Η επιλογή Παυλόπουλου για την προεδρία της δημοκρατίας ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Όχι τόσες όσες περίμενα για να είμαι ειλικρινής, αλλά οπωσδήποτε δεν πέρασε απαρατήρητη. Αναμενόμενο. Πολλοί, μετά το «κάψιμο» της επιλογής Αβραμόπουλου, που βάσει των πληροφοριών μέχρι λίγο καιρό πριν θεωρούταν το απόλυτο φαβορί, περίμεναν ένα πρόσωπο από την αριστερά. Δεν προέκυψε.
Θα προσπαθήσω, σύμφωνα με τη δική μου λογική, και χωρίς να διεκδικώ το αλάθητο του πάπα, να ερμηνεύσω την απόφαση της κυβέρνησης. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε στις εκλογές 36% και κάτι ψιλά. Κοντολογίς, περί το ένα τρίτο των ψηφοφόρων. Μεγάλο, τεράστιο ποσοστό για τα δεδομένα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι ικανό να του εξασφαλίσει αυτοδυναμία. Αλλά ακόμη κι αν ήταν λίγο μεγαλύτερο, ελάχιστα πράγματα θα άλλαζαν.
Είτε 36%, είτε 38%, είτε 40% η γενική εικόνα θα παρέμενε πάνω κάτω η ίδια. Και θα παρέμενε η ίδια διότι εδώ δεν μιλάμε για μια νορμάλ περίοδο όπου το ένα κόμμα διαδέχεται το άλλο και καλείται να διαχειριστεί τα τρέχοντα, συνήθη προβλήματα. Η χώρα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Όχι, βέβαια, κυριολεκτικά, αλλά οι κοινωνικές συνθήκες που έχουν δημιουργήσει τα μνημόνια και η λιτότητα μόνο σε πόλεμο συναντώνται.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, καλείται να διαχειριστεί αυτή την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση. Σε αυτή την προσπάθεια είναι αυτονόητο ότι θα χρειαστεί συμμάχους. Τόσο εντός, όσο και εκτός των συνόρων. Εκτός των συνόρων, τα πράγματα είναι δεδομένα. Κάποιες καλές κουβέντες από λίγους, εχθρική διάθεση από τους συντριπτικά περισσότερους. Και δεν έχει καμία σημασία αν οι πολλοί είναι εχθρικοί απέναντί μας γιατί πιέζονται από τη Γερμανία, τους το επιβάλλουν τα συμφέροντά τους (βλέπε Ισπανία) ή γιατί το πιστεύουν.
Το αποτέλεσμα ένα και το αυτό. Η Ελλάδα, πέρα από κάποια λόγια κατανόησης, είναι σχεδόν μόνη της. Τουλάχιστον στο προσκήνιο. Στο παρασκήνιο ίσως να υπάρχουν κάποιοι που μας αντιμετωπίζουν πιο φιλικά. Όμως, εφόσον δεν βγαίνουν να το εκφράσουν δημόσια, η γενική εικόνα παραμένει η ίδια.
Στο εσωτερικό μέτωπο τώρα, τα πράγματα είναι καλύτερα. Μολονότι οι επίσημοι κομματικοί σχηματισμοί, εξαιρουμένων των συμμάχων ΑΝ.ΕΛ., είναι όλοι εχθρικοί απέναντι στην κυβέρνηση, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια πρωτοφανή αποδοχή της κυβέρνησης και του τρόπου που διαπραγματεύεται. Αυτό στην πραγματικότητα είναι το μοναδικό της όπλο, η αποδοχή των πολιτών. Όχι μόνο των πολιτών–ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών.
Κι αυτό το όπλο η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να το εκμεταλλευτεί στο έπακρο και, εάν βεβαίως μπορεί, να το ενισχύσει. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η κυβέρνηση δεν έχει κάπου αλλού να πιαστεί. Απέναντι στον καταιγισμό των πυρών που δέχεται, τόσο από τους δανειστές μας, όσο και από την εγχώρια διαπλοκή και τους υποστηρικτές της, το μόνο που μπορεί να αντιπαραβάλλει είναι η λαϊκή βούληση και ομοψυχία. Άρα, η επιλογή ενός προσώπου από το χώρο της μετριοπαθούς δεξιάς έχει ακριβώς αυτό το σκοπό: να ενισχύσει την κοινωνική ομοψυχία και, κατ’ επέκταση, το μοναδικό της όπλο.
Πέρα όμως από το πρακτικό του ζητήματος, υπάρχει και κάτι άλλο εξίσου –αν όχι περισσότερο– σοβαρό: η κυβέρνηση προσπαθεί να χτίσει ένα μέτωπο απέναντι στον πιο επικίνδυνο εχθρό. Κι αυτός δεν είναι ούτε οι δανειστές μας, ούτε η εγχώρια διαπλοκή και οι υποστηρικτές της. Ο μεγάλος εχθρός είναι ο νεοφιλελευθερισμός. Αυτή η μισάνθρωπη ιδεολογία που προσπαθεί να επιβάλλει το τέλος της πολιτικής και να τα μεταθέσει όλα στους αριθμούς και στους λογιστές. Και σ’ αυτό το μέτωπο χωράνε οι συντριπτικά περισσότεροι (εξαιρώ, βεβαίως, τους φασίστες/ναζιστές, οι οποίοι είναι ο δεύτερος πραγματικός εχθρός, αλλά, προς το παρόν, λιγότερο επικίνδυνος).
Το ότι, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, ο πιο σκληρός επικριτής της κυβέρνησης είναι το ακραίο κέντρο, ο κατεξοχήν εκφραστής του νεοφιλελευθερισμού, μόνο τυχαίο δεν είναι. Αυτή η κάστα, που ενώ αυτροπροσδιορίζεται ως προοδευτική, στην πραγματικότητα είναι ό,τι πιο συντηρητικό έχει εμφανιστεί στην πολιτική σκηνή τα τελευταία πολλά χρόνια. Μια μετάλλαξη της παραδοσιακής δεξιάς, που έχει μεν απεμπολήσει εθνικισμούς, πατριδοκαπηλίες, θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς, αλλά αναφορικά με την οικονομική της προσέγγιση είναι δεξιότερη των δεξιών.
Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η παραδοσιακή, λαϊκή δεξιά είναι συντηρητική, αλλά μια κάποια κοινωνική ευαισθησία τη διαθέτει. Όπου κι αν κυβέρνησε, τουλάχιστον τα χρόνια μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι να προκύψει η λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού, προσπάθησε να προωθήσει μεν τα συμφέροντα της εκάστοτε άρχουσας τάξης, αλλά δεν θέλησε να ισοπεδώσει τους λαούς –το ακριβώς αντίθετο από τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις.
Αντιλαμβάνομαι ότι πολλοί δεν χαίρονται με αυτή την εξέλιξη. Δεν θέλουν να κάνουν κολλεγιές με δεξιούς, με ανθρώπους που μέχρι πολύ πρόσφατα βρίσκονταν (εν μέρει, ακόμη βρίσκονται) στα απέναντι χαρακώματα. Όμως, στη ζωή δεν έρχονται όλα όπως τα θέλουμε. Όταν ο εχθρός είναι υπέρτερος ή το διακύβευμα τεράστιο, οφείλεις, εάν βεβαίως σε ενδιαφέρει να νικήσεις και όχι να αποκτήσεις τον τίτλο του νεκρού ήρωα, να συμμαχήσεις και με κόμματα/χώρους που δεν συμπαθείς /ταυτίζεσαι. Έτσι παίζεται το παιχνίδι στην πολιτική. Διαλέγεις και παίρνεις: ή συμμαχίες που δεν σε ξετρελαίνουν, ή… «ηρωικώς πεσών».
Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ζωή δεν τελειώνει εδώ. Αυτή είναι μια από τις πολλές μάχες του ιδεολογικού πολέμου που διεξάγεται εκατοντάδες χρόνια τώρα. Όταν με το καλό καταφέρουμε να ξεμπερδέψουμε με το καρκίνωμα του νεοφιλελευθερισμού, θα μπορέσουμε πάλι να πολεμήσουμε τον παραδοσιακό μας εχθρό, τη δεξιά.
Αλλά σ’ αυτόν τον πόλεμο θα πολεμήσουμε στα ίσια, όπως το κάνουμε χρόνια τώρα, χωρίς μπαμπεσιές και, κυρίως, χωρίς να χρησιμοποιούμε όπλα που στοχεύουν στο να εξολοθρεύσουν την ανθρωπότητα. Σαν κι αυτά τα όπλα δηλαδή, που χρησιμοποιούν, αποκλειστικά, οι πλέον μισάνθρωπες ιδεολογίες, ο ναζισμός και ο νεοφιλελευθερισμός.