Πολύς λόγος γίνεται ξανά τις τελευταίες εβδομάδες για την ελευθερία της έκφρασης, του λόγου, και ποια είναι τα όριά τους.
Πριν μιλήσω γι’ αυτά θα ήθελα να εξηγήσω τη θέση μου σχετικά με αυτό το θέμα, αλλά και να δώσω σε όποιον τον ενδιαφέρει να καταλάβει τι είναι αυτό το οποίο προσπαθώ να προστατέψω μέσα από τούτο εδώ το blog· πάντα στον πολύ μικρό βαθμό που μου αναλογεί.
Θεωρώ ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει την προσωπική του άποψη, αναλαμβάνοντας φυσικά και την ευθύνη των γραπτών του (ή προφορικών του).
Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες ειδήσεις που απασχόλησαν τον μέσο αναγνώστη-τηλεθεατή στην Ελλάδα, θεωρώ πως οι εκκλήσεις πολλών, κατά τα άλλα «φίλων της ελευθερίας» ή ριζοσπαστών, να επικροτήσουν την παρέμβαση της αστυνομίας στην υπόθεση της άθλιας ανάρτησης για τον δολοφονημένο Βαγγέλη Γιακουμάκη, ήταν λάθος.
Όπως λάθος ήταν η αγωγή του Πάνου Καμμένου στον Ανδρέα Πετρουλάκη, στην οποία του ζητά 1 εκατ. ευρώ, αλλά λάθος ήταν και η κίνηση του Γιώργου Κατρούγκαλου κατά του Βασίλη Χιώτη.
Εμετική είναι επίσης και η αγωγή της Άννας Παναγιωταρέα στην Δέσποινα Κουτσούμπα για μια ανάρτηση της δεύτερης στο Facebook.
Έχω γράψει ξανά ότι τα πολιτικά πρόσωπα απαιτείται να μπαίνουν στο στόχαστρο κριτικής – ακόμη κι άδικης ή οριακά συκοφαντικής – υπό την προϋπόθεση ο καταγγέλλων να μιλά με συγκεκριμένα στοιχεία και να μη λειτουργεί ως μέσο εξυπηρέτησης συμφερόντων ή εκτελεστής συμβολαίων.
Ο Βασίλης Χιώτης, με τη στάση του από το πρώτο του άρθρο για τον Κατρούγκαλο –στο οποίο ανέφερε μάλιστα ότι ο υπουργός εξελέγη βουλευτής στις 25 Γενάρη-, δείχνει πως όχι μόνο δεν έχει στοιχεία, αλλά λειτουργεί ως κοινός εκβιαστής διαφημίζοντας στο Twitter ότι διαθέτει χαρτιά αλλά δεν τα δημοσιεύει όλα επειδή έτσι αντιλαμβάνεται αυτός ότι λειτουργεί η δημοσιογραφία.
Χρονια πολλα και καλα στον Γ. Κατρουγκαλο που εχει σημερα γενεθλια… Με κερασε κιολας σημερα. Εγω το δωρακι του το φυλαω για την Κυριακη…
— Chiotis Vasilis (@ChiotisVasilis) March 27, 2015
Ο Πάνος Καμμένος, από την άλλη, κινήθηκε εναντίον του Πετρουλάκη για ένα κείμενο στο οποίο γίνεται αναφορά για μια υπόθεση που έχει τελεσιδικήσει αλλά για τους δικούς του –καθόλα ηθικούς- λόγους, ο συντάκτης εξακολουθεί να ανακινεί τα γεγονότα αφήνοντας κυρίως πολιτικούς υπαινιγμούς.
Η Άννα Παναγιωταρέα, από την άλλη, ενεργεί ξεκάθαρα ως πρεσβευτής της φίμωσης της αντίθετης άποψης και της κριτικής, επιχειρώντας να χτυπήσει πολιτικά την Δέσποινα Κουτσούμπα επειδή δεν της αρέσουν αυτά που γράφει.
Όσο για τους άρρωστους του blog που έβριζε τον Γιακουμάκη; Αυτοί ήταν, είναι, και θα είναι ένα μικρό δείγμα πολλών σιχαμένων που βρίσκονται εκεί έξω οι οποίοι το μόνο που επιδιώκουν είναι να τραβήξουν την προσοχή και να κερδίσουν τη δημοσιότητα που δεν του αξίζει.
Στην Ελλάδα δηλώσαμε όλοι «Σαρλί» όταν οι φανατικοί ισλαμιστές μπήκαν με τα όπλα στα γραφεία του περιοδικού και γάζωσαν τους σκιτσογράφους και τους δημοσιογράφους του. Κλάψαμε και στείλαμε και τον πρωθυπουργό μας να διαδηλώσει ενάντια σε όσους θέλουν να φιμώσουν τους άλλους, ακόμη κι αν αυτοί οι άλλοι παρουσιάζουν τον Ιησού Χριστό σε παρτούζα με τον Θεό και τον Άγιο Πνεύμα, και τον Μωάμεθ να μετατρέπεται σε αρχισυντάκτης και να λογοκρίνει τα άρθρα του περιοδικού.
Εάν το Σαρλί Εμπντό κυκλοφορούσε στην Ελλάδα με την ίδια ακριβώς σύνθεση και νοοτροπία, θα μπορούσε κάλλιστα να δημοσιεύσει σκίτσο στο οποίο η Άννα Παναγιωταρέα, ως άλλη επίσημη εκπρόσωπος του τάφου της Αμφίπολης, θα συμμετείχε σε παρτούζα με τα κόκαλα των νεκρών και τις ακέφαλες σφίγγες, κι ο Αντώνης Σαμαράς θα μαλακιζόταν βλέποντας τους. Τραβηγμένο ε; Κι όμως, δεν είναι.
Το Σαρλί Εμπντό θα μπορούσε να βγάλει σκίτσα με την Αγγελική Νικολούλη να κλέβει το, σε προχωρημένη σήψη, κορμί του νεκρού Βαγγέλη Γιακουμάκη μέσα από το νεκροτομείο και να το περιφέρει στο στούντιο της παρακμιακής της εκπομπής, με την κάμερα να ζουμάρει στα ξεραμένα αίματα των σφαγμένων του φλεβών. Τραβηγμένο κι αυτό ε; Κι όμως, ούτε αυτό είναι.
Σε μια χώρα που τα πολιτικά πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να αυτοαμνηστεύονται για οποιαδήποτε υπόθεση τους αφορά μέσω μιας απλής ψηφοφορίας στη βουλή, τα όρια που ισχύουν για οποιονδήποτε κοινό θνητό ξεπερνιούνται.
Κι αν κάποιος αναρωτιέται τί συμβαίνει με την περίπτωση του Βασίλη Χιώτη και όλων των καναλιών που συντονισμένα προσπαθούν να την πέσουν σε έναν υπουργό, ας αναλογιστεί αυτό: Στην Ελλάδα υπάρχουν στα χαρτιά οι Ενώσεις Συντακτών και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, τα οποία βρίσκονται εκεί –υποτίθεται- για να προστατεύουν και τους αναγνώστες-τηλεθεατές, αλλά και την ίδια τη δημοσιογραφία και την ενημέρωση στο σύνολό της.
Τα συμβούλια αυτά απαρτίζονται από ανθρώπους οι οποίοι είτε παραμένουν στις θέσεις τους αμετακίνητοι εδώ και χρόνια δρώντας ως άλλοι Πάπες της ενημέρωσης, είτε εναλλάσσονται μέσω εκλογών διατηρώντας στο ακέραιο τον πυρήνα της ύπαρξής τους, ο οποίος δεν είναι άλλος από την τυφλή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών ΜΜΕ στην Ελλάδα και την απόλυτη προστασία της πολιτικής αρχής, όταν κι εφόσον η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας.
Ρόλος τους –κανονικά- είναι να παρεμβαίνουν όταν βλέπουν έναν «συνάδελφο» να λειτουργεί ως εκβιαστής. Όχι για να προστατέψουν τον Κατρούγκαλο ή τον κάθε Κατρούγκαλο, αλλά για να υπερασπιστούν κυρίως τις αξίες της δημοσιογραφίας και την ποιοτική ενημέρωση του κοινού.
Κύριος ρόλος του ΕΣΡ δεν είναι να ψάχνει να βρει ποιος είπε «μαλάκας» σε κάποια μεσημεριανή εκπομπή, αλλά να προστατέψει το περιεχόμενο της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας και να αποκλείσει τα σκυλέματα νεκρών και την τυφλή πρόσκληση σε οργή και μίσος εναντίον συγκεκριμένων κοινωνικών ή εργασιακών ομάδων από τα κανάλια και τα ραδιόφωνα των Ευαγγελάτων της ενημέρωσης, που μόλις μυριστούν λίγο αίμα πουλάνε και την ψυχή της μάνας τους για περισσότερη τηλεθέαση.
Απώτερος στόχος όλων αυτών είναι η προστασία της ενημέρωσης και η διατήρηση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ πομπού και δέκτη. Κι όμως. Ο δέκτης έχει γυρίσει την πλάτη σε αυτούς εδώ και χρόνια. Μόνο για το 2014, και σύμφωνα με την κατάταξη των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, η Ελλάδα ήταν 99η με βάση την ελευθερία του Τύπου, χάνοντας 15 ολόκληρες θέσεις. Η «ανεξάρτητη» δημοσιογραφία στην Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη θέση από το Κιργιστάν, τη Ζάμπια, το Κουβέιτ, το Μπουτάν, την Κένυα, την Λιβερία, την Αλβανία, τη Γεωργία, το Κόσοβο, την Αρμενία, τη Μοζαμβίκη, το Τόγκο και το Μπενίν.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Νοεμβρίου του 2014 που αφορούσε την εμπιστοσύνη του κόσμου στους θεσμούς, το 80% δήλωσε ότι δεν εμπιστεύεται τις εφημερίδες και το 76% την τηλεόραση. Αν δεν υπήρχαν, μάλιστα, τα κόμματα, τηλεόραση κι εφημερίδες θα ήταν παρέα στον πάτο της κατάταξης.
Στην Ελλάδα δεν φυλακίζονται μαζικά δημοσιογράφοι, ούτε εκτελούνται ο ένας μετά τον άλλο όπως συμβαίνει στην Τουρκία ή την Κίνα. Δεν έχουμε κλειστά κι ελεγχόμενα social media. Έχουμε όμως γενικευμένες αστυνομικές επιθέσεις σε ρεπόρτερ. Επαγγελματικό και κοινωνικό αποκλεισμό της αντίθετης άποψης. Συντονισμένη κυρίαρχη αφήγηση των γεγονότων με γνώμονα το συμφέρον των εγχώριων ολιγαρχιών. Φίμωση δημοσιογράφων υπό την απειλή της αργής βιολογικής εξόντωσης μέσω της ακραίας φτώχειας. Εργασιακή ανασφάλεια, «μαύρη» κι εξοντωτική εργασία, καταφανέστατη εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, πληρωμένα στόματα και πένες, εξαγορασμένες συνειδήσεις, μαζικές αγωγές τεραστίων συμφερόντων με μοναδικό στόχο να εξοντώσουν οικονομικά όλα τα αντιδραστικά ΜΜΕ ή τις μεμονωμένες τους φωνές.
Και πού οδηγούν όλα αυτά; Στην πλήρη απαξίωση αξιών όπως είναι η πραγματική ελευθερία της έκφρασης, ο αντίθετος κι ανατρεπτικός δημόσιος λόγος, το δικαίωμα να λες την άποψή σου χωρίς να χρειάζεσαι την προστασία κανενός.
Η δημοσιογραφία είναι ένα από τα πιο συναρπαστικά επαγγέλματα του κόσμου. Για μένα, το συναρπαστικότερο. Στην Ελλάδα ο μέσος δημοσιογράφος θεωρείται από πολλούς ρουφιάνος και τσιράκι των αφεντικών του. Κατηγορίες άδικες, αλλά όχι αβάσιμες. Διότι ακόμη και στις ίδιες τις ενώσεις του, δείχνει διαρκώς με τη στάση που κρατά πως είτε του αρέσει πραγματικά ό,τι συμβαίνει, είτε αδιαφορεί πλήρως.
Η μέρα που όλες οι χρεοκοπημένες εφημερίδες και κανάλια θα κλείσουν, δεν έφτασε. Κι ούτε θα φτάσει ακόμη και με αυτήν την κυβέρνηση των αριστερών πολιτικών που στέκονται στην ουρά για να συμμετάσχουν στα πάνελ του εμετού και της απαξίωσης. Κι επειδή δεν πρόκειται να φτάσει με δαύτους, δεν θα έρθει ποτέ με καμία πολιτική παρέμβαση. Όσο ο κόσμος τους παρακολουθεί και τους αγοράζει, τόσο τα χρεοκοπημένα κι απαξιωμένα κανάλια κι εφημερίδες θα εξακολουθήσουν να παίρνουν δάνεια πολλών εκατομμυρίων για να μας λένε πως όσοι ζουν με δανεικά φταίνε και πρέπει να τιμωρηθούν.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν έχει σχέση με την πραγματική ελευθερία της έκφρασης. Παρόλα αυτά, κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μου ζητήσει να σταματήσω να την υπερασπίζομαι και να τη ζητώ, επειδή δεν χωνεύει τον Χιώτη ή τον Πετρουλάκη. Ακόμη κι αν αυτή αφορά όλα τα καθάρματα της ενημέρωσης ή τους παρανοϊκούς και διαστροφικούς βεβηλωτές νεκρών. Γιατί πολύ απλά, δεν έχουμε να προτείνουμε κάτι διαφορετικό. Κι αν σήμερα σε κάποιους αρέσει που μπαίνουν αστυνομικοί στο σπίτι ενός πανίβλακα blogger για μια εμετική ανάρτηση, αύριο μπορεί να μπουν και στο δικό μου ακόμη και για τούτες εδώ τις γραμμές.
Προσωπικά, δεν θα νομιμοποιήσω ποτέ την πρακτική της καταστολής. Θα είμαι όμως εκεί για να στηρίξω όπως μπορώ την πραγματική αλλαγή στο τοπίο της ενημέρωσης και τη μεταμόρφωση της νοοτροπίας των ίδιων των Μέσων, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες στους χώρους εργασίας. Και για να γίνει αυτό, τα πράγματα πρέπει να ξεκινήσουν από το κεφάλι. Τα σωματεία, τα συμβούλια, και τον τρόπο με τον οποίο οι πραγματικοί δημοσιογράφοι και «δημοσιολογήτες» προστατεύονται από τους ισχυρούς.
Διαφορετικά, το μόνο που θα κάνουμε είναι άλλη μια τρύπα στο νερό. Αριστερόστροφη αυτή τη φορά.
(Όχι, το παραπάνω κείμενο δεν αφορά όσους προσκαλούν σε πογκρόμ, ρατσιστική ή μη βία εναντίον συγκεκριμένων ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων, και διακίνηση ή αναδημοσίευση παιδικής πορνογραφίας ή οπτικοακουστικού υλικού θυμάτων εμπορίας λευκής ή μαύρης σαρκός. Εξηγούμαστε, για να μην παρεξηγούμαστε)