεβαίωση προς τα κοινωνικά μεσαία και πολιτικά συντηρητικά στρώματα πως η νίκη της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν θέτει σε διακινδύνευση σχεδόν τίποτε, τη εξαιρέσει των συμφερόντων «της ολιγαρχίας και της διαπλοκής». Και ακόμη στη «δέσμευση», σε αντίθεση με τις κομματικές αποφάσεις, που αντιμετώπιζαν τη σχέση με την Ευρωζώνη με όρους μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης, πως δεν υπάρχει περίπτωση να μην προκύψει αποδοχή των κύριων θέσεών μας!
Μετά τις εκλογές
Η πορεία της κυβέρνησης μετά την 25η Ιανουαρίου έχει καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις εξελίξεις στη διαπραγμάτευση. Το κυβερνητικό έργο, σημαντικό από την άποψη του τροχιοδεικτικού ως προς τις προθέσεις, καθυστέρησε στο μέτρο που η διαπραγμάτευση επηρέαζε την πορεία του. Αν το συνδυάσουμε αυτό με σημαντικές αστοχίες, όπως τονίζει και η ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία απόφασή της, στη στελέχωση της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού, το λογιστικό φύλλο της καθημερινής παρέμβασης εμφανίζεται τουλάχιστον αντιφατικό.
Σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση, η πρώτη σημαντική κίνηση, με την υπογραφή της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου, έδειξε πως η κυβέρνηση ήταν έτοιμη για σημαντικές υποχωρήσεις απέναντι στους δανειστές. Με δεδομένη την τακτική της, η οποία πρακτικά στοιχημάτισε στην «λογική υπεροχή» των επιχειρημάτων της δικής μας πλευράς, επέλεξε μια ήπια πολιτικά διαχείριση, την ίδια στιγμή που επικοινωνιακά ανέβαζε τους τόνους.
Με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου έγιναν αποδεκτές απαιτήσεις των δανειστών σε καίρια σημεία της πολιτικής μας, με κυριότερο κατά τη γνώμη μου, περισσότερο και από τις ιδιωτικοποιήσεις, αυτό που αποδέχεται τη σύνδεση των εργασιακών ρυθμίσεων με την «ευελιξία» και την «ανταγωνιστικότητα» – παραδοχή που συνιστά όχι πια υποχώρηση, αλλά ένα είδος προσχώρησης στο σκληρό πυρήνα της νεοφιλελεύθερης λογικής.
Γι’ αυτό, άλλωστε, το κόμμα χαρακτήρισε επώδυνο συμβιβασμό τη συγκεκριμένη συμφωνία. Και, επιπλέον, γιατί, σήμερα ξέρουμε πως ούτε ρευστότητα απελευθέρωσε, παρόλο που αυτός ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο συνάφθηκε.
Έκτοτε, ακολούθησε η γνωστή πολύμηνη διαδικασία στα τεχνικά κλιμάκια προκειμένου να υπάρξει κατάληξη στη βάση των προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να ομαλοποιηθεί η χρηματοδοτική κατάσταση και να δοθεί η δυνατότητα να εκτυλιχθεί το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στα μεγάλα ζητήματα.
Η αρχική εκτίμηση πως ο χρόνος ήταν υπέρ μας δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Και το επιχείρημα γίνεται ακόμη πιο αδύναμο αν αναλογιστούμε ποια ποσότητα εσωτερικών πόρων διατέθηκε για την ικανοποίηση των δανειακών υποχρεώσεων αυτούς τους τέσσερις μήνες. Έτσι, η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου φαίνεται να υποστηρίζεται μόνο μέσω της παραδοχής πως η κυβέρνηση δεν ήταν αντικειμενικά έτοιμη λίγες μέρες μετά την δημιουργία της να πάρει το υψηλό ρίσκο μιας σύγκρουσης, υπό την απειλή τραπεζικής κρίσης.
Και τώρα;
Ο χρόνος πλέον γίνεται ασφυκτικός. Μέσα στις επόμενες μέρες απαιτούνται πρωτοβουλίες, οι οποίες θα μας απεμπλέξουν από το προφανές αδιέξοδο και θα μας δώσουν ξανά ορμή για την επανάκαμψη σε μια περιοχή μακριά από τη συνεχή άμυνα.
Πρώτα απ’ όλα απαιτούνται άμεσες νομοθετικές πρωτοβουλίες στα εργασιακά και τον κατώτατο μισθό, στο μεγάλο φορολογικό εισοδήματος και περιουσίας, πέρα από τις εμβαλωματικές παρεμβάσεις, που συνδέονται με τη συμφωνία. Μόνον έτσι η ριζική αναδιανομή εισοδήματος, πλούτου και δικαιωμάτων, που βρίσκεται στο κέντρο του προγράμματός μας, μπορεί να αρχίσει να υλοποιείται.
Μαζί χρειάζεται να κινηθούμε πολύ επιθετικά με την κατάρτιση του περιουσιολογίου, την ενίσχυση με προσλήψεις των ελεγκτικών μηχανισμών σχετικά με τα τεράστια χρηματικά ποσά, που είναι διαρκώς στο απυρόβλητο, όπως και των επιθεωρητών εργασίας.
Εκτός αυτού, να ξεκινήσουμε τη φορολόγηση της εκκλησίας και τη μείωση των εξοπλιστικών δαπανών, από όπου μπορούν να αντληθούν σημαντικότατα κονδύλια.
Και, επιτέλους, τι μας εμποδίζει να διακηρύξουμε με τον πιο εμφατικό τρόπο τον ριζοσπαστικό εξισωτικό χαρακτήρα της δικής μας Αριστεράς, θέτοντας ανώτατο όριο για τους μισθούς και τις συντάξεις του Δημοσίου τα 2.500;
Η επίθεση στο εσωτερικό μέτωπο, η αποφασιστική προσπάθεια να βάλουμε τους δικούς μας πλούσιους να πληρώσουν πολύ είναι περισσότερο από αναγκαία, αποτελεί τον οδικό χάρτη για τη διαμόρφωση μιας άλλης Ελλάδας.
Αυτό δεν αποτελεί υπεκφυγή. Η λογική προτεραιότητά του για οποιαδήποτε ριζοσπαστική αριστερή στρατηγική είναι δεδομένη.
Σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση γίνεται προφανές πλέον πως όλες οι εκδοχές είναι ανοικτές και μας καλούν στην ανάλογη προετοιμασία. Ας διευκρινίσουμε, λοιπόν. Καμιά συμφωνία δεν μπορεί να προκύψει αν δεν απέχει επαρκώς από τη λογική της λιτότητας και, επιπλέον, δεν περιλαμβάνει αναδιάρθρωση του χρέους και επενδυτικό πρόγραμμα για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Με δυό λόγια, αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις και τα αδιαπραγμάτευτα που έχει θέσει η ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα πληροί η πλατφόρμα συμφωνίας που έστειλε η ελληνική πλευρά τη Δευτέρα 1 Ιουνίου; Συζητήσιμο. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι συζητήσιμη οποιαδήποτε επιδείνωση των δεδομένων.
Συνεπώς, η αδυναμία επίτευξης συμφωνίας γίνεται ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Πράγμα που σημαίνει πως ο δρόμος που άνοιξε με τη μη πληρωμή του ΔΝΤ στις 5 Ιουνίου μπορεί να δηλώσει αποφασιστικά τη βούλησή μας για καθυστέρηση των υποχρεώσεων, με όλα τα ρίσκα που αυτό συνεπάγεται και με όλες τις ενέργειες που απαιτούνται για την καλύτερη δυνατή στήριξή του.
Χωρίς δραματοποιήσεις. Ακόμη περισσότερο, με αποδραματοποίηση όλων των ενδεχομένων αναφορικά με τον έλεγχο των τραπεζών και του χρήματος ή με την ανάγκη χρήσης εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης και κυκλοφορίας.
Και, βέβαια, με αναβάπτιση της λαϊκής εντολής μέσα από εκλογές γρήγορα. Λέγοντας όλη την αλήθεια για τις ευκαιρίες και τους κινδύνους, χωρίς επικοινωνιακούς εφησυχασμούς, τους οποίους ήδη, νομίζω, έχουμε πληρώσει ακριβά. Εξηγώντας πως μόνο η μεγάλη ενεργητική συστράτευση των εργαζόμενων και των φτωχών θα δώσει τη δυνατότητα να αποκρούσουμε αυτό που μας ετοιμάζουν: εργασιακή σκλαβιά και ταπεινωμένη ζωή για γενιές μπροστά.
Να εξηγήσουμε τις διακινδυνεύσεις. Κυρίως, όμως, να εξηγήσουμε το διακύβευμα, που είναι όσο οριακό διατυπώθηκε στην προηγούμενη παράγραφο.
Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Παίρνοντας υπόψη τους συσχετισμούς, όχι όμως υποτασσόμενοι. Έχουν και οι δανειστές πολλά να χάσουν. Και το ξέρουν κι αυτοί πολύ καλά.
Θεσσαλονίκη, 9 Ιουνίου 2015