Ο Προμηθέας εμφανίζεται μέσα στους αρχαίους μύθους ως ο κατεξοχήν πλάστης των ανθρώπων, που θέλοντας να τους γλυτώσει από τις αδυναμίες τους απέναντι στη φύση, με σχέδιο καλά οργανωμένο αποφασίζει να κλέψει από τους θεούς τη φωτιά (σύμβολο της γνώσης και του λόγου), δωρίζοντάς την στους δεύτερους. Για την πράξη του αυτή, οι θεοί ζητούν εκδίκηση: ο Ήφαιστος θα τον αλυσοδέσει σε μια κορυφή του Καύκασου, ενώ με διαταγή του Δία ένας αετός, ο Κένταυρος Χείρων, κατασπαράζει όλη τη μέρα ζωτικά του όργανα, τα οποία όμως ανανεωνόταν τη νύχτα, ακριβώς για να γίνουν και πάλι βορά του αρπακτικού.
Από τον Μιχάλη Θεοδοσιάδη
Την ίδια στιγμή, με βάση πάλι τον μύθο, ο Προμηθέας είναι πάντα αναγκασμένος να φορά στο κεφάλι στεφάνι και στο δάχτυλο σιδερένιο περιβραχιόνιο, σύμβολα πλήρους υποταγής και ταπείνωσης στο Δία. Η τιμωρία του που είχε καθοριστεί να είναι αιώνια, θα λήξει μόνο με το φόνο του αετού από τον Ηρακλή, ο οποίος θα του ανοίξει μια αιώνια πληγή χρησιμοποιώντας δηλητηριασμένο βέλος.
Ο Προμηθέας λατρευόταν στην αρχαία Αθήνα ως θεός της φωτιάς, ταυτισμένος με τον σπινθήρα της πολιτικής φαντασίας, που δίδαξε στους ανθρώπους πώς να χρησιμοποιούν το λόγο και τη σωφροσύνη, ώστε να ξεφεύγουν από την κυκλική κατάσταση του μόχθου, ωθώντας τους να εξέλθουν από τα έγκατα της γης, και να αντικρίσουν τον ήλιο, το φως της γνώσης και της σοφίας.
Επομένως, ο Προμηθέας θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ο πρώτος «διδάσκαλος» της πολιτικής, δεδομένου ότι παροτρύνει τους ανθρώπους να απομακρυνθούν από τη βαναυσότητα της δουλείας [1], δηλαδή την ατέρμονη διαδικασία που αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην επιβίωση (μέσω της εξασφάλισης των βασικών υλικών αγαθών, χρήσιμα για την εξυπηρέτηση βιολογικών αναγκών), χρησιμοποιώντας το λόγο και τη φιλοσοφία, δηλαδή τη συνεχόμενη αναζήτησης της αλήθειας.
Ταυτόχρονα, όμως, συμβολίζει την ανυπακοή και την αμφισβήτηση (βασικό συστατικό της πολιτικής, όντας ταυτισμένη με τη δημοκρατία – στον αρχαίο κόσμο). Πλήθος καλλιτεχνών χρησιμοποίησαν το μύθο αυτόν ως βασικό τους θέμα στα έργα τους. Προσέγγισαν τον Προμηθέα ως πρότυπο θυσίας στο βωμό της χειραφέτησης, ως μια φιγούρα τραγική, μια τραγικότητα που διαφαίνεται ακριβώς μέσα από την ύβρη του νικητή εις βάρος του ηττημένου, εις βάρος αυτού που τολμά να ακολουθήσει το δρόμο της ανυπακοής.
Η άρνηση και η σταύρωση: από την αρχαιότητα στη χώρα της ουτοπίας
Μερικές χιλιάδες χρόνια αργότερα, κι ενώ η αλληγορική φιγούρα του Προμηθέα εμφανίζεται διαρκώς μέσα στην ιστορία ως σύμβολο αυτοθυσίας για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, σαν τραγωδία ή και σαν φάρσα ταυτόχρονα, από την ύβρη της σφαγής των Μηλίων, μέχρι το δράμα των Κομμουνάρων, θα άξιζε να σταθούμε για λίγα λεπτά στο ζόφο του Ρωσικού εμφυλίου, και τη δράση μιας μικρής ομάδας Ουκρανών αναρχικών, καθοδηγούμενοι από την εμβληματική φυσιογνωμία του Νέστορ Μάχνο.
Οι Ουκρανοι αναρχικοί θα χυθούν στη μάχη τόσο ενάντια στις δυνάμεις της Τσαρικής παλινόρθωσης, του Βράνγκελ, άλλα και στην απολυταρχία των μπολσεβίκων. Παρότι, όμως, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ήττα των πρώτων – συμμαχώντας μαζί τους, όπως και ο Προμηθέας συμμάχησε με τους Ολύμπιους θεούς ενάντια στους Τιτάνες – η ηγεσία του Μπολσεβίκικου κόμματος δεν θα τους επιτρέψει να ηγεμονεύσουν στην Ουκρανικη επικράτεια, καθώς ο στρατηγός Φρούνζε τους καλεί να παραδώσουν τα όπλα και να ενταχθούν στον Κόκκινο στρατό. Οι Μαχνοβικοί, όμως, αρνούνται να συνθηκολογήσουν, και οι Μπολσεβίκοι στις 23 Νοέμβρη του 1920 διατάζουν τη διάλυση του αναρχικού στρατού με τη βία των όπλων. Ως αντίποινα, δεκάδες χιλιάδες Μαχνοβικοί τουφεκίζονται στα κελιά του καθεστώτος.
Λίγα χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του Λένιν (ηγέτης της Οκτωβριανής Επανάστασης, που οδήγησε το ΚΚΣΕ στην εξουσία), ο αδίστακτος Γεωργιανός Ιωσήφ Στάλιν κατέλαβε τη θέση του πρώτου. Εξεκαθάρισε κάθε πολιτικό του αντίπαλο (Μπουχάριν, Τρόστκι. Τουχαβέτσκι, Ζηνόβιεφ κτλ) και έχοντας συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στα χέρια του, επέβαλε σκληρή, στρατιωτική δικτατορία (που υποτίθεται ήταν του προλεταριάτου, αλλά στην πραγματικότητα της ολιγαρχίας του κόμματος).
Έτσι, λίγα χρόνια πριν την εισβολή της χιτλερικής Γερμανίας (1941) στο υπερκράτος της Σοβιετικής Ένωσης, η Ουκρανία θα βρεθεί αντιμέτωπη με έναν από τους χειρότερους λιμούς που γνώρισε ποτέ, τη γνωστή γενοκτονία του Holodomor που ούτε λίγο ούτε πολύ αποδίδεται στις οικονομικές πολιτικές του Στάλιν.
Θα ήταν, ωστόσο, μεγάλο λάθος να συνδέαμε τον θάνατο εκατομμυρίων Ουκρανών πολιτών αποκλειστικά και μόνο με την αποτυχία των πολιτικών του δικτάτορα, αγνοώντας τυχόν εσκεμμένα κίνητρα που έθεταν ως βασικό τους στόχο να καταστήσουν τον Ουκρανικό πληθυσμό ανίκανο να αντιδράσει, βυθίζοντας τον στην πείνα και την εξαθλίωση μέσω ενός τόσο φοβερού λιμού, παίρνοντας εκδίκηση παραδειγματική για την τόλμη που έδειξαν μόλις πριν μερικές δεκαετίες οι αναρχικοί – που μεγάλο κομμάτι Ουκρανών πολιτών τους ακολούθησε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, όπως αναφέρει και ο Peter Arschinov (2005) – , να αμφισβητήσουν την απολυταρχία του ΚΚΣΕ.
Το χρέος ως φύλο συκής…
Αν νομίζουμε ότι ο Σταλινικός και ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός αποτελούν τις μόνες στιγμές όπου η ανθρωπότητα διολίσθησε στην ύβρη μάλλον έχει έρθει η στιγμή να αναθεωρήσουμε, όπως άλλωστε μας το επιβάλει και η τρέχουσα επικαιρότητα. Διότι οι υπερδομές μπορούν και εισάγονται ανεμπόδιστα κάθε φορά που ο άνθρωπος πολίτης λιποτακτεί, αδιαφορώντας για το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού του μέσα στον κοινό κόσμο, αναθέτοντας αυτή τη δραστηριότητα σε δυνάστες και τυράννους ολιγάρχες, σφυρηλατώντας νέες αλυσίδες ενώ την ίδια στιγμή συστηματικά καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι οι παλιές έχουν ήδη σπάσει.
Βρισκόμαστε στο έτος 2010, όπου και πάλι ο εξεγερμένος άνθρωπος όντας υποχείριο του καλοκουρδισμένου Λεβιάθαν, στο βωμό μιας υπόσχεσης (ψευδαίσθησης), όχι όμως αυτής που ακούει στο όνομα «νόμοι της ιστορίας» ή «νόμοι της φύσης», αλλά αυτής που επικαλείται το σοδομισμό της ανθρώπινης ψυχής για χάρη των αριθμών, της προόδου, και της διάλυσης κάθε ανθρώπινου δεσμού ως «παρωχημένο εργαλείο», αυτός λοιπόν ο άνθρωπος θα βρεθεί και πάλι αλυσοδεμένος.
Θα πρέπει, λοιπόν, να σταθούμε στον ωμό κυνισμό της ολιγαρχίας, αυτό δηλαδή που βλέπουμε εδώ και πέντε έτη πλέον, από τις δηλώσεις σύσσωμου του Ευρωπαϊκού «πολιτικού» κόσμου, τις καταγγελίες, τις επικρίσεις, και την, εμφανέστατη πλέον, διάθεση εκδίκησης εναντίον του Ελληνικού λαού, χρησιμοποιώντας το χρέος ως φύλο συκής (αναιρώντας ακόμα και αυτό που για αιώνες σφράγιζε την κοινή λογική των ελεύθερων ανθρώπων, το περιβόητο salus rei publicae suprema lex esto, που για τον Μάρκο Τύλλιο Κικέρων – όπως αναφέρει στο De Legibus – αποτελούσε βασικό πυλώνα ενός δημοκρατικού – res publica – πολιτεύματος).
Γιατί όμως πρόκειται για φύλο συκής; Αν σταθούμε και πάλι στο μύθο Προμηθέα, εστιάζοντας στο πιο ουμανιστικό μήνυμα της ιστορίας, τη θυσία του εξεγερμένου και την τιμωρία της αμφισβήτησης, τότε ίσως μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα την πραγματική τραγικότητα των ημερών που διανύουμε, την εκδικητική τιμωρία ενάντια σε αυτόν που αντιστέκεται, αυτού που καλείται να θυσιαστεί στο βωμό της κάφκικης δυστοπίας του ευρωπαϊκού υπερκράτους (που κάθε μέρα που περνά, γίνεται όλο και πιο συγκεντρωτικό, όλο και πιο αυταρχικό, λες και αποτελεί πιστό αντίγραφο του Σοβιετικού τερατουργήματος).
Αν υπάρχει κάτι που συνδέει διαχρονικά τη δυστυχία του Ουκρανικού λαού κατά τη διάρκεια του Holodomor και του Ελληνικού δράματος της μετα-2008 εποχής, είναι ακριβώς το ίδιο στοιχείο, οι συνέπειες της άρνησης στην υποταγή. Όπως πολύ χαρακτηριστικά είχε γράψει κάποτε και μια Γερμανική εφημερίδα, η Tageszeitung:
«Όταν η Ελλάδα βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης απάντησαν με επιθέσεις ειρωνείας και μίσους: […] ‘Πως περνάνε οι Έλληνες με τα δισεκατομμύριά μας’ […] Εντελώς διαφορετική η εικόνα με την Ιρλανδία: Η ίδια εφημερίδα τιτλοφορούσε σχετικό άρθρο της: ‘H Ευρώπη τρέμει για το μέλλον της Ιρλανδίας’ και έκανε λόγο για ‘ιρλανδική τραγωδία’ επισημαίνοντας: ‘Οι ουρές των ανθρώπων που πεινούν στο Δουβλίνο είναι τόσο μεγάλες που συχνά δεν χωράνε σ’ ένα δρόμο’ […]»
«Για ποιο λόγο η διαφορετική αντιμετώπιση;» αναρωτιέται ο συντάκτης, ξεμπροστιάζοντας την υποκρισία της ολιγαρχίας. «Μήπως επειδή οι Έλληνες δεν αποδέχονται μοιρολατρικά αυτά που συμβαίνουν και κατεβαίνουν στο δρόμο, ενώ την ίδια στιγμή οι Ιρλανδοί ντρέπονται γιατί απλώνουν το χέρι; Τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης δείχνουν υπερβολική κατανόηση για τους Ιρλανδούς, οι οποίοι μετά από αιώνες φτώχειας έβγαλαν χρήματα και έκαναν επί μια 15ετία πάρτι σπατάλης»
Παρότι, λοιπόν, οι περισσότερες χώρες δορυφόροι του ευρωζουρλομανδύα, και κυρίως η Ιρλανδία, πλήττονται από υπέρογκα χρέη, καμία από αυτές δεν κατάφερε να θέσει υπό αμφισβήτηση κομμάτι των θεσμισμένων κανόνων, όπως συνέβη στην Ελλάδα κατά τα τέλη του 2008. Αν κάποιοι πιστεύουν ότι όλο αυτό είναι μια συναισθηματική εθνικιστική εικασία, δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά στις προεκλογικές ομιλίες των «συντηρητικών» ηγετών, Άνγκελα Μέρκελ και Νικολά Σαρκοζύ, όπου και αρκεί για να επιβεβαιώσει κανείς τα παραπάνω: το σεισμό της εξέγερσης του Δεκέμβρη.
Το προεκλογικό τους ύφος, καθώς και ο μεστός τους λόγος, σε συνδυασμό με τις καταγγελίες για τους τραπεζικούς νεποτισμούς και την έλλειψη οραμάτων στην νέα γενιά (που – εν μέσω μιας τοξικής κρίσης – έβραζε μέσα στην αβεβαιότητα, όπως ακριβώς και οι εξεγερμένοι νέοι στην Αθήνα) ελάχιστα έχουν να κάνουν με μια νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιά παράταξη.
Πριν τις Γαλλικές εκλογές, μάλιστα, ο Σαρκοζύ, υπό την πίεση ορισμένων διαμαρτυριών (σαφέστατα επηρεασμένων από τον Δεκέμβρη), την παραμονή της Πρωτοχρονιάς εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που θεωρείται ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους του προγράμματος της κυβέρνησής του, λέγοντας τα εξής στους υπουργούς του: «Δεν θέλουμε έναν Ευρωπαϊκό Μάη του ’68 εν μέσω των Χριστουγέννων». «Αυτό που είδαμε στην Ελλάδα θα μπορούσε να συμβεί κι εδώ στη Γαλλία», προειδοποίησε ο πρώην Σοσιαλιστής Πρωθυπουργός Laurent Fabius εν όψη των φοιτητικών διαμαρτυριών που είχε ως αποτέλεσμα περίπου εκατό γαλλικά λύκεια να κλείσουν.
Εν κατακλείδι…
Το τραγικό συμπέρασμα, λοιπόν, των παραπάνω είναι λιτό και ξεκάθαρο: ο Ελληνικός λαός έπρεπε να τιμωρηθεί [2]. Του άξιζε να τιμωρηθεί παραδειγματικά, να ξεφτυλιστεί και να λοιδωρηθεί. «Δείξτε στον Ελληνικό λαό όλο το μίσος που νιώθεται για τον ίδιο σας τον εαυτό» ήταν το μήνυμα των ευρωδεσποτάδων. Του άξιζε λοιπόν να αλυσοδεθεί όπως ο Προμηθέας στα βράχια, διότι τόλμησε να αμφισβητήσει τη δόξα και την ηγεμονία των θεών (του χρήματος), διότι τόλμησε να πετάξει στους υπόλοιπους λαούς μια δάδα φωτιάς – όχι αυτής των οδοφραγμάτων, αλλά της φλόγας που ενεργοποιεί την πολιτική φαντασία, που αναδιαμορφώνει τον εύθραυστο κοινό κόσμο των ανθρώπων.
Έπρεπε, λοιπόν, να στιγματιστεί και να ταυτιστεί με το μεγαθήριο (τον Βέχεμωθ) ώστε να πάψει πια να υφίσταται η υπόνοια ότι οι πράξεις αμφισβήτησης και ρήξης αποτελούν πρότυπο για την ανθρωπότητα (η οποία, με βάση τους ιερούς κώδικες των ευρωδεσποτάδων, πρέπει μόνο να μοχθεί και να μη ζητά πολλά). Ήταν αναγκαίο λοιπόν ο Ελληνικός λαός να βασανιστεί και να απομονωθεί, να υποστεί ότι ακριβώς υπέστη και ο Φλωρεντίνος Μακιαβέλλι στην προσπάθειά του να ανατρέψει το μοναρχικό καθεστώς των Μεδίκων (με στόχο να επαναφέρει τη δημοκρατία στην πόλη).
Έπρεπε, λοιπόν, να βουλιάξει στο ζόφο για να καμφθούν όλες του οι αντιστάσεις, ή με άλλα λόγια, να βυθιστεί μέσα σε μια αυτοτροφοδοτούμενη κρίση: με διαταγή των θεών θα κατασπαράζονται όλη τη μέρα τα ζωτικά του όργανα, τα οποία όμως ανανεώνονται τη νύχτα, ακριβώς για να καταστούν και πάλι βορά των ίδιων αρπακτικών/βασανιστών, περιμένοντας τον Ηρακλή να καταφθάσει ως deus ex machina. Πρέπει, όμως, να συνειδητοποιήσει ότι αυτή τη φορά ο κλήρος έλαχε στον ίδιο να παίξει τόσο τον ρόλο του Προμηθέα όσο καί του Ηρακλή!
[1] Βάναυσος κατά την Ελληνική αρχαιότητα, ήταν χαρακτηρισμός που αποδιδόταν σε ανθρώπους των οποίων τα συμφέροντα ήταν ταυτισμένα αποκλειστικά και μόνο με την χειρωνακτική εργασία, και όχι μετις υποθέσεις της αγοράς, τις πολιτικές και φιλοσοφικές υποθέσεις (Arendt, 1998, σ.81). Για τον Αριστοτέλη (1992, σ.152), «βάναυσον δ’ ἔργον εἶναι δεῖ τοῦτο νομίζειν καὶ τέχνην ταύτην καὶ μάθησιν, ὅσαι πρὸς τὰς χρήσεις καὶ τὰς πράξεις τὰς τῆς ἀρετῆς ἄχρηστο νἀ περγάζονται τὸ σῶματῶν ἐλευθέρων ἢ τὴν διάνοιαν». Για την Arendt, ο μόχθος ως διαδικασία «βάναυση» αναφέρεται σε κάθε δραστηριότητα η οποία εξυπηρετεί μόνο τον βιολογικό κύκλο (διαδικασία που άρμοζε στους δούλους και όχι στους ελεύθερους ανθρώπους). Η ερμηνεία που αποδίδει στην Ελληνική αρχαιότητα μας βοηθά να καταλάβουμε το πόσο εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η κατάσταση του μόχθου με την πράξη – δηλαδή τηνπολιτική αρετή -, πως μόνο όσοι καταφέρνουν να δραπετεύσουν από τούτη την ατέρμονη διαδικασία μπορούν να εισέλθουν στο πολιτικό πεδίο, τον κοινό κόσμο, για να καταστούν πραγματικά ελεύθεροι.
[2] Προς αποφυγή κάθε παρερμηνείας, οποιαδήποτε ανάγνωση της συγκεκριμένης θέσης κάτω από το διαχρονικό αφήγημα του εγχώριου ακροδεξιού εθνικιστικού (και συχνά αντισημιτικού) αυτοθυματισμού – πως ο Ελληνικός (περιούσιος) λαός βρίσκεται διαρκώς στο στόχαστρο μιας διεθνούς σκοτεινής συνωμοσίας – αναιρεί το βασικό δίδαγμα των παραπάνω παραλληλισμών, που δεν είναι άλλο παρά οι κοινωνικοί αγώνες, οι διεκδικήσεις, το δημόσιο πεδίο καθώς και η στέρηση της πολιτικής ελευθερίας, ο αποκλεισμός και η εκδίκηση του καταπιεστή εις βάρος του Προμηθέα ως φιγούρα πολιτικής ανυπακοής, παρά μια εμμονική φαντασίωση.
Επιπλέον αναφορές
Αριστοτέλης, 1992. Πολιτικά. Τομ. 1. Αθήνα: Κάκτος
Arendt, H., and Canovan, M., 1998. The Human Condition. 2Nd ed. Chicago: The University of Chicago Press.
Arshinov, P., 2005. History of the Makhnovist Movement. London: Freedom Press.