Επικαιρότητα

Σεξ, σκλάβοι και πολίτες: Η πολιτική τού αντι-τράφικινγκ

By N.

June 07, 2015

 

Των Μπρίτζετ Άντερσον – Ρούτβιτσα Aντριάσεβιτς

 

Η εστίαση στα δεινά του τράφικινγκ είναι ένας τρόπος απο-πολιτικοποίησης της συζήτησης για τη μετανάστευση

 

Το τράφικινγκ είναι στις ειδήσεις. Είναι στην πολιτική ατζέντα, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Χιλιάδες άτομα, εκατοντάδες ομάδες, δεκάδες εφημερίδες είναι αποφασισμένες να το εξαλείψουν. Αυτή η επικέντρωση στο τράφικινγκ σταθερά αντικατοπτρίζει και ενισχύει τη βαθιά ανησυχία του κοινού σχετικά με την πορνεία /τη σεξουαλική εργασία, αλλά και με τη μετανάστευση, και την κακομεταχείριση και εκμετάλλευση που αυτή τόσο συχνά συνεπάγεται. Έτσι, το να αμφισβητήσει κανείς την έκφραση, ή κάποια από τα μέτρα που λαμβάνονται ως αντίδραση σε αυτή την ανησυχία, είναι σαν να λέει ότι υποστηρίζει τη δουλεία ή ότι είναι εναντίον της μητρότητας και της μηλόπιτας.

 

Το τράφικινγκ είναι ένα ζήτημα που υποτίθεται ότι όλους μάς ενώνει. Εμείς όμως πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο να πατήσουμε τη γραμμή και να αμφισβητήσουμε τη μητρότητα και τη μηλόπιτα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποστηρίζουμε τη δουλεία. Και αυτό διότι ο ηθικός πανικός γύρω από το τράφικινγκ εκτρέπει την προσοχή από τα δομικά αίτια της κακομεταχείρισης των μεταναστών εργαζομένων. Οι ανησυχίες επικεντρώνονται στους κακούς εγκληματίες και όχι σε πιο συστηματικούς παράγοντες. Έτσι, αγνοούμε την παρέμβαση του κράτους στη μετανάστευση και την απασχόληση, η οποία κατασκευάζει αποτελεσματικά ομάδες μη πολιτών που μπορούν ατιμώρητα να αντιμετωπίζονται ως άνισοι.

 

 

 

Τι είναι τράφικινγκ; Ορισμοί. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών τον Νοέμβριο του 2000

 

Η Σύμβαση κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Σκοπός της ήταν να προωθήσει τη διακρατική συνεργασία κατά την καταπολέμηση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και να εξαλείψει τα «ασφαλή καταφύγια» για τους δράστες. Συμπληρώνεται από τρία πρόσθετα πρωτόκολλα, τα οποία αφορούν τη λαθραία μεταφορά μεταναστών, την παράνομη διακίνηση ανθρώπων –κυρίως γυναικών και παιδιών- και την παράνομη διακίνηση πυροβόλων όπλων.

 

O ορισμός της παράνομης διακίνησης ανθρώπων [trafficking in persons] στο πρωτόκολλο περιέχει τρία στοιχεία: πρέπει να αποτελεί πράξη, η οποία συνίσταται στη «στρατολόγηση, μετακίνηση, μεταφορά, υπόθαλψη ή παραλαβή προσώπων»· η πράξη αυτή πρέπει να τελείται μέσω «απειλής ή χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγής, δόλου, εξαπάτησης, κατάχρησης εξουσίας ή εκμετάλλευσης μιας ευάλωτης θέσης ή προσφοράς/αποδοχής οικονομικού ή άλλου οφέλους για την απόσπαση της συναίνεσης ενός προσώπου το οποίο ασκεί έλεγχο ή εξουσία πάνω σε άλλο πρόσωπο»· και να επιχειρείται «με σκοπό την εκμετάλλευση [η οποία περιλαμβάνει] τουλάχιστον, την εκμετάλλευση της εκπόρνευσης άλλων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, την καταναγκαστική παροχή εργασίας ή υπηρεσιών, τη δουλεία ή άλλες πρακτικές παρεμφερείς προς τη δουλεία, την οικιακή δουλεία ή την αφαίρεση οργάνων». Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι το Πρωτόκολλο του Παλέρμο –όπως έχει επικρατήσει να λέγεται- δεν είναι πράξη που αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι ένα εργαλείο σχεδιασμένο για να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ κρατών για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, όχι για να προστατεύει ή να προσφέρει αποκατάσταση στα θύματα του εγκλήματος. Τα κράτη καλούνται να ενισχύσουν τους συνοριακούς ελέγχους για την πρόληψη της διακίνησης ανθρώπων και του λαθρεμπορίου.

 

Στο επίκεντρο των πρωτοκόλλων, τόσο περί λαθρεμπορίου όσο και περί παράνομης διακίνησης, βρίσκονται οι συνοριακοί έλεγχοι και η αστυνομική συνεργασία, όχι η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η έμφαση δίνεται στον εντοπισμό των διακινητών και στην τιμωρία και δίωξή τους. Αν και τα κράτη ενθαρρύνονται να προσφέρουν προστασία στα διακινούμενα πρόσωπα, ιδίως να εξετάζουν το ενδεχόμενο να τους επιτρέψουν να παραμείνουν, προσωρινά ή μόνιμα, στην επικράτειά τους, οι πραγματικές υποχρεώσεις είναι ελάχιστες και οι διατάξεις προστασίας ισχνές. Μολονότι υπάρχουν άλλες, πιο προοδευτικές νομικές πράξεις που διέπουν τη διακίνηση ανθρώπων, ακόμη και σε αυτές η προστασία των διακινούμενων προσώπων έχει ως προϋπόθεση τη συνεργασία τους με τις αρχές. Η έγνοια του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο με το έγκλημα και τα σύνορα προέκυψε εν μέρει από μια πιο ιδιαίτερη έγνοια για την εκπόρνευση γυναικών και ανηλίκων, ενώ υπάρχει ειδική αναφορά στο πρωτόκολλο για την σεξουαλική εκμετάλλευση και την εκμετάλλευση της εκπόρνευσης άλλων.

 

Τα μέσα ενημέρωσης, η χάραξη πολιτικής και η έρευνα σχετικά με τη διακίνηση ανθρώπων ως επί το πλείστον επικεντρώνονται στη σεξουαλική εργασία, ενώ η διακίνηση συνδέεται αποκλειστικά με τη «σεξουαλική δουλεία» και το οργανωμένο έγκλημα. Δημοσιογράφοι, πολιτικοί και επιστήμονες σπεύδουν να εμφανίζουν τις μετανάστριες στη βιομηχανία του σεξ ως θύματα κακοποίησης και βίας, τους δε διακινητές ως άτομα ή/ και οργανισμούς που λειτουργούν μαφιόζικα και σκλαβώνουν γυναίκες στην πορνεία.

 

Αυτό βοηθά να εμπεδωθεί για τη διακίνηση μια εικόνα βασισμένη σε έναν απλουστευτικό και στερεοτυπικό δυισμό μεταξύ εξαπατημένων/ αθώων θυμάτων (ξένων γυναικών) και μοχθηρών διακινητών (συνήθως ξένων ανδρών). Η διακίνηση εμφανίζεται ως μια δραστηριότητα που συμβαίνει έξω από οποιοδήποτε κοινωνικό πλαίσιο: υπεύθυνα είναι κάποια εγκληματικά άτομα. Οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, κατηγορούν επίσης τους διακινητές για τον πολλαπλασιασμό της παράνομης μετανάστευσης και την κακομεταχείριση των μεταναστών. Για παράδειγμα, στον πρόλογό του στο έγγραφο του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο Enforcing the rules (2007), ο τότε βρετανός υπουργός εσωτερικών John Reid έλεγε:

Η αδυναμία μας να χτυπήσουμε τους διακινητές, που βρίσκονται πίσω από τα τρία τέταρτα της παράνομης μετανάστευσης στη χώρα αυτή, αφήνει ευάλωτους και συχνά απελπισμένους ανθρώπους στο έλεος του οργανωμένου εγκλήματος. H εικόνα του Θύματος Τράφικινγκ χρησιμοποιείται για να ανακαλέσει μια συναισθηματική αντίδραση και μια εικόνα μεγάλων αριθμών, απηχώντας φόβους για «πλημμύρες» και για «ορδές» (παράνομων) μεταναστών. (Τελευταία υπήρξε μια αλλαγή τόνου, ώστε το κυρίαρχο συναίσθημα έγινε ο οίκτος παρά ο φόβος, αλλά τα αποτελέσματα είναι περίπου ίδια).

 

Η απεικόνιση του τράφικινγκ ως κινητήριας δύναμης της παράνομης μετανάστευσης είναι μια σχετικά καινούρια εξέλιξη. Δεν υπάρχουν και πολλά στοιχεία για να στηρίξουν τους αριθμούς που κυκλοφορούν δεξιά κι αριστερά. Για παράδειγμα, το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ υπολογίζει ότι 600.000 έως 800.000 άτομα διασχίζουν διεθνή σύνορα κάθε χρόνο, αλλά το Accountability Office της αμερικανικής κυβέρνησης έχει επικρίνει έντονα αυτές και άλλες εκτιμήσεις, κρίνοντας ότι είναι «αμφισβητούμενες» και στηρίζονται σε ανεπαρκείς μεθοδολογίες. Υπενθύμισε ότι, από το 1999 και μετά, λιγότεροι από 8.000 μετανάστες στις 26 χώρες έλαβαν βοήθεια μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (που είναι ένας από τους κύριους δια-κυβερνητικούς οργανισμούς που ασχολούνται με το θέμα). Η εξίσωση αυτή μεταξύ παράνομης μετανάστευσης και διακίνησης ανθρώπων δεν στηρίζεται στο Πρωτόκολλο του Παλέρμο. Πράγματι, τα πρωτόκολλα του ΟΗΕ αναφέρουν ότι, στην περίπτωση της διακίνησης ανθρώπων, η είσοδος σε ένα κράτος μπορεί να είναι νόμιμη ή παράνομη (ενώ η λαθραία μεταφορά μπορεί να αφορά μόνο παράνομη είσοδο). Αναφέρουν, επίσης, ότι η διακίνηση μπορεί να λάβει χώρα και εντός των εθνικών συνόρων. Δε χρειάζεται να είναι κανείς «παράνομος» για να διακινηθεί, ούτε και χρειάζεται να είναι «πόρνη». Άρα, στην πράξη, υπάρχουν κρίσιμα –και ανεπίλυτα- προβλήματα ορισμού ως προς το τι αποτελεί πράγματι διακίνηση ανθρώπων.

 

Αυτή η έλλειψη σαφήνειας δεν εμπόδισε την επιτυχία του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο· ίσως μάλιστα να τη διευκόλυνε. Ενώ η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Προστασία των Δικαιωμάτων Όλων των Μεταναστών Εργαζομένων και των Οικογενειών τους, που εγκρίθηκε από τον ΟΗΕ το 1990, μέχρι τον Ιούλιο του 2008 είχε υπογραφεί από 15 μόλις κράτη, το Πρωτόκολλο του Παλέρμο είχε υπογραφεί από 117.

 

To τράφικινγκ ως «αντι-πολιτική» Αυτή η ασάφεια των ορισμών επιτρέπει μια διαρκή διολίσθηση μεταξύ «παράνομης μετανάστευσης», «καταναγκαστικής πορνείας» και «διακίνησης». Όλοι συμφωνούν ότι η διακίνηση και η (σεξουαλική) εκμετάλλευση –ό,τι και να σημαίνουν αυτές οι λέξεις- είναι κακό πράγμα. Αυτό βοηθά να δημιουργηθεί μια ανθρωπιστική συναίνεση υπεράνω πολιτικών διαφωνιών –κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η «διακίνηση» πρέπει να εξαλειφθεί.

 

Η διολίσθηση χρησιμεύει για να απο-πολιτικοποιήσει τις παρεμβάσεις κατά του τράφικινγκ και να στρέψει την προσοχή μακριά από το ρόλο του κράτους για τη δημιουργία των συνθηκών μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα η εκμετάλλευση. Iσχυριζόμαστε ότι αυτή η αποπολιτικοποίηση είναι στην πραγματικότητα μια μορφή «αντι-πολιτικής»: παρεισάγει λαθραία την πολιτική κάτω από μια «ανθρωπιστική ατζέντα» φαινομενικά προσανατολισμένη προς τη βοήθεια και την προστασία του θυμάτων. Το θύμα διακίνησης, όπως είδαμε, δεν είναι μια απολιτική φιγούρα: είναι κάποιος που τελεί υπό την ευθύνη του κράτους. Το ερώτημα είναι: ποια ακριβώς πολιτική παρεισάγεται λαθραία; Για να δώσουμε μια απάντηση, θα εξετάσουμε τρεις βασικούς τομείς: την πολιτική τού σεξ, την πολιτική τής εργασίας και την πολιτική τής πολιτειότητας. (Το ίδιο το γεγονός ότι αυτά τα τρία μπορούμε να φανταστούμε ως ξεχωριστά πεδία πολιτικής δράσης είναι ίσως το πιο αξιοσημείωτο). Πολιτική τού σεξ

 

Στις διαπραγματεύσεις για το Πρωτόκολλο του Παλέρμο συγκεντρώθηκαν κράτη και φεμινίστριες που ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την πορνεία, και μέχρι πρόσφατα οι συζητήσεις πολιτικής και η έρευνα για τη διακίνηση είναι επικεντρωμένες στις αντιλήψεις γύρω από τη σεξουαλική εργασία, παρά γύρω από τη μετανάστευση. Οι συζητήσεις γύρω από το ίδιο το πρωτόκολλο επηρεάστηκαν από την πολωμένη συζήτηση μεταξύ όσων θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «φεμινίστριες υπέρ της κατάργησης» και όσων τοποθετούνται από μια οπτική «δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους του σεξ».

 

Οι υπέρμαχοι της κατάργησης υποστηρίζουν ότι η πορνεία υποβιβάζει τις γυναίκες σε αντικείμενα προς πώληση, και είναι πάντοτε και αναγκαστικά εξευτελιστική και επιζήμια για τις γυναίκες. Έτσι, δεν αναγνωρίζουν καμία διάκριση μεταξύ «αναγκαστικής» και «ελεύθερα επιλεγμένης» πορνείας, και θεωρούν ότι αν τα κράτη ανεχθούν, ρυθμίσουν ή νομιμοποιήσουν την πορνεία, επιτρέπουν την επανειλημμένη παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην αξιοπρέπεια και τη σεξουαλική αυτονομία. Η πορνεία είναι ένα «έμφυλο έγκλημα», τμήμα της πατριαρχικής κυριαρχίας πάνω στη γυναικεία σεξουαλικότητα, και η ύπαρξή της επηρεάζει αρνητικά όλες τις γυναίκες διότι κατοχυρώνει δικαιώματα πρόσβασης των ανδρών στα γυναικεία σώματα.

 

Η πορνεία στο σύνολό της είναι μια μορφή σεξουαλικής σκλαβιάς, και το τράφικινγκ είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πορνεία. Από αυτή την οπτική, τα μέτρα για την εξάλειψη της αγοράς αγοραίου έρωτα είναι ταυτόχρονα μέτρα για την καταπολέμηση της διακίνησης, και το αντίστροφο.

 

Οι φεμινίστριες που υιοθετούν την «οπτική δικαιωμάτων για τους εργαζόμενους του σεξ», όπως θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε, απορρίπτουν την ιδέα ότι η πορνεία είναι πάντοτε αναγκαστική και εγγενώς εξευτελιστική. Βλέπουν τη σεξουαλική εργασία ως μια εργασία στον τομέα των υπηρεσιών, και θεωρούν τις κρατικές πράξεις που ποινικοποιούν όσους εντάσσονται με ατομική επιλογή στην πορνεία ως άρνηση του ανθρώπινου δικαιώματος στην αυτοδιάθεση. Αμφισβητούν επίσης έντονα την απλή εξίσωση που κάνουν οι φεμινίστριες υπέρ της κατάργησης ανάμεσα στη ζήτηση για διακίνηση και τη ζήτηση για πορνεία. Από αυτή τη σκοπιά, είναι η έλλειψη προστασίας για τους εργαζομένους στη βιομηχανία του σεξ, είτε μετανάστες είτε όχι, παρά η ύπαρξη μιας αγοράς αγοραίου έρωτα από μόνη της, που αφήνει περιθώρια για ακραία εκμετάλλευση –μέρος της οποίας είναι και η διακίνηση. Η λύση στο πρόβλημα, επομένως, είναι να βγάλουμε τον τομέα του σεξ από το σκοτάδι, να τον ρυθμίσουμε, όπως ρυθμίζονται και οι άλλοι τομείς απασχόλησης.

 

Τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ υιοθετούν μια απαγορευτική προσέγγιση –απαγορεύουν την πορνεία και διώκουν ποινικά τους σεξουαλικά εργαζόμενους. Ωστόσο, η σουηδική κυβέρνηση ακολουθεί ένα «νεο-απαγορευτικό» μοντέλο, το οποίο σκέφτεται να υιοθετήσει και η βρετανική. Αυτό ποινικοποιεί τους αγοραστές σεξουαλικών υπηρεσιών και θέτει εκτός νόμου την αγορά και την απόπειρα αγοράς σεξουαλικών υπηρεσιών. Μέσα σε αυτή τη λογική, η πορνεία και η σωματεμπορία θεωρούνται ως ζήτημα προσφοράς και ζήτησης: η προσφορά δημιουργείται από τη ζήτηση των ανδρών για σεξουαλικές υπηρεσίες των γυναικών. Οπότε, η λύση έγκειται στο να περιορίσουμε τη ζήτηση.

 

Η πρόταση να ποινικοποιηθεί η πορνεία προκειμένου να καταπολεμηθεί η σωματεμπορία και η εκμετάλλευση των μεταναστών εργαζομένων στον τομέα του σεξ συχνά βασίζεται σε μια απλουστευτική θεώρηση της βιομηχανίας του σεξ και του τρόπου λειτουργίας της.

 

Αυτή η προσέγγιση επίσης συρρικνώνει τη μετανάστευση και τη συμμετοχή των γυναικών στη βιομηχανία του σεξ στην ιδέα της (σεξουαλικής) σκλαβιάς, και απλουστεύει τις κοινωνικές σχέσεις θεωρώντας τις αποκλειστικά με όρους πατριαρχικής καταπίεσης ή εγκληματικής δραστηριότητας, χωρίς να αφήνει καθόλου χώρο για αυτενέργεια των εργαζομένων του σεξ. Επιπλέον, ενισχύει την ιδέα ότι η παράνομη διακίνηση ισούται με καταναγκαστική και παράνομη μετανάστευση, και ευνοεί έναν φαντασιακό σαφή διαχωρισμό μεταξύ «νόμιμων» και «παράνομων» μορφών μετανάστευσης.

 

Τέλος, όταν εστιάζουμε στη σεξουαλική εργασία ως κύριο χαρακτηριστικό της διακίνησης δεν κάνουμε τίποτα για να διαλύσουμε το ηθικό πανικό που τροφοδοτεί τους φόβους για παράνομη μετανάστευση. Αντιθέτως, ενισχύουμε την ιδέα ότι απαιτούνται όλο και περισσότεροι περιορισμοί. Όσοι υποστηρίζουν την ποινικοποίηση των πελατών δεν λαμβάνουν υπόψη ότι ακριβώς η ενίσχυση των μεταναστευτικών ελέγχων και των εργασιακών περιορισμών είναι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για εξάπλωση της παρανομίας και της εργασιακής εκμετάλλευσης.

 

 

Πολιτική της εργασίας Το κρατικό ενδιαφέρον για την παράνομη διακίνηση φαίνεται να προσφέρει κάποιο χώρο για όσους ασχολούνται με τα ανθρώπινα ή/ και τα εργασιακά δικαιώματα των μεταναστών· υπάρχει αυξανόμενη πίεση ώστε να διευρυνθεί η συζήτηση προς μια ευρύτερη ενασχόληση με την καταναγκαστική εργασία, αντί να εστιάζει μόνο στη σωματεμπορία. Εδώ πανεπιστημιακοί, οργανώσεις και ορισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις μεταναστών, καθώς και η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το κοινό έδαφος που προφανώς μοιράζονται με τις κυβερνήσεις στην επιθυμία τους να εξαλείψουν τη διακίνηση ανθρώπων και την καταναγκαστική εργασία.

 

Η εστίαση στα δικαιώματα των εργαζομένων αναδεικνύει μια σειρά αντιφάσεων στο πώς σκέφτονται οι κυβερνήσεις. Ένα βασικό πρόβλημα εδώ προκύπτει από το τι πραγματικά σημαίνει «βία» και «εκμετάλλευση». Πώς να διακρίνουμε το τράφικινγκ από νομικά ανεκτές συμβάσεις απασχόλησης; (και επίσης από νομικά ανεκτές μορφές εκμετάλλευσης γυναικών και παιδιών εντός της οικογένειας);

 

Το ερώτημα «ποια πρακτική απασχόλησης είναι εκμεταλλευτική» είναι διαφιλονικούμενο –και μάλιστα υπήρξε ιστορικά, και παραμένει, στο επίκεντρο της πάλης του οργανωμένου εργατικού κινήματος για την προστασία των εργαζομένων. Καθώς δεν υπάρχει κάποια παγκόσμια πολιτική συναίνεση γύρω από ελάχιστα εργασιακά δικαιώματα, ή διακρατικές και διατομεακές νόρμες για τις εργασιακές σχέσεις, είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλήξουμε σε ένα κριτήριο βάσει του οποίου να μπορεί να μετρηθεί η «εκμετάλλευση».

 

Η χαμηλόμισθη εργασία των μεταναστών επιτρέπεται, και επιδιώκεται από τους εργοδότες, ακριβώς επειδή μπορούν να την εκμεταλλευθούν. Πώς να χαράξουμε πάνω στην άμμο μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους μετανάστες που «υφίστανται τράφικινγκ» και σε εκείνους που «δεν υφίστανται τράφικινγκ αλλά μόνο τη συνήθη μορφή εκμετάλλευσης»; Πραγματικά, αφού η διάβαση διεθνών συνόρων δεν αποτελεί προϋπόθεση της διακίνησης, πώς μπορεί να γίνει αυτή η διάκριση μεταξύ διακίνησης μεταναστών και εκμετάλλευσης εργαζομένων γενικότερα, και γιατί την κάνουμε; Οι παραβιάσεις μπορεί να ποικίλλουν σε σοβαρότητα, πράγμα που σημαίνει ότι παράγουν ένα συνεχές εμπειρίας και δεν είναι δυνατό να οριστούν μέσω μιας απλής διχοτόμησης (είτε/ είτε). Οι ιδέες για το ακριβές σημείο σε αυτό το συνεχές όπου σταματάνε οι ανεκτές μορφές εργατικής μετανάστευσης και αρχίζει το τράφικινγκ θα ποικίλλουν ανάλογα με τις πολιτικές και ηθικές μας αξίες.

 

Οι εργάτες, είτε μετανάστες είτε όχι, δεν είναι δυνατό να μοιραστούν σε δύο εντελώς διακριτές ομάδες –εκείνους που διακινούνται παρά τη θέλησή τους μέσα σε άθλιες συνθήκες οιονεί δουλείας σε έναν παράνομο ή ανεξέλεγκτο οικονομικό τομέα, και εκείνους που εργάζονται εθελοντικά και νόμιμα στον χαρούμενο και προστατευμένο κόσμο της επίσημης οικονομίας. Βία, περιορισμός, καταναγκασμός, εξαπάτηση και εκμετάλλευση μπορούν να εμφανιστούν, και εμφανίζονται, τόσο σε νομοθετικά ρυθμισμένα όσο και σε άτυπα συστήματα εργασίας, και μέσα σε νόμιμα όσο και παράνομα συστήματα μετανάστευσης.

 

Προκύπτει έτσι το ερώτημα, γιατί η μετακίνηση να έχει οποιαδήποτε σημασία σε αυτές τις συζητήσεις. Γιατί άραγε η καταναγκαστική πορνεία ή εργασία στην πατρίδα σου είναι λιγότερο ειδεχθής από την καταναγκαστική πορνεία ή εργασία κάπου αλλού; Το πρόβλημα είναι το ίδιο το αποτέλεσμα –η εκμετάλλευση και η κακομεταχείριση-, όχι το πού εμφανίζεται. Εδώ είναι που μπαίνει στο παιχνίδι η σκόπιμη σύγχυση μεταξύ παράνομης μετανάστευσης και διακίνησης. Διότι επιτρέπει να παρακάμψουμε το θέμα που είναι το κύριο για τους ακτιβιστές, αλλά τα κράτη θέλουν να αποφύγουν: ποιος είναι ο ρόλος του ελέγχου της μετανάστευσης στο να αφήνει ανθρώπους έκθετους στην εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση;

 

Ορισμένα καθεστώτα μετανάστευσης δημιουργούν περιθωριοποιημένες ομάδες χωρίς πρόσβαση στην επίσημη αγορά εργασίας, ή σε οποιοδήποτε από τις προστασίες που προσφέρουν συνήθως τα κράτη προς τους πολίτες και τους εργαζόμενους. Το ίδιο το κράτος εξοπλίζει έτσι τους εργοδότες με μηχανισμούς ελέγχου της εργασίας και κράτησης που διαφορετικά δεν θα διέθεταν, και οι οποίοι προσφέρονται για καταχρήσεις. Αλλά η προσοχή σχεδόν πάντα εκτρέπεται από αυτό το ζήτημα και στρέφεται προς τους «κακούς εργοδότες».

 

Η φιγούρα του μοχθηρού εργοδότη/ διακινητή ρίχνει στη σκιά το ρόλο του κράτους στην κατασκευή της τρωτότητας. Για το Θύμα Διακίνησης ή εκμετάλλευσης ως άτομο, ο εργοδότης, ο νταβατζής ή ο διακινητής είναι αυτός που του αρνείται την πρόσβαση σε βασικά κοινωνικά δικαιώματα, όπως η νοσοκομειακή περίθαλψη. Αλλά αν την πρόσβαση δεν την απαγόρευαν τα άτομα αυτά, θα την απαγόρευε το κράτος. Πράγματι, μια από τις βασικές πηγές της τρωτότητας είναι ο κρατικά νομιμοποιημένος περιορισμός της πρόσβασης στα κοινωνικά δικαιώματα.

 

Μια άκρως πολιτική πραγματικότητα σχετικά με το ρόλο του κράτους στην κατασκευή τρωτότητας για τους μη-πολίτες –μια πραγματικότητα με πιθανές πολιτικές λύσεις- συγκαλύπτεται όταν καλούμε τα κράτη να προστατεύσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων διακίνησης. Είναι περίεργο που δεν υπάρχουν ανάλογες εκκλήσεις από το κράτος για την προστασία των «ανθρώπινων δικαιωμάτων» των «παράνομων μεταναστών». Πολιτική της ιθαγένειας

 

Ο λόγος περί διακίνησης θα πρέπει να θεωρηθεί ως μέρος μιας γενικότερης προσπάθειας να αποπολιτικοποιηθεί το ζήτημα της μετανάστευσης. Σημαντικό μέρος αυτής της διαδικασίας είναι επίσης λόγοι διαχειριστικού τύπου, οι οποίοι θέτουν το ζήτημα από την οπτική τού πώς θα διαχειριστούμε καλύτερα ό,τι έχει νόημα από οικονομική άποψη, διορίζοντας ειδικούς ικανούς να «πιάνουν» τις λεπτές διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας.

 

Η μεταναστευτική πολιτική γίνεται έτσι ζήτημα επιχειρησιακής εφαρμογής τεχνικών εκτιμήσεων και όχι πολιτική διαδικασία. Στην πραγματικότητα όμως η μετανάστευση παραπέμπει σε ένα από τα πιο θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα: ποιοι αποτελούν την πολιτεία; Πώς δημιουργείται μια πολιτεία, πώς εντάσσεται κανείς σε αυτήν; Το ερώτημα αυτό δεν είναι καθόλου τυπικό: η ιθαγένεια δεν είναι απλώς ένα νομικό καθεστώς που απονέμεται από το κράτος. Είναι μια δυναμική διαδικασία, και οικοδομείται εμπράκτως.

 

H ιθαγένεια ενεργοποιείται από ένα πλήθος δρώντων, και η δράση τους ευνοείται ή περιορίζεται από τις κοινωνικές δομές και τις υλικές συνθήκες ζωής τους. Όπως υποστηρίζει ο Μπαλιμπάρ, μπορούμε να δούμε τα αιτήματα των μεταναστών εργαζομένων για νομικά δικαιώματα ως «μερική αλλά άμεση έκφραση της διαδικασίας δημιουργίας των δικαιωμάτων, μια δυναμική που επιτρέπει στην πολιτική συγκρότηση να αναγνωρίζεται ως «λαϊκή κυριαρχία» ή δημοκρατία».

 

H ιθαγένεια δεν είναι μια αφηρημένη εκδήλωση της κρατικής εξουσίας· υλοποιείται κατά τρόπο ενσώματο και έμπρακτο από ανθρώπους, οι οποίοι απολαμβάνουν ή υφίστανται, διαπραγματεύονται ή αρνούνται να διαπραγματευθούν τα προνόμια και τους φραγμούς της ιδιότητας αυτής. Υπόκειται σε αμφισβήτηση, και συγκροτείται μέσα από μια συνεχή διάδραση μεταξύ πρακτικών της πολιτειότητας και της θεσμικής τους κωδικοποίησης.

 

Το ζήτημα των δικαιωμάτων των μεταναστών εργαζομένων αποτελεί μέρος αυτής της πολιτικής διάδρασης. Αν δεν δούμε ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μία αρένα πολιτικής αμφισβήτησης και αντιμετωπίσουμε τη μετανάστευση ως οικονομικό ζήτημα ή θεωρήσουμε τις παραβιάσεις δικαιωμάτων ως έργο ξεκάρφωτων ατόμων, τότε έχουμε κλείσει τη συζήτηση πριν αρχίσει.

 

Ενώ τα ΜΜΕ και οι υπουργοί συχνά συνδέουν την παράνομη μετανάστευση με το τράφικινγκ, μόνο οι πιο θυματοποιημένοι –όσοι δεν είναι σε θέση να δράσουν για τον εαυτό τους- δικαιούνται την ιδιότητα του «Θύματος Τράφικινγκ» και τη συνδρομή και προστασία του κράτους. Για να περάσει κανείς το «τεστ» του τράφικινγκ πρέπει να είναι «αληθινό» θύμα: να είναι πληγωμένος και υποδουλωμένος, να πάσχει. Ως θύματα ορίζονται όσοι έχουν ανάγκη από βοήθεια (από την πολιτεία, τις ΜΚΟ, την αστυνομία ή τους πελάτες)· άρα αυτοί δεν μπορούν να θεωρούνται πολιτικά υποκείμενα, παρά μόνο αντικείμενα παρέμβασης.

 

Ωστόσο, η ιθαγένεια έστω και ως τυπικό νομικό καθεστώς είναι μακρινό όνειρο για τα Θύματα Τράφικινγκ. Κατ’ αρχάς, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκτήσει κανείς καθεστώς ΘΤ. Σε αντίθεση με τους μεγάλους αριθμούς που όλοι επικαλούνται, το κράτος αναγνωρίζει πολύ λίγους ανθρώπους ως ΘΤ. Επιπλέον, η ιδιότητα αυτή παρέχει μόνο προσωρινά δικαιώματα. Για να δοθεί η προθεσμία περίσκεψης τριάντα ημερών –κατά την οποία το ΘΤ μπορεί να σκεφτεί αν θα ζητήσει τη δίωξη των διακινητών, ώστε να αποφύγει την απέλαση- χρειάστηκαν μεγάλες προσπάθειες και πιέσεις των ΜΚΟ.

 

Το καθεστώς ΘΤ δεν παρέχει αυτομάτως δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο· υποδηλώνει απλώς ένα προσωρινό δικαίωμα για βοήθεια και παραμονή στη χώρα, το οποίο εκλείπει αφού το θύμα συνεργαστεί με τις αρχές και τις βοηθήσει στην ποινική δίωξη των διακινητών. Αυτό που ακολουθεί, στη γλώσσα του υπουργείου εσωτερικών, είναι η «επανένταξη και επανεγκατάσταση» των θυμάτων –διάβαζε απέλαση. Η νομική κατηγορία του ΘΤ δεν έχει ως στόχο την προστασία των θυμάτων, αλλά τη δίωξη των διακινητών. Με το να παρέχει προσωρινά και υπό όρους δικαιώματα, το καθεστώς ΘΤ ομαλοποιεί τον αποκλεισμό που παράγεται από τις περιοριστικές πολιτικές μετανάστευσης και απασχόλησης και συντηρεί την ιεραρχική οργάνωση της πρόσβασης στα δικαιώματα και την πολιτειότητα.

 

Τα μέτρα και η ρητορεία κατά του τράφικινγκ μετατρέπουν την πολιτική σύγκρουση σε συγκάλυψη των αντιθέσεων, ή σε συναλλαγές και προσαρμογές συμφερόντων –και συνήθως τις συναλλαγές δεν τις κάνουν καν οι ίδιοι οι μετανάστες.

 

Συμπέρασμα

 

Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται αγανάκτηση για όλη αυτή την αδικία που υφίστανται τόσοι πολλοί, ιδίως όταν αυτό συμβαίνει δίπλα στο σπίτι μας και είναι μια τόσο ξεκάθαρη εκδήλωση παγκόσμιων ανισοτήτων. Και ο ενθουσιασμός με τον οποίο αγκαλιάστηκαν οι εκστρατείες και οι πολιτικές «αντι-τράφικινγκ» είναι μια εκδήλωση αυτής της αγανάκτησης.

 

Αν όμως θέλουμε να μπει τέρμα στην εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση, θα πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις που να κινούνται πέρα από τον εντοπισμό των θυμάτων και τη φυλάκιση των διακινητών. Προσυπογράφοντας σε πολιτικές και εκστρατείες αντι-τράφικινγκ, υπάρχει ο κίνδυνος να παρασυρθούμε από μια λαθροχειρία που συγχέει τη διακίνηση με την παρανομία και εμφανίζει τους όλο και πιο σκληρούς ελέγχους επί της μετανάστευσης σαν να ήταν προς το συμφέρον των μεταναστών. Οι έλεγχοι της μετανάστευσης παράγουν ομάδες ανθρώπων που είναι «απελάσιμοι» και ως εκ τούτου ιδιαίτερα ευάλωτοι σε καταχρήσεις.

 

Το κράτος είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση ενός νομικού πλαισίου, μέσα στο οποίο ορισμένα επαγγέλματα και κλάδοι είναι απορρυθμισμένοι και εξαιρούνται από τους κανόνες προστασίας της εργασίας· και είναι συνένοχο όταν επιτρέπει σε τρίτους να επωφελούνται από την εργασία των μεταναστών, είτε στο εμπορικό σεξ είτε σε άλλους τομείς. Είναι, επομένως, σημαντικό να επαναφέρουμε στην ανάλυσή μας το κράτος και να εξετάσουμε ποιο ρόλο παίζουν οι κρατικές ρυθμίσεις περί μετανάστευσης και εργασίας για τη δημιουργία συνθηκών, μέσα στις οποίες ανθούν η διακίνηση και η εκμετάλλευση της εργασίας των μεταναστών.

  –United States Government Accountability Office, Human Trafficking: Better data, strategy and reporting needed to enhance US anti-trafficking efforts abroad, US GAO 2006.

-E. Balibar, We, the People of Europe? Reflections on transnational citizenship, Princeton University Press 2004. Πρωτότυπο: Anderson, Bridget and Andrijasevic, Rutvica: «Sex, slaves and citizens: the politics of anti-trafficking», Soundings, 2008(40), pp. 135–145. Μετάφραση: Α.Γ. Πηγή: nomadicuniversality.wordpress.com