Συμπληρώσαμε τέσσερις μήνες διαπραγματεύσεων. Τέσσερις μήνες γεμάτοι εναλλαγή συναισθημάτων. Τη μια ένταση και συγκρούσεις, την άλλη νηνεμία και ελπίδα για συμφωνία. Όμως, μετά από ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, οφείλουμε να συνάγουμε ορισμένα συμπεράσματα. Τόσο για τις διαπραγματεύσεις αυτές καθαυτές, όσο και για τις δυνατότητες και τις επιδιώξεις των διαπραγματευόμενων.
Ήταν γνωστό από την πρώτη στιγμή πως η Ελλάδα ήταν ο πιο αδύναμος διαπραγματευτής. Το οπλοστάσιό της ήταν σχεδόν άδειο από σοβαρά όπλα. Και λέω σχεδόν, διότι το μοναδικό σοβαρό όπλο της ήταν και είναι η απειλή εξόδου από το ευρώ (βλέπε, Κούγκι). Επίσης, ήταν γνωστό από την ημέρα εκλογής του ΣΥΡΙΖΑ ότι το «σημείο βρασμού» βρίσκεται κάπου μέσα στον Ιούνιο. Τότε που θα έπρεπε να πληρώσουμε μερικά δισεκατομμύρια στους δανειστές μας, και τα οποία δισεκατομμύρια ήταν δεδομένο πως δεν θα τα έχουμε.
Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε αυτό ακριβώς το σημείο. Πλέον οι μπλόφες, οι απειλές, τα ίσως και τα άμα δεν έχουν θέση. Βέβαια, είμαι σχεδόν σίγουρος πως κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν ήθελε να φτάσουν τα πράγματα εδώ που είναι σήμερα. Όλοι θα προτιμούσαν να έχει λήξει η διαπραγμάτευση νωρίτερα. Όμως, μια τέτοια εξέλιξη θα έπρεπε να βρει τον έναν από τους δυο διαπραγματευόμενους ηττημένο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά η ήττα του θα ήταν αποτέλεσμα της δικής του βούλησης. Θα έπρεπε, δηλαδή, να αποδεχθεί την ήττα του και να υπογράψει αυτά που συνέφεραν τον άλλον. Ευτυχώς για εμάς και δυστυχώς για τους δανειστές μας αυτό το σενάριο δεν ευοδώθηκε.
Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Ενώ μέχρι λίγο καιρό πριν όλα έδειχναν ότι υπάρχει μια –μικρή έστω– σύγκλιση, η προ ημερών πρόταση που κατέθεσαν οι δανειστές απέδειξε ότι σύγκλιση δεν υπήρξε ποτέ. Ή μήπως όχι; Η αλήθεια, κατά την εκτίμησή μου, βρίσκεται κάπου στη μέση. Είχε σημειωθεί κάποια μικρή πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, αλλά δεν ήταν τόση ώστε να μας οδηγήσει σε συμφωνία. Τώρα, βέβαια, θα αναρωτηθεί κάποιος «κι αφού είχε υπάρξει σύγκλιση, γιατί οι δανειστές κατέθεσαν αυτό το σχέδιο;». Η απάντηση είναι σύνθετη. Πρώτον, είναι πλέον πασιφανές ότι οι δανειστές παίζουν με το χρόνο. Ήλπιζαν ότι όταν φτάσουμε στο «σημείο βρασμού», τότε που θα πρέπει να πληρωθούν μερικά δισ τα οποία δεν υπάρχουν, θα υπαναχωρήσουμε. Δεν θα έχουμε τα γκατς να κάνουμε στάση πληρωμών. Έτσι ήλπιζαν, αλλά δεν τους βγήκε. Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε, για χίλιους δυο λόγους, να υπογράψει ό,τι και οι προηγούμενοι. Αν το έκανε, θα κατέρρεε πριν προλάβει να πει κύμινο. Μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της κοινοβουλευτικής του ομάδας, είναι αποφασισμένοι να τιμωρήσουν αμείλικτα αυτόν που θα τους κοροϊδέψει. Τα προηγούμενα πέντε χρόνια, τότε που ΠΑΣΟΚ και ΝΔ τον κορόιδεψαν ασύστολα, είναι βαθιά χαραγμένα τόσο στη μνήμη τους, όσο και στην ποιότητα της ζωής τους. Ως εκ τούτου, και παρά τα παραμύθια ότι είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε από το τούνελ και η ανάπτυξη είναι προ των πυλών, γνώριζαν πως αν η επιλογή της κυβέρνησης ήταν ίδια με αυτή των προηγούμενων, δεν θα υπήρχε καμία ουσιαστική βελτίωση. Άρα, η επιλογή «οικονομική ασφυξία» που επέβαλλαν οι δανειστές δεν τους βγήκε. Η απόφαση της κυβέρνησης να καθυστερήσει τη δόση στο ΔΝΤ έβαλε ταφόπλακα σε αυτού του είδους τα σχέδια.
Δεύτερον, πλέον είναι κοινός τόπος ότι εντός των δανειστών υπάρχει διχογνωμία. Ενώ μέχρι πριν λίγο καιρό το συγκεκριμένο σενάριο είτε καλυπτόταν έντεχνα ώστε να μην αναγνωρίζεται είτε υποβαθμιζόταν, τώρα είναι μέρος του παιχνιδιού. Κι αυτό το αναγνωρίζουν άπαντες. Η διχογνωμία Σόιμπλε-Μέρκελ, που πολλοί, μεταξύ αυτών και εγώ, αναρωτιούνταν αν αφορά στο «καλός μπάτσος-κακός μπάτσος», είναι υπαρκτή και όχι παιχνίδι που αφορά στη διαπραγματευτική τακτική. Ο σκληρός νεοφιλελεύθερος πυρήνας, που έχει επικεφαλής τον Σόιμπλε και εκτελεστικά όργανα τον Ντάισεμπλουμ αλλά και αρκετούς υπουργούς οικονομικών/πρωθυπουργούς που βρίσκονται στη γερμανική σφαίρα επιρροής, δείχνει να επιζητά τη συντριβή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Μολονότι αυτή η ομάδα εμφανίζεται αδιάλλακτη και πανίσχυρη, τις τελευταίες μέρες δείχνει να έχει χάσει τη δύναμη που είχε στο πρόσφατο παρελθόν. Πλέον, τα ηνία του ευρωπαϊκού άρματος δείχνει να τα έχει πάρει η ίδια η Μέρκελ, σε αγαστή συνεργασία με τις ΗΠΑ, οι οποίες, για να μην ξεχνιόμαστε, πιέζουν από την πρώτη στιγμή για λύση. Αυτή η εξέλιξη ήταν η πιο σημαντική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που προσπαθούσε από την αρχή, να ξεφύγουμε δηλαδή από τη διαπραγμάτευση των αριθμών και να εστιάσουμε σε λύση πολιτική, δείχνει να κερδίζει έδαφος. Τώρα, βέβαια, κάποιοι θα πουν «αν είναι έτσι, γιατί οι δανειστές κατέθεσαν ένα σχέδιο που δεν δείχνει την παραμικρή βελτίωση;». Μολονότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος, έχω την αίσθηση ότι αυτή τους η κίνηση αφορά εσωτερικές διεργασίες των δανειστών. Κοντολογίς, πριν η Μέρκελ παρακάμψει εντελώς τον Σόιμπλε και τους συν αυτώ, θέλησε να τους χρυσώσει το χάπι: «καταθέσαμε τη δική σας πρόταση, οι Έλληνες την απέρριψαν και, επειδή χρειαζόμαστε οπωσδήποτε λύση, την προσπερνάμε και πάμε παρακάτω».
Τρίτον, παρά την απογοήτευση για το πισωγύρισμα, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να έχει κερδίσει έδαφος. Στο εσωτερικό μέτωπο, και παρά τις αήθεις και συνεχόμενες επιθέσεις από τη διαπλοκή και τους εραστές των μνημονίων, παραμένει, βάσει των δημοσκοπήσεων, πανίσχυρος. Το ίδιο πάνω-κάτω συμβαίνει και στο εξωτερικό. Ενώ μέχρι πρότινος οι περισσότεροι ευρωπαίοι ηγέτες τον αντιμετώπιζαν σαν παρία, σαν ένα ενοχλητικό έντομο που πρέπει να εξολοθρευτεί πάση θυσία, τώρα έχει μετατραπεί σε αναγκαίο κακό. Η αναβάθμιση δεν είναι σπουδαία, αλλά είναι καθοριστικής σημασίας. Εφόσον τα σενάρια ανατροπής και «αριστερής παρένθεσης» αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες, τώρα θα πρέπει να τον αντιμετωπίσουν στα ίσια και χωρίς περιστροφές. Να διαπραγματευτούν επί της ουσίας τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, να προσπαθήσουν για μια κοινά αποδεκτή λύση η οποία θα είναι απαλλαγμένη από ιδεολογικές αγκυλώσεις αλλά και τιμωριτική διάθεση. Το πού θα καταλήξει όλο αυτό είναι ζήτημα προς διερεύνηση. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στο στόχο της.
Τέλος, θα αναφερθώ σε κάτι που δεν έχει εισπράξει τη σημασία που του αξίζει: τη σχέση Τσίπρα-Μέρκελ. Πολλοί έχουν ψέξει τον πρωθυπουργό για τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζει την Καγκελάριο. Θα έπρεπε, υποτίθεται, ο Τσίπρας να είναι σκληρός απέναντί της, να μην την εκθειάζει και να μην χρησιμοποιεί γαλιφιές για να την προσεγγίσει. Με μια πρώτη ανάγνωση, δεν φαίνεται παράλογη αυτή η θέση. Όταν μέχρι πριν λίγο καιρό ο Τσίπρας κατηγορούσε τους αντιπάλους του ως «Μερκελιστές», το να εκθειάζει κάθε τρεις και λίγο την καγκελάριο δεν φαίνεται και πολύ φυσιολογικό. Από την άλλη όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλοι οι ηγέτες είναι άνθρωποι. Κοινώς, πίσω τα εθνικά/ταξικά συμφέροντα, από την προσπάθεια να κερδίσει ο καθένας όσο το δυνατόν περισσότερα, υπάρχει πάντοτε το ανθρώπινο υπόβαθρο. Κι όταν υπάρχει μια καλή προσωπική σχέση, που στην περίπτωση Τσίπρα-Μέρκελ φαίνεται να υπάρχει, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως δυο άνθρωποι που διαφωνούν ριζικά θα καταφέρουν να τα βρουν επειδή συμπαθεί ο ένας τον άλλον. Σημαίνει, όμως, ότι η καλή προσωπική σχέση μπορεί να βοηθήσει να γίνουν μικρά αλλά απαραίτητα βήματα, τα οποία θα βοηθήσουν να προχωρήσει η διαδικασία. Κι αυτό δεν πρέπει να το υποτιμάμε…
Το κουβάρι εξακολουθεί να είναι πολύ μπερδεμένο. Οι παίκτες πολλοί και με συμφέροντα αντικρουόμενα. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να πετύχει μια καλή συμφωνία, πώς θα αντιδράσουν οι Ισπανοί, οι οποίοι σε λίγο καιρό έχουν εκλογές; Θα είναι σαν οι Γερμανοί να πετάνε τον Ραχόι στην αρένα για να τον κατασπαράξουν τα λιοντάρια των PODEMOS. Τους συμφέρει μια τέτοια λύση; Εννοείται πως όχι. Εκτός… κι αν οι Γερμανοί αποφασίσουν να αλλάξουν πολιτική. Να εγκαταλείψουν δηλαδή τη σκληρή λιτότητα, της οποίας τα αποτελέσματα έχουν κάνει την Ευρώπη μαλλιά-κουβάρια, και να προσχωρήσουν σε μια λογική κεϋνσιανή. Δύσκολο μεν, όχι απίθανο δε. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην παρούσα φάση το κυρίως διακύβευμα είναι οικονομικό, αλλά το γεωπολιτικό έχει κάνει, μετά τη ρήξη με τη Ρωσία, εμφατική εμφάνιση. Κι η Ελλάδα δείχνει να ποντάρει πολλά στο χαρτί της γεωπολιτικής. Όπερ σημαίνει, ότι οι ισορροπίες αλλάζουν. Αυτό που θα αποφασιστεί τώρα, τόσο η Ευρώπη, όσο και η Ελλάδα θα το κουβαλούν στην πλάτη τους για πολύ καιρό. Κι αφήνω απέξω το σενάριο η στάση πληρωμών εκ μέρους της Ελλάδας να λειτουργήσει ως ωρολογιακή βόμβα που θα ανατινάξει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Διότι μπορεί πολλοί διαφωτισμένοι Έλληνες να χρησιμοποιούν το βλακώδες επιχείρημα «τους απειλούμε ότι θα αυτοκτονήσουμε», αλλά ξεχνούν ότι τα δισεκατομμύρια που θα χαθούν σε αυτή την περίπτωση θα πλήξουν την ευάλωτη ευρωπαϊκή οικονομία. Αν, μάλιστα, ισχύουν οι διάφορες φήμες περί των αλχημειών που έχουν κάνει πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες ώστε να εμφανίζονται υγιείς ενώ στην πραγματικότητα είναι «απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα», τότε τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα για τους δανειστές.
Εξακολουθώ να πιστεύω ότι συμφωνία θα υπάρξει. Τώρα, βέβαια, όπως έχω πει ξανά, δεν ξέρω αν αυτό θα είναι για καλό ή για κακό. Εκτίμησή μου είναι, πως το ευρώ είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ισχυρών οικονομιών της Ευρώπης. Αν σε αυτό προσθέσουμε και το γεγονός πως οι ισχυροί είναι αυτοί που κινούν τα νήματα, άρα όλες οι αποφάσεις θα είναι πάντοτε υπέρ των συμφερόντων τους, δεν ξέρω αν η παραμονή στην ευρωζώνη θα μας ωφελήσει ή θα μας βλάψει. Όμως, επειδή αυτή μου η προσέγγιση είναι περισσότερο προϊόν διαίσθησης και λιγότερο γνώσης, θα αφήσω τους ειδικούς να απαντήσουν επί του συγκεκριμένου ερωτήματος και θα συνταχθώ με τους πολλούς που προσδοκούν μια συμφωνία, η οποία, όμως, δεν θα είναι μια από τα ίδια. Αλλιώς, κάτι μου λέει ότι θα γυρίσουμε στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε…