Την περασμένη Τρίτη συναντήθηκαν στο Δημαρχείο της Αθήνας ο δήμαρχος Γιώργος Καμίνης και ο επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης. Από τις ανακοινώσεις τους προκύπτει ότι μίλησαν για δύο θέματα: το σταδιακό άνοιγμα των κέντρων κράτησης και την επανασύσταση της Δημοτικής Αστυνομίας, δηλαδή για ένα: την ασφάλεια/αστυνόμευση.
Ως άνδρες που προάγουν τον πολιτικό πολιτισμό στην πολύπαθη χώρα μας, πρόβαλαν και οι δύο με αυτοπεποίθηση ότι οι θέσεις τους ταυτίζονται. Για να υπερτονίσουν μάλιστα την ταύτιση αυτή, χρησιμοποίησαν και το ίδιο ρητορικό σχήμα: τη δημοφιλή, ειδικά για το Ποτάμι, (αρνητική) διαζευκτική σύζευξη: «η λύση δεν είναι [ούτε] τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε τα παγκάκια στις πλατείες», ξεκαθάρισε ο Θεοδωράκης – και ο Καμίνης υπερθεμάτισε: «δεν συγχωρείται ούτε το όνειδος της Αμυγδαλέζας, ούτε το να κάνουμε πάρκινγκ δυστυχισμένων ανθρώπων την Ομόνοια».
Από λογική άποψη, τα δύο μέρη της διάζευξης είναι ισοδύναμα: ούτε το Α, ούτε το Β. Ωστόσο, ως λογοθετική πρακτική, το σχήμα αυτό χρησιμοποιείται για να αποκλειστεί με έμφαση το δεύτερο μέρος του – το πρώτο χρησιμεύει περισσότερο ως εισαγωγή (σαν τη χορδή του τόξου που ετοιμάζεται να εκτοξεύσει το βέλος) ή ως ρητορική παραχώρηση στον συνομιλητή, παρόντα ή υποτιθέμενο αντίδικο (γι’ αυτό το λόγο άλλωστε οι προτάσεις του είδους συνήθως συντάσσονται με αντιθετικούς συνδέσμους, όπως το «όμως» ή το «αλλά»).
Για παράδειγμα, αν όπου Α θεωρήσουμε «συνέχιση της λιτότητας» και όπου Β θεωρήσουμε «ρήξη με τους εταίρους», δεν είναι τυχαίο που ο Θεοδωράκης χρησιμοποιεί πάντα το σχήμα «ούτε Α, ούτε όμως και Β», ενώ αντίθετα ο Τσίπρας επιμένει στο «ούτε Β, ούτε όμως και Α». Παρότι από λογική άποψη οι προτάσεις τους είναι ισοδύναμες, ο πρώτος ερμηνεύεται ως υπεύθυνος φιλοευρωπαϊστής και ο δεύτερος ως επικίνδυνος καμικάζι.
Πράγματι, όπως διευκρίνισε ο ηγέτης του Ποταμιού, αντικείμενο της συνάντησης ήταν «τα προβλήματα που αρχίζουν να εμφανίζονται και πάλι στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης«. Ως προς τα προβλήματα αυτά διαπίστωσε ότι «το λάθος της κυβέρνησης» είναι ότι «εδώ έχουμε επιλέξει τη λύση να διαγράψουμε το παρελθόν και προσπαθούμε να χτίσουμε κάτι καινούργιο, το οποίο δεν το έχουμε καν σχεδιάσει».
Το μήνυμα εδώ είναι απολύτως σαφές: αφού το παραπάνω είναι λάθος, το σωστό θα ήταν να προχωρήσουμε στη διαγραφή του παρελθόντος, δηλαδή στο κλείσιμο των κέντρων κράτησης, αφού πρώτα θα είχαμε σχεδιάσει το «καινούριο», δηλαδή τα ανοιχτά κέντρα φιλοξενίας. Ισχύει και το αντιθετο/αντίστροφο: αφού δεν έχουμε τα δεύτερα έτοιμα, δεν έπρεπε να κλείσουμε τα πρώτα.
Με τα παραπάνω δεν θέλω να υποστηρίξω ότι ο Θεοδωράκης αναφέρεται σε ένα πρόβλημα εντελώς επινοημένο ή ανύπαρκτο. Προφανώς υπάρχουν ζητήματα, και το σοβαρότερο αφορά τους ασυνόδευτους ανήλικους, καθώς οι κατάλληλες δομές φιλοξενίας λειτουργούν ήδη στα όριά τους από άποψη χωρητικότητας και χρηματοδότησης. Η συνάντηση όμως Καμίνη-Θεοδωράκη δεν είχε θέμα την προστασία των ευάλωτων ομάδων, αλλά «τους δρόμους και τις πλατείες της πόλης»: με άλλα λόγια, αφορούσε βασικά ένα πρόβλημα ορατότητας/ παρουσίας στον δημόσιο χώρο – και μάλιστα στον συμβολικό και φαντασιακό ομφαλό της πόλης.
Η Ομόνοια, παρά την κοινωνική της ιστορία, και από άλλες απόψεις εξαιτίας της, αλλά και λόγω του κυκλικού της σχήματος και της κεντρικής της θέσης στο «ιστορικό τρίγωνο» του ιδρυτικού πολεοδομικού σχεδίου της πρωτεύουσας, κατείχε πάντα κεντρικότερη θέση στο συλλογικό φαντασιακό από την –περισσότερο φορτισμένη πολιτικά– πλατεία Συντάγματος. Γι’ αυτό και η παρουσία «ανεπιθύμητων» ή περιθωριακών ομάδων γύρω από αυτήν είναι, παραδόξως ταυτόχρονα, μέρος της παραδοσιακής της εικόνας της και αφορμή πρόκλησης ηθικού πανικού.
Με αυτήν την παρατήρηση θέλω να επιστρέψω στο κεντρικό επιχείρημά μου: ο λόγος που διατυπώθηκε από το Ποτάμι και τον Δήμο Αθηναίων, με αφορμή τη σταδιακή εκκένωση των κέντρων κράτησης κατ’ εφαρμογή του νόμου, είναι ουδέτερος μόνο κατ’ επίφαση. Ως τυπικό δείγμα του λόγου του ακραίου Κέντρου, εξισώνει δύο «ακραία κακά» («το όνειδος της Αμυγδαλέζας» και «τη μετατροπή της Ομόνοιας σε πάρκινγκ δυστυχισμένων ανθρώπων»), για να αναδείξει ως χειρότερο το δεύτερο· επικαλούμενος δε την αντικειμενική απουσία οποιασδήποτε άλλης επιλογής (εδώ, των κέντρων φιλοξενίας με «ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης»), να μετατρέψει το πρώτο στη μόνη, δηλαδή την αναγκαία, εναλλακτική.
Με απλά λόγια: το αίτημα στην περίπτωση αυτή είναι η επαναφορά του δυστυχή, μολυσματικού άλλου σε μια κατάσταση εξαίρεσης, μια συνθήκη αορατότητας – ακόμα και με παράβαση του νόμου. Όπως και στην περίπτωση των «δύο άκρων» ή της «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», ο λόγος του ακραίου κέντρου μπορεί να παρουσιάζεται ως μήνυμα μετριοπάθειας, σύνεσης και νομιμοφροσύνης· σε τελική ανάλυση, ωστόσο, υπερασπίζει, τάχα από αναγκαιότητα, την κατάσταση εξαίρεσης των δικαιωμάτων και την ακραία περιστολή των ελευθεριών.