Τα αγκωνάρια τώρα θα είναι εκεί κοντά, μέσα στην κοίτη του ποταμού. Τέτοιες πέτρες δεν μπορεί να πήγαν μακριά. Θα έρθει το καλοκαίρι, θα πέσουν και θα καθαρίσουν τα θολά νερά του Αράχθου και τα αγκωνάρια θα εμφανιστούν ανάμεσα στα στρογγυλά βράχια και τα βότσαλα. Θα κοιτάνε τους περαστικούς και θ’ απορούν πως ψήλωσαν έτσι ξαφνικά οι άνθρωποι.
Το γεφύρι ήταν για χρόνια ένα κρυμμένο παιδικό μυστικό. Όπως όλα τα παιδικά μυστικά άνηκε μόνο σ’ εμένα. Δεν το είχαν φωτογραφίσει ακόμα τότε με τα καγιάκ του εναλλακτικού τουρισμού να περνάνε από κάτω του. Στην κοιλάδα, στο στενότερο πέρασμα πάνω απ’ τον Άραχθο, το αυτοκίνητο πέρναγε την ξύλινη γέφυρα με τον σιδερένιο σκελετό, σαν αυτές που έφτιαχνε κάποτε ο στρατός, κι εμείς βγάζαμε τα κεφάλια έξω απ’ το παράθυρο σαν κουτάβια για να δούμε το τοξοτό γεφύρι και να πάρουμε ανάσα. Είχαμε σταματήσει πριν πάρουμε την κατηφόρα για το ποτάμι στην κουμπάρα για μπακλαβά, στο καφενείο πάνω στον επαρχιώτικο δρόμο που υπήρχαν μόνο τα απαραίτητα, τραπέζια, καρέκλες ξύλινες, μια σόμπα σβηστή, ένα ψυγείο με παγωτά και νερό, κρύο νερό. Οι δρόμοι στα Τζουμέρκα ήταν στενοί και κακοτράχαλοι, στη γέφυρα το αυτοκίνητο αγκομαχούσε σαν τραίνο και ταρακουνιόταν, τα χωριά ακόμα δεν είχαν ούτε ένα ξενοδοχείο, στο σπίτι με τα δυο δωμάτια κοιμόμασταν τον δεκαπενταύγουστο στρωματσάδα τα ξαδέρφια, οι μανάδες κοιτούσαν ανήσυχες τους τοίχους για σκορπιούς και ο θείος ξεκινούσε το μπουγέλο στην αυλή, κάτω απ’ την καρυά, ξαφνικά μες στο μεσημέρι, πετώντας το νερό απ’ το ποτήρι του προς τον πιο κοντινό άτυχο που μόλις είχε προλάβει να κατεβάσει την τελευταία του μπουκιά φαΐ. Απ’ τις φωνές ξυπνούσε το χωριό που δεν χωρούσε εκείνες τις μέρες άλλο κόσμο και το βράδυ πριν το πανηγύρι φράκαρε από αυτοκίνητα με πινακίδες πρωτευουσιάνων. Οι λεύκες έστεκαν ακόμα στο Χάλασμα και κάθε πρωί οι πατεράδες έπιναν καφέ στην ησυχία της αυλής κι αγνάντευαν τη Στρογγούλα, την κορφή πάνω απ’ τα έλατα, χωρίς καταφύγιο στους πρόποδες και χωρίς ξένους περιπατητές, μόνο με την Αγία Παρασκευή κρυμμένη κάπου στις ρίζες. Ήταν όλοι εκεί ακόμα.
Το γεφύρι όμως, το γεφύρι ήταν εκεί πάντα, ήταν ένα αιωνόβιο ποίημα. Σιγοτραγούδαγε ανάμεσα στα κλαδιά. Ήταν το πρώτο σημάδι ότι έφτανες κοντά, τέλειωναν οι στροφές που σου γύριζαν το στομάχι ανάποδα, πέρναγες στην άλλη μεριά του βουνού κι άρχιζες σιγά σιγά να ανεβαίνεις. Σε κοίταζε σίγουρο, βουτηγμένο σε δέντρα και νερά, κρυμμένο στις πέτρες του τοπίου, όρθιο, αόρατο, γιγάντιο, λυτρωτικό. ‘Έβλεπες τα πρώτα έλατα, κύλαγαν τα νερά του Αράχθου ανάμεσα στα πόδια του και σε λίγη ώρα ήξερες πως θα έστριβες και θα φαινόταν η βρύση, με νερό να τρέχει μέσα στο κατακαλόκαιρο παγωμένο, να σε περιμένει για να βουτήξεις τη μούρη σου στην πέτρινη γούρνα. Όλα ήταν στη θέση τους, απείραχτα χρόνια, στέκονταν μόνα τους στα βουνά και όταν περνούσε άνθρωπος ήταν σαν να τα ενοχλούσε. Περνούσε αυτοκίνητο κι ανασήκωναν έκπληκτα τα φρύδια τους αγκωνάρια, τινάζονταν οι τσίγκινοι μπουχαρήδες, έτριζαν τα παράθυρα και μισάνοιγαν, ριγούσαν οι γκρίζες πλάκες στις σκεπές, έστεκαν οι παππούδες στην καρέκλα δίπλα στην πόρτα μέχρι να ακούσουν την κόρνα και να πεταχτούν όρθιοι κι αυτοί.
Δεν ξέρω που χάθηκε το μέτρο και πότε το χωριό έγινε εναλλακτικός προορισμός. Δεν ξέρω ποιοι και γιατί έπρεπε να αξιοποιήσουν ελάτια και βουνά και ποτάμια και το γεφύρι. Δεν ξέρω γιατί έπρεπε να το μάθεις το παιδικό μυστικό κι εσύ, κι ο άλλος, κι εκείνος που ήρθε για σαββατοκύριακο μόνο και μόνο για να βάλει μια φωτογραφία κι άλλη μια πινέζα στον ταξιδιωτικό του χάρτη, κι ο δημοσιογράφος της ταξιδιωτικής εκπομπής. Το γεφύρι όμως να δεις που αποφάσισε να μην κρατηθεί άλλο στα πόδια του όταν κατάλαβε πως έγινε άλλο ένα αβαθές στον ρηχό κόσμο του θεάματος. Κι όταν οι άνθρωποι των βουνών έπαψαν να το φροντίζουν, να το κανακεύουν, να του γιατρεύουν τις πληγές και να ζουν παρέα του, να το περπατάνε και να το χρειάζονται, να αναπνέουν μαζί του, να δρασκελούν τις πέτρες του και να περνούν απέναντι, έσκυψε κι είπε στον ποταμό για τη μοναξιά του. Και το ποτάμι αγρίεψε, και μας πήρε το γεφύρι μαζί με όλους εκείνους που μας περίμεναν με ένα πιάτο τηγανίτες, στο κατώφλι, για να μας χαρούν ακόμα κι αν ήταν μόνο για αυτές τις πέντε μέρες τον χρόνο που προλαβαίναμε να τους αγαπάμε.