Ε δεν είναι πράγμα αυτό. Ήρθα Χριστούγεννα στην Ελλάδα και αντί να απολαμβάνω τον καφέ μου τον ελληνικό το μερακλίδικο και τη φυσική μου τη βιταμίνη D – που με έχει φάει το συμπλήρωμα τόσους μήνες- (τέλειος ο συνδυασμός κλισέ, εεε; Καφεδάρα, Ελλαδάρα και ήλιος τούμπανο) είμαι εδώ και γράφω για τη λιτότητα.
Αλλά φταίει που παρακολούθησα τα δελτία ειδήσεων και την πρώτη ψηφοφορία για πρόεδρο δημοκρατίας. Είχα ενημερωθεί για τη μιντιακή κατάσταση στην Ελλάδα από εδώ, εδώ και εδώ, οπότε δεν ήρθα άσχετη.
Μετά από μία ώρα ειδήσεις, ρωτάω τη μαμά μου:
– «Μαμά, από Γενάρη περιμένουμε τον Γκοντζίλα στην Ελλάδα;»
-«Νάγια κορίτσι μου, ο Γκοντζίλα είναι ήδη εδώ».
Το πρώτο μου άρθρο στο Νόστιμον αφορούσε τις επιπτώσεις της λιτότητας στη δημόσια υγεία. Είναι λίγο βαρετό, φουλ στους αριθμούς και στα ποσοστά αλλά παρέχει μία ολοκληρωμένη εικόνα για το πόσο καταστροφικά ήταν τα αποτελέσματα της συνταγής που υπαγορεύθηκε και στη συνέχεια ακολουθήθηκε από την εθνική κυβέρνηση. Η λιτότητα στην Ελλάδα συνδέεται με την αύξηση κρουσμάτων Μεταδιδόμενων Ασθενειών (π.χ. ιός του Δυτικού Νείλου, ελονοσία, AIDS), χαμηλή αυτοαξιολογούμενη υγεία (self-rated health) , αυξημένη θνησιμότητα, υψηλά ποσοστά θνησιγένειας και ψυχική υγεία στην κατιούσα.
Και δεν είναι μονό αυτά. Ακολουθεί σχεδιάγραμμα ικανό να φέρει μέχρι και ορκισμένους εχθρούς ένα βήμα πριν το σύμφωνο συμβίωσης. Δώστε βάση:
Το διάγραμμα αυτό περιλαμβάνει όλους τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους συνδέεται η λιτότητα με την υγεία. Σε αυτό πρέπει να προστεθούν και οι Μεταδιδόμενες Ασθένειες. Ανάλυση του διαγράμματος είναι αδύνατη στα πλαίσια ενός άρθρου. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης διαφορετικών ακαδημαϊκών κλάδων οι οποίοι ασχολούνται με τις ανισότητες στην υγεία (health inequalities), την κοινωνική πολιτική και ευρύτερα θέματα δημόσιας υγείας.
Δεκαετίες έρευνας έχουν δείξει μία δυνατή σύνδεση μεταξύ Κοινωνικο-Οικονομικών Παραγόντων (Socio–Economic Determinants of health) και υγείας. Αυτοί αντικατοπτρίζουν τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επηρεάζουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο την υγεία ενός ατόμου, όπως είναι το εισόδημα, η εργασία και η εκπαίδευση[i].
Πάμπολλες εμπειρικές μελέτες[ii] έχουν δείξει 1) ότι η κατανομή εισοδήματος είναι ισχυρά συσχετισμένη με την υγεία όταν μιλάμε για την ίδια χώρα – συσχέτιση η οποία αδυνατεί όταν προχωράμε σε συγκρίσεις μεταξύ κρατών, 2) ότι ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την υγεία του ατόμου είναι το σχετικό και όχι το απόλυτο εισόδημα[1]. Αυτό σημαίνει ότι – όχι μόνον- το χαμηλό εισόδημα per se επηρεάζει αρνητικά την υγεία αλλά και η ανισότητα μεταξύ των μελών της κοινωνίας (ακόμα και εάν αυτά τα μέλη δουλεύουν στην ίδια εταιρία με μία ελάχιστη διαφορά στην ιεραρχία) αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου. Μετά από το εκτεταμένο επιστημονικό ενδιαφέρον, είναι ασφαλές να πούμε ότι τα ποσοστά θνησιμότητας ακολουθούν αυτή την κοινωνική διαβάθμιση.
Και όχι μόνο.
Την ίδια κοινωνική διαβάθμιση ακολουθούν και πολλοί παράγοντες κινδύνου[2] για διάφορες χρόνιες ασθένειες[iii]. Για παράδειγμα, άνθρωποι με πιο υψηλό μορφωτικό επίπεδο έχουν πιο πολλές πιθανότητες να τρέφονται σωστά και ν’ ασκούνται περισσότερο. Ταυτόχρονα, υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ φτώχειας και χρήση παράνομων αλλά και νόμιμων (καπνός, αλκοόλ) ναρκωτικών. Αυτό σημαίνει ότι όσο πιο χαμηλό εισόδημα έχει κάποιος, τόσο πιθανότερο είναι να δημιουργήσει κάποιου είδους εξάρτηση[iv]. Οξύμωρο το ξέρω – θα είχε λογική να μειώνεται η κατανάλωση σε συνάρτηση με το εισόδημα– αλλά αληθές και ιδιαιτέρως πολύπλοκο.
Επομένως, δεν πέφτετε από τα σύννεφα εάν σας πω ότι η παχυσαρκία, η στεφανιαία νόσος, ο διαβήτης τύπου ΙΙ και άλλες παθήσεις επηρεάζουν δυσανάλογα τις λιγότερο προνομιούχες κοινωνικο-οικονομικές τάξεις[v].
Τέλος, η φτώχεια και οι ευρύτερες περιβαλλοντικές συνθήκες επηρεάζουν την υγεία μέσω της ‘φυσιολογικής/ βιολογικής οδού’. Ένας άνθρωπος, ο οποίος αντιμετωπίζει καθημερινά προβλήματα επιβίωσης, ζει σε μία μόνιμη κατάσταση άγχους. Το άγχος αυτό συνδέεται με τη ενεργοποίηση της αντίδρασης μάχης ή φυγής (fight or flight response) [vi]. Όταν ένα άτομο έρχεται αντιμέτωπο με μία στρεσογόνο κατάσταση (ζημιογόνο γεγονός, επίθεση, απειλή για την επιβίωση του) η βιολογική αντίδραση του οργανισμού είναι παρόμοια με αυτή που συναντιέται στα ζώα: το συμπαθητικό νευρικό σύστημα ενεργοποιείται και μεγάλες ποσότητες αδρεναλίνης και νορεπινεφρίνης εκκρίνονται στο σώμα – η αντίδραση είναι είτε μάχη, είτε φυγή. Μελέτες έχουν δείξει ότι διαρκής ενεργοποίηση του μηχανισμού μάχης ή φυγής οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα, η οποία με τη σειρά της (σε μεγάλες συγκεντρώσεις) οδηγεί σε εξασθένηση της γνωστικής λειτουργίας του εγκεφάλου[vii]. Ακόμη, άνθρωποι οι οποίοι εκτίθενται σε αχγογόνες καταστάσεις – όπως για παράδειγμα μία μητέρα που δε ξέρει εάν θα της φτάσουν τα λεφτά για το επόμενο σουπερ μάρκετ – είναι πιο πιθανόν να παρουσιάσουν κατάθλιψη, αυξημένη επιδεκτικότητα σε λοιμώξεις, διαβήτη, υψηλή αρτηριακή πίεση, να υποστούν εγκεφαλικό επεισόδιο και καρδιακή προσβολή[viii].
Τέλος, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν άμεσα την ανάπτυξη ενός ατόμου. Εάν θέλουμε να έχουμε υγιείς, παραγωγικούς, ψυχικά ισορροπημένους ενήλικες, πρέπει πρώτα να επενδύσουμε στην ανάπτυξη των παιδιών- ήδη πριν ακόμα αυτά γεννηθούν[ix]. Οι πολύπλοκες γνωστικές ικανότητες ‘χτίζονται’ πάνω στις ικανότητες που σχηματίστηκαν σε πολύ νεαρή ηλικία. Η μορφολογία του εγκεφάλου (i.e. οι συνδέσεις μεταξύ των νευρώνων- ας πούμε ότι ισχύει ότι όσο πιο πολλές, τόσο το ‘καλύτερο’) επηρεάζεται από το περιβάλλον στο οποίο έχει ζήσει το άτομο από πολύ νεαρή ηλικία. Παιδιά που έχουν μεγαλώσει σε περιβάλλον το οποίο στερείται διαπροσωπικών στοιχείων επικοινωνίας, είναι πιθανό να αναπτύξουν λιγότερο πολύπλοκη μορφολογία και κατ’ επέκταση λιγότερες πιθανότητες για ανάπτυξη πολύπλοκων ικανοτήτων στην ενήλικη ζωή τους. Τέλος, παρατεταμένες περίοδοι άγχους (για παράδειγμα λόγω επισιτιστικής ανασφάλειας) σε πολύ νεαρή ηλικία συνδέεται – μέσω ενός μηχανισμού ο οποίος διαμορφώθηκε από τα δισεκατομμύρια χρόνια ανθρώπινης εξέλιξης – με παχυσαρκία κατά την ενήλικη ζωή[x]. Επομένως, όταν μία πολιτική καταδικάζει παιδιά σε φτώχια και τοξικό οικογενειακό περιβάλλον (λόγω έλλειψης κοινωνικής πρόνοιας, η οποία οφείλει να παρεμβαίνει σε προβληματικές καταστάσεις), ουσιαστικά εμποδίζει αυτά τα άτομα να κατακτήσουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους, τα καταδικάζει σε πολλαπλά δια βίου προβλήματα υγείας[3] και δημιουργεί ή διαιωνίζει μία ‘φιλάσθενη’ κοινωνία[xi].
Ο Γκοντζίλα, λοιπόν, είναι ήδη εδώ. Και άφησε πίσω του συντρίμμια. Στο part 2 μία ευχάριστη ιστορία για ένα παρ’ ολίγον Γκοντζίλα σε μία χώρα μακρινή.
[1] Όσοι/όσες πάσχουν από παχυσαρκία, μπορούν να χάσουν ένα 10% του ολικού τους βάρους. Είναι εξαιρετικά δύσκολo να συντηρήσουν μεγαλύτερη απώλεια βάρους από αυτή.
[i] Rose, G. and Marmot, M. (1981). Social class and coronary heart disease. British heart journal, 45(1), pp.13–19.
Robertson, A., Lobstein, T. and Knai, C. (2007). Obesity and socio-economic groups in Europe: Evidence review and implications for action. European Commission
[ii] Burns H. The biology of poverty. Lecture. Liverpool: Hope University. Available at: https://www.belfasthealthycities.com/images/stories/PDFs/dr%20burns%20nov%2007.pdf; 2009.
[iii] Panacea.med.uoa.gr, (2014). Νευροεπιστήμες -12. Στρες. [online] Available at: https://panacea.med.uoa.gr/topic.aspx?id=894 [Accessed 19 Dec. 2014].
Marmot and Wilkinson (supra)
[iv] Marmot and Wilkinson (supra)
[v] Shonkoff, J., Boyce, T., Cameron, J., Duncan, G., Fox, N., Greenough, W., Gunnar, M., Knudsen, E., Levitt, P., Lozoff, B., Nelson, C., Phillips, D. and Thomson, R. (2007). The Science of Early Childhood. National Scientific Council on the Developing Child
[vi] Burns (supra)
[vii] Οτιδήποτε αναφέρθηκε στη παράγραφο: Shonkoff et al (supra)
[2] Παράγοντες κινδύνου είναι στοιχεία του περιβάλλοντος ή της συμπεριφοράς του ατόμου που αυξάνουν τις πιθανότητες του να νοσήσει. Οι πιο συνήθεις παράγοντες κινδύνου (που σχετίζονται με την ατομική συμπεριφορά και όχι με το περιβάλλον) για Μη-Μεταδιδόμενες Ασθένειες είναι το κάπνισμα, η έλλειψη φυσικής άσκησης, μη ισορροπημένη διατροφή και υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.
[viii] Dowler, E. (2001). Inequalities in diet and physical activity in Europe. Public health nutrition, 4(2B; SPI), pp.701–710
[ix] Jarvis, M. and Wardle, J. (2006). Social Patterning of Individual Health Behaviours. In: M. Marmont, ed., Social Determinants of Health, 2nd ed. Oxford: Oxford University Press, pp.224-237
[3] Απόλυτο εισόδημα: «έχω μισθό που μου εξασφαλίζει να ζω αξιοπρεπώς»
Σχετικό εισόδημα: «έχω μισθό που μου εξασφαλίζει να ζω αξιοπρεπώς αλλά δε συγκρίνεται με τα λεφτά που βγάζει η προϊσταμένη μου». Δείκτης ανισότητας.
[x] Marmot, M. and Wilkinson, R. (2006). Social determinants of health. 1st ed. Oxford: Oxford University Press.
Wilkinson, R. (1996). Unhealthy societies. 1st ed. London: Routledge.
Adler, N., Boyce, T., Chesney, M., Cohen, S., Folkman, S., Kahn, R. and Syme, S. (1994). Socioeconomic status and health: the challenge of the gradient. American psychologist, 49(1), p.15
[xi] Ibid.