«Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές. Ο χειμώνας μάς ζέσταινε, σκεπάζοντας Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς.»
(Τ.Σ. Έλιοτ, Έρημη Χώρα)
Από το ”Πρόβατο όχι Αρνί”
Δε θέλω να πω για ανθρώπων έργα σήμερα.
Θέλω να ακολουθήσω τους ρυθμούς μιας βδομάδας που η σιωπή της επιβάλλει και το δικό μου ψιθύρισμα. Θέλω να απαλαγγίξω τις βροχές και τους ήλιους, τα ανοιξιάτικα λιβάδια και τον ανείπωτο εφταήμερο πόνο της φύσης. Θέλω να μπω σε έρημα χωριά, σε εγκαταλειμμένα δρομάκια, σε χορταριασμένα μονοπάτια. Να δω την επανακατάληψη απ’ το πράσινο του γκρι και του άσχημου που του είχαμε επιβάλλει. Θέλω ενθυμούμενος τις διδαχές αγάπης κάποιου να τις δω ζώσες μπρος μου, εκεί που γεννήθηκαν κι εκεί που συνεχίζουν: στα δάση και τα ποτάμια, στη γη και τη θάλασσα, στα ά-λογα -μα πόσο πιότερο από εμάς έλ-λογα;- όντα.
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, λέει ο ποιητής.
Μη βιαστείτε να πείτε «και ποιος δεν είναι»! Δεν είναι, ας πούμε, ο Μάρτης. Δεν είναι αυτός του άγριου της μετάβασης, είναι ο Απρίλης. Του Μάρτη του τα συγχωρούμε όλα. Είναι το τυπάκι στην εφηβεία που έχει το χάδι και στη μελαγχολία και στο ξέσπασμα, και στην παγωνιά και στη ζέστη. Ο Απρίλης οφείλει όμως να πράξει όπως ο χρόνος με τον ήλιο και τα σύννεφα έχουν συνεννοηθεί. Να στεγνώσει όσο πρέπει το χώμα και να το μουσκέψει όταν πρέπει. Να γεννήσει απ’ τους φυτεμένους σπόρους, να ανθίσει απ’ τα φυτρωμένα λουλούδια. Οι μυρωδιές τον περιμένουν σαν μπαχαρικά στη φωτιά πριν το μαγείρεμα, να ελευθερώσουν τα αρώματά τους, να πνίξουν κάλυκες εντόμων, να δημιουργήσουν αναπνευστικά όργια.
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός.
Ημερολογιακά τα έχουμε φέρει έτσι να πέφτουν κυρίως σε αυτόν οι μέρες του Πάσχα. Σε ποιον; Στον μήνα των οργασμικών σπασμών της φύσης να του προξενεύουμε την ανέραστη βδομάδα των Παθών και του Θανάτου αυτής. Θα πεις «ναι, αλλά εκεί, στο τέλος της είναι και το Μ. Σάββατο, η Ανάστασή της». Μόνο ο Απρίλης θα άντεχε το θάνατο ρισκάροντας σε ένα στοίχημα ανάστασης. Καταστρέφουμε, καίμε, μολύνουμε, λιώνουμε τους πάγους, δεν ανακυκλώνουμε, ανοίγουμε γεωτρήσεις σε ωκεανούς και ερήμους, φτιάχνουμε επιπλέουσες ηπείρους πλαστικών σκουπιδιών, εξαφανίζουμε ζώα, δοκιμάζουμε όπλα, χτίζουμε, χτίζουμε, χτίζουμε… Και το Σάββατο το βράδυ θέλουμε ανάσταση. Ναι, μόνο ο Απρίλης μπορεί να το αντέξει. Τόσην υποκρισία κι ένα θαύμα που στην πραγμάτωσή του θα καθαγιάσει κι εμάς, μόνον αυτός.
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, όχι όμως για όλους. Ας του φερθούμε όπως τα χρώματά του μας ζητάν. Ας επιστρέψουμε στην πρώτη παράγραφο κι ας κάνουμε εκείνη τη βόλτα στην ηρεμία.
Είμαι στο νησί κι ετούτος ο δεύτερος μήνας της άνοιξης είναι παντού. Περπατάω ανάμεσα στα χόρτα και λύνω μάγια που κρατούσαν τις μυρωδιές τους κοιμισμένες, σηκώνω μέλισσες σε ένα προσωρινό ζύγιασμα κινδύνων και τις βλέπω ξανά να βουτάν με τα μούτρα στη γύρη. Ακολουθάω μια χελώνα σε αργόσυρτους περιπάτους πείθοντάς την ότι είμαι εκεί για να γίνω σαν αυτή, όχι για να απειλήσω αυτή. Χαζεύω το «σκάσιμο» στα «μάτια» των κλημάτων.
Αμπέλια έτοιμα να ντυθούν τα φύλλα τους, να βάλουν πορεία για την εύχυμη φθινοπωρινή δωρεά τους. Σαύρες ξαπλωμένες σε σκουρόχρωμες πέτρες μαζεύουν ζέστη, θωπεύονται ξεδιάντροπα απ’ τον ήλιο. Χαμογελάω. Όλα ετούτα, ένας κόσμος βγαλμένος απ’ την πρίζα, είναι η δικιά μου ευτυχία. Η ανάσταση έχει έρθει, έχει γίνει. Δεν έχει νόημα να περιμένω το Σάββατο. Σηκώνω το κεφάλι ψηλά. Γυρνάω τα μάτια στον ήλιο. Ας τυφλωθώ. Θα ‘χει γίνει απ’ το δικό του άγιο φως. Το μόνο Άγιο Φως. Είμαι πιστός του και σε όσα δίνει ζωή, και ανιδιοτελώς το εκτιμούν, είναι η θρησκεία μου.
*Η εικόνα είναι της Μαΐτας Χατζηιωαννίδου. Βλέποντάς την πρώτη φορά σκοτείνιασα, σχεδόν με τρόμαξε. Δεν είναι για τέτοια αισθήματα όμως. Τραβώντας την κουρτίνα των ανοιχτών χρωμάτων βρέθηκα στο λιβάδι που περιέγραψα πιο πάνω.