Πόσο υπέροχο είναι να χάνεσαι στο βυθό τής ελληνικής θάλασσας. Δεν έχει καμία σύγκριση με κανέναν άλλο βυθό στον πλανήτη αυτό, πιστέψτε με. Οπουδήποτε αλλού κι αν βούτηξα, είδα μόνο θολά νερά και πλάσματα παράξενα που δείχνουν σε ντοκιμαντέρ εξειδικευμένα.
Από τον Πάνο Μουχτερό
Πουθενά δεν ένιωσα ούτε στο ελάχιστο τα φοβερά εκείνα συναισθήματα που κατέκλυζαν τη ραχοκοκαλιά μου, όταν εξερευνούσα τα δικά μας τα πελάγη, δεν αντίκρισα πουθενά αλλού την καθαρότητα, τη διαύγεια των υδάτων, καθώς μπλέκεται με μυριάδες χρώματα διαφορετικά, έτσι όπως στροβιλίζουν μέσα από εναλλασσόμενες ηλιακές αντανακλάσεις.
Από τόσο δα μικρό παιδάκι, στην πρώτη μου κιόλας δειλή βουτιά, συνειδητοποίησα ότι κάτω από το νερό κρύβεται ένας τελείως άλλος κόσμος. Ακόμα και όταν βρίσκεσαι σε ένα μόλις μέτρο βάθος και σέρνεσαι ξαπλωτός πάνω στην υγρή άμμο, είναι αρκετό για να νιώσεις δέος απέναντι σε αυτή την ανεξάντλητη φύση που εξαπλώνεται στα μάτια σου μπροστά.
Οι ήχοι, οι εικόνες, οι αισθήσεις, οι φιγούρες των λουομένων ανθρώπων, όλα αποκτούν μια εντελώς διαφορετική διάσταση από εκείνη που έχουν έξω, στη στεγνή ατμόσφαιρα. Και όσο τα μέτρα από τη βουτιά σου αυξάνονται, όσο διεισδύεις όλο και βαθύτερα μέσα σε αυτόν τον υδάτινο χωροχρόνο, τόσο εντονότερα ακούς την καρδιά σου να χτυπά, τόσο περισσότερο μπλέκεται η βαθιά σου η ανάσα με την ανάσα αυτής της ευλογημένης γης.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αν η στεριά είναι τα χέρια και τα πόδια αυτού του πλανήτη, ο βυθός είναι τα πνευμόνια του. Γι’ αυτό και απαιτεί από εσένα να πάρεις τις καλύτερές σου, τις πιο βαθιές αναπνοές. Αλλιώς, σε πνίγει.
Ο θαυμασμός μου για όλη αυτή την απέραντη βυθισμένη ομορφιά ενισχύθηκε, όταν έμαθα για μια αρχαία πόλη που ο θρύλος λέει ότι πριν από αιώνες παρασύρθηκε στα άδυτα των αδύτων και ότι έχει μείνει από τότε να στέκει έτσι, στον πάτο της θαλάσσης. Όποιο εγχειρίδιο κι αν διάβασα, όποια ταινία κι αν παρακολούθησα για το μυστήριο που περιβάλλει τη Χαμένη Ατλαντίδα, έμενα πάντα εντυπωσιασμένος με τις απίστευτες περιγραφές αυτής της ναυαγισμένης γειτονιάς.
Άλλοι λένε ότι πρόκειται για μια πόλη ένδοξη, αρχαιοελληνική, με κίονες και αγάλματα, που όταν βυθίστηκε βρισκόταν στη μεγαλύτερη ακμή της, ότι μέσα της υπάρχουν ακόμα πλούτη άθικτα, αγαθά άφθονα, ότι γύρω της περιδιαβαίνουν γυναίκες πεντάμορφες, εκθαμβωτικές, πλασμένες από τη σάρκα τής Θεάς Αφροδίτης, ότι οι άνδρες είναι ίδιοι με τους αρχαίους Έλληνες πολεμιστές, θεόρατοι και καλογυμνασμένοι.
Αλλού πάλι, περιγράφουν μια κατάσταση, η οποία θυμίζει όσα έχουμε διδαχθεί για τον κήπο της Εδέμ, ότι πρόκειται για ένα θέαμα παραδεισένιο, με πλάσματα που προσάρμοσαν τη φύση τους στο νέο τους περιβάλλον, για να επιβιώσουν στο νερό, με εξαιρετικά επιστημονικά αποτελέσματα, τα στοιχεία λένε για πουλιά που εκπέμπουν φως χρωματιστό από τα μάτια, την ώρα που χορεύουν φτερουγιστά, ότι οι επιζήσαντες εκεί δεν επικοινωνούν με λέξεις αλλά με μουσικές που βγαίνουν από τη μύτη και τα αυτιά, ότι όταν πλαγιάζουν και κάνουν έρωτα προκαλούνται δεκάδες παλίρροιες που στη συνέχεια φεύγουν με ταχύτητα φωτός και εμφανίζονται ως πελώρια κύματα στον έξω κόσμο.
Ένας υποθαλάσσιος οργασμός που λες και έρχεται και σκάει πάνω στης γης το σώμα.
Ένας βασικός λόγος λοιπόν που διάλεξα να κάνω αυτή τη δουλειά, πέρα από τη δεδομένη μου αγάπη για τις καταδύσεις, ήταν και η υποσυνείδητη περιέργειά μου για το πού μπορεί να βρίσκεται άραγε αυτή η μαγική, χαμένη πόλη. Που ξέρεις, μέσα στις τόσες αποστολές που αναλαμβάναμε, βουτώντας για τόσα χρόνια σε διαρκώς διαφορετικά σημεία του ωκεάνιου ορίζοντα, μπορεί να μου χαμογελούσε η τύχη και να βρισκόμουν ξαφνικά απέναντι σε αυτό το μοναδικό θαύμα του ανθρώπινου και θαλάσσιου πολιτισμού.
Εντάξει, αν όχι απέναντι στην ίδια αυτή τη Χαμένη Ατλαντίδα, σε κάτι παρόμοιο με αυτή, έστω σε ένα απομεινάρι από την ανείπωτη και αφανέρωτη ομορφιά της, παίρνοντας μαζί μου ένα κομματάκι από αυτά τα φοβερά της αγάλματα ή ένα φτερό από εκείνα τα πουλιά με τα χρωματιστά βλέμματα. Για φανταστείτε! Εξάλλου, οι περισσότερες αναλύσεις που έχουν γίνει από καταξιωμένους ειδικούς και ερευνητές αναφέρουν ότι το πιθανότερο είναι να εντοπιστεί κάποτε μέσα στα βάθη του Αιγαίου πελάγους, κάτω από τα διάσκορπα και πανέμορφα ελληνικά νησιά μας, αν ήταν ποτέ δυνατόν να αφήσω τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη!
Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, δεν αιφνιδιάστηκα και ιδιαίτερα όταν όλες αυτές οι μελέτες επικεντρώθηκαν στο ότι μάλλον βρίσκεται σε ελληνικό πέλαγος, το θεώρησα απολύτως αναμενόμενο, αφού η χώρα μας συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά για να γεννήσει ένα τέτοιο ζωντανό μνημείο, δεν θα ήταν και η πρώτη φορά που θα συνέβαινε αυτό άλλωστε, μπορεί εκεί κάτω να στεκόταν ένας άλλος, μεγαλεπήβολος βυθισμένος Παρθενώνας. Αρχή και τέλος του κόσμου η Ελλάδα, σιγά το νέο.
Τις περισσότερες φορές βέβαια τα πράγματα δεν είχαν αυτή ακριβώς την εξέλιξη, μιας και λαμβάναμε εντολή για αναζήτηση κυρίως σε θλιβερές καταστάσεις, όπως για παράδειγμα, όταν έπεφταν αυτοκίνητα στη θάλασσα και έπρεπε να βουτήξουμε για να σώσουμε τους επιβαίνοντες, παλεύοντας με τα ασήκωτα σίδερα και τα αδιάτρητα παρμπρίζ ή όταν υπήρχε καταγγελία για κάποιον που εξαφανίστηκε και είχε χαθεί από προσώπου γης και ύστερα εντοπιζόταν ο δολοφόνος του και ομολογούσε ότι είχε πετάξει το πτώμα στην τάδε θάλασσα και έπρεπε εμείς πάλι να ψάξουμε μέσα στα θολά νερά που θα μας υποδείκνυε ο εγκληματίας και να βρούμε έναν άλλοτε άνθρωπο που τώρα πια έμοιαζε με ψόφιο ψάρι τυλιγμένο με σακούλες από τη λαϊκή.
Δύσκολο πολύ ήταν κι όταν έπεφταν αεροπλάνα με φόρα και συντρίβονταν επάνω στο νερό και για νύχτες ολόκληρες ψάχναμε να βρούμε άκρη ανάμεσα σε μαύρα κουτιά και βαλίτσες με ρούχα και δώρα ανοιγμένα και φωτογραφίες που χάνονταν μια για πάντα μέσα στη μαύρη άβυσσο. Και λίγες ώρες μετά, με το ξημέρωμα, βγαίνοντας έξω στην επιφάνεια, στρέφαμε το κεφάλι και βλέπαμε να επιπλέει δίπλα από το σβέρκο μας ένας ακόμα άτυχος που από μακριά τον μπέρδευες με σάπιο ξύλο από πρόχειρη σχεδία που την είχε διαλύσει το μένος των κυμάτων.
Και φυσικά, το πιο δύσκολο όλων, τα ναυάγια. Εκεί ένιωθες να συγχέεται ο ρόλος σου με αυτόν του ιατροδικαστή, μιας και ήσουν πιθανότατα ο πρώτος που ερχόταν σε επαφή με τόσους μαζεμένους θανάτους, αντικρίζοντας ολόκληρες οικογένειες να μουλιάζουν αγκαλιά μέσα στις τετράκλινες καμπίνες των γκλαμουράτων κρουαζιερoπλοίων. Θάνατοι πολυτελείας.
Μια μόνο φορά πλησίασα στο όνειρο. Ήταν εκείνον τον βαρύ χειμώνα που μας ζητήσανε να σπεύσουμε επειγόντως, για να βρούμε τυχόν υπολείμματα από βάρκες και από μετανάστες που είχαν χαθεί ξαφνικά και που οι διεθνείς αρχές κατηγορούσαν την Ελλάδα ότι όλοι αυτοί οι κακομοίρηδες ζήτησαν βοήθεια από εμάς αλλά εμείς αντί να τους σώσουμε, τους πνίξαμε, σπρώχνοντάς τους στον πάτο.
Πήγαμε κάμποσοι από εμάς, τους πιο παλιούς, επειδή ξέραμε τη θάλασσα εκεί σαν την παλάμη μας και με ειδικό εξοπλισμό βουτήξαμε στο βαθύτερο σημείο. Και δεν βρίσκαμε τίποτε, ούτε καν ένα σημάδι. Και αφού περνούσε η ώρα, δόθηκε σήμα να γυρίσουμε πίσω.
Και τότε κάτι ένιωσα να με παρασέρνει προς τα κάτω, σαν ρεύμα κινούμενης άμμου. Και αφέθηκα στου νερού τη δίνη. Και σε λίγο βρέθηκα μόνος στον απόλυτο βυθό. Και είδα φως ατέλειωτο να έρχεται καταπάνω μου, τόσο που τυφλώθηκα από την πολλή τη λάμψη.
Ύστερα ένα χέρι αισθάνθηκα να μου χαϊδεύει τον ώμο και όπως αποτραβήχτηκα, ένα κορίτσι είδα μικρό με κορμί ενήλικα και φάτσα νεογέννητου. Είδα εφήβους με χρυσά μαλλιά και με λαιμούς που είχανε στάμπες από κάννες και από γεμιστήρες. Είδα μανάδες και πατεράδες να με χαιρετάνε και να τρέχουν προς το μέρος μου να μ’ αγκαλιάσουν.
Είδα σπιτάκια που έβγαζαν κυματιστές αύρες αγάπης από τα παραθύρια τους. Μα μόλις έκανα να πλησιάσω, με τράβηξαν απότομα πίσω στο ερευνητικό το σκάφος. Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Αναρωτήθηκα αν αυτό που είδα ήταν η αλήθεια όντως ή όντως ήταν ο μύθος. Επιστρέφοντας στο λιμανάκι του νησιού, μια τεράστια ταμπέλα δέσποζε από ψηλά, με μεγάλα, επιβλητικά γράμματα.
LIVE YOUR MYTH IN GREECE.