«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις.
Αλλά δε θάμαι πια εγώ, θάναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν.
Όσο υπήρχα με φοβόσουν.
Όσο υπήρχα δε με άντεχες.
Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα.
Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ.
Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη.
Κι ας σου φαίνεται γελοίο.
κι ας μου φαίνονταν γελοίο.»
(ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΡΟΚΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, 1981 ― Ανέκδοτο βιβλίο του Νικόλα Άσιμου. Κυκλοφορεί στο διαδίκτυο.)
Για τους πολλούς ήταν ο «απροσάρμοστος», ο κλειδωμένος μέσα στο δικό του σκοτεινό κόσμο. Κι όμως η «πόρτα» του δεν είχε ποτέ πάνω της κλειδί. Για όσους μπορούσαν να τον νιώσουν έφτανε να την σπρώξουν και να τον πλησιάσουν. Ειπώθηκε ότι ο ίδιος είχε επιλέξει να ζει στο περιθώριο. Ακόμα κι αν ήταν έτσι, το περιθώριο είναι μιας κοινωνίας που δεν αφήνει χώρο στους διαφορετικούς. Μιας κοινωνίας που ξέρει ότι θα κινδύνευε περισσότερο αν οι «απροσάρμοστοι» ένιωθαν λιγότερο ευάλωτοι απέναντί της.
Ο Νικόλας Άσιμος ήταν ο ιδιόμορφος γείτονας, ο ταλαντούχος τραγουδοποιός, ο ευαίσθητος φίλος μετρημένων ανθρώπων. Το πρωινό της 17 Μάρτη του 1988, η ασφυξία του περιθωρίου αφαίρεσε και το τελευταίο ίχνος οξυγόνου από τον κόσμο του και τα 39 χρόνια της ζωής του έγιναν επιτύμβια πλάκα με τους στίχους του «Μπαγάσα».
Η αυτοκτονία του προκάλεσε ενδιαφέρον αντιστρόφως ανάλογο με αυτό που είχε ποτέ εκδηλωθεί για την περιθωριακή ζωή του. Δημοσιολογούντες και «φίλοι» πότε με «αντικειμενικότητα» και πότε με «συγκίνηση» φλυαρούν ακόμα για τον Άσιμο. Οι λίγοι πραγματικοί φίλοι του και όσοι κατάφερε να αγγίξει με την φυσική παρουσία και τα τραγούδια του, τον κρατάνε ζωντανό στη μνήμη τους με τη σιωπή ή τραγουδώντας τα τραγούδια του. Κάποιοι και με το να κοντράρονται με την ίδια αυτή απάνθρωπη κοινωνία, διεκδικώντας χώρο για όλους τους «Άσιμους»…
https://youtu.be/Hm-3ChM1Da8