Με αποτροπιασμό και απέραντη θλίψη πληροφορηθήκαμε την περασμένη Κυριακή, 02 Αυγούστου, ότι η κυρία Σ.Κ., νεαρή γυναίκα από την Ινδία, που εργαζόταν στη Λάρνακα ως οικιακή εργαζόμενη, βρέθηκε νεκρή κάτω από το μπαλκόνι του διαμερίσματος στον πέμπτο όροφο πολυκατοικίας του εργοδότη της και χώρου εργασίας της. Η προσπάθεια για απόδοση του θανάτου της νεαρής μετανάστριας σε αυτοκτονία θυμίζει κατά πολύ την περίπτωση μιας άλλης νεαρής μετανάστριας, της Oxana Rantseva που το Μάρτιο του 2001 επίσης βρέθηκε νεκρή κάτω από το μπαλκόνι του διαμερίσματος στη Λεμεσό.
Στην υπόθεση Rantsev το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) σε μια ιστορική απόφαση του, σχεδόν δέκα χρόνια μετά το θάνατο τις (7/1/2010), καταδίκασε την Κυπριακή Δημοκρατία για παραβίαση των άρθρων 4 – Απαγόρευση της δουλείας και των καταναγκαστικών έργων, και 2 – δικαίωμα στη ζωή. Η εν λόγω καταδικαστική για την Κύπρο απόφαση του ΕΔΑΔ βασίστηκε κυρίως στην αποτυχία του Κυπριακού κράτους να θέσει σε λειτουργία κατάλληλο νομικό και διοικητικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (καθεστώτος των εργαζομένων στα καμπαρέ και συνθήκες εργασίας), καθώς και στην ελλιπή διερεύνηση των συνθηκών του θανάτου της από την Κυπριακή Αστυνομία.
Κατά τα τελευταία εικοσιτετράωρα, η ΚΙΣΑ έχει γίνει δέκτης πληροφόρησης, με βάση την οποία εγείρονται πολλά ερωτηματικά σχετικά με τις συνθήκες του θανάτου της νεαρής μετανάστριας: Σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες, οι εργοδότες απαγόρευαν στη θανούσα να εξέλθει του διαμερίσματος. Μάλιστα αρνήθηκαν σε ομοεθνείς της που την επισκέφτηκαν την Κυριακή 2 Αυγούστου να της μιλήσουν, λίγες ώρες πριν από το θάνατο της, με σκοπό να πείσουν τους εργοδότες να της επιτρέψουν να μεταβεί στο ινδικό τέμενος για άσκηση των θρησκευτικών της δικαιωμάτων.
Οι εργοδότες, σε συνεννόηση με τον «ατζέντη» της μετέφεραν τη μετανάστρια στην τράπεζα για ανάληψη των αποταμιεύσεων της και κατακρατούσαν το διαβατήριο της με σκοπό να τη μεταφέρουν τη Δευτέρα στα γραφεία του εν λόγω «ατζέντη» για να τη στείλουν πίσω στη χώρα της. Οι ίδιοι εργοδότες άλλαξαν διάφορες εργαζόμενες το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι οποίες έφευγαν λόγω των σκληρών συνθηκών και της ταπεινωτικής μεταχείρισης τους από τους εργοδότες. Το γεγονός ότι η νεαρή μετανάστρια, κατά την πτώση της από το μπαλκόνι του διαμερίσματος, χτύπησε στα κάγκελα μπαλκονιών διαμερισμάτων των πιο κάτω ορόφων καθιστούν το ενδεχόμενο αυτοκτονίας ως εξωπραγματικό.
Επομένως, ο θάνατος της να προήλθε είτε από εγκληματική ενέργεια είτε από ατύχημα στην προσπάθεια της να αποδράσει από το διαμέρισμα που κρατείτο παρά τη θέληση της, φαντάζει πλέον η πιο πιθανή. Σημειώνεται ότι στη σκηνή που εξελίχτηκε το ατυχές συμβάν δεν κλήθηκε ούτε καν το αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Εργασίας, δεδομένου ότι ο θάνατος επήλθε στο χώρο εργασίας της νεαρής. Ο παραλληλισμός της υπόθεσης Rantsev και της Σ.Κ. είναι εύλογος αφού και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει παράνομη στέρηση της ελευθερίας από ιδιώτες, οι οποίοι με την ανοχή και συναίνεση των αρχών αναλαμβάνουν ρόλους και εξουσίες του κράτους. Ταυτόχρονα, το μεταναστευτικό μοντέλο που ακολουθεί η Κύπρος, σε σχέση ειδικά με τις οικιακές εργαζόμενες, τις καθιστά ευάλωτες στην εμπορία προσώπων για σκοπούς εκμετάλλευσης στην εργασία σε βαθμό σύγχρονης δουλείας, ,όπως ακριβώς και στο παρελθόν τις εργαζόμενες με καθεστώς «καλλιτέχνιδων». Αξίζει να αναφερθεί ότι η νεαρή μετανάστρια ήρθε στην Κύπρο να εργαστεί για άλλο εργοδότη, αφού πρώτα κατέβαλε ένα πολύ μεγάλο ποσό σε διάφορους ατζέντηδες για να μπορέσει να εργαστεί στην Κύπρο, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την εθελούσια επιστροφή της στη χώρα της λόγω του υπέρογκου κόστους της μετανάστευσης της, παρά τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων της.
Μετά από επιβεβαιωμένο περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης από τον εργοδότη της, η νεαρή μετανάστρια “μετακινήθηκε από τον ατζέντη της» από τον αρχικό εργοδότη , τον οποίο όμως ο «ατζέντης» ουδέποτε κατήγγειλε στην αστυνομία. Κατά τη μετακίνηση της στο νέο εργοδότη λέχθηκε από τον ίδιο ατζέντη ότι δεν είχε πλέον δικαίωμα αλλαγής εργοδότη και ότι σε περίπτωση «νέας αποτυχίας θα επαναπατριστεί», γεγονός που επέτεινε τις συνθήκες ομηρίας και εκμετάλλευσης, κάτω από τις οποίες ήταν αναγκασμένη να ζει και να εργάζεται. Υπό το φώς των πιο πάνω, η ΚΙΣΑ ζητά: Τη διεξαγωγή ανεξάρτητης ιατροδικαστικής εξέτασης και άλλων απαραίτητων εξετάσεων στη σορό της νεαρής μετανάστριας ώστε να διαφανούν τα αίτια του θανάτου της. Την πλήρη διερεύνηση των συνθηκών υπό τις οποίες η μετανάστρια έχασε τη ζωή της, σύμφωνα με τις αρχές που το ΕΔΑΔ καθόρισε στην υπόθεση Ranchev, από εξειδικευμένο τμήμα της αστυνομίας. Tην ενημέρωση της πρεσβείας της και των μελών της οικογένειάς της αναφορικά με τις συνθήκες του θανάτου της.
Την επαναξιολόγηση από πλευράς της κυβέρνησης του καθεστώτος των οικιακών εργαζομένων και την άμεση έναρξη διαλόγου με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς για την υιοθέτηση ενός σύγχρονου μεταναστευτικού μοντέλου που να διέπει τη διαμονή και απασχόληση των οικιακών εργαζομένων, το οποίο να συνάδει με τις διεθνείς συνθήκες για την προστασία των εργασιακών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιλαμβανόμενης και της Σύμβασης του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας για τις Οικιακές Εργαζόμενες. Σημειώνεται ότι, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες των αρχών, το επάγγελμα της οικιακής εργαζόμενης σε αντίθεση με όλα τα άλλα επαγγέλματα, εξακολουθεί να παραμένει αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών αντί του Υπουργείου Εργασίας.
Πηγή:https://omniatv.com/blog