Σήκωσε το κεφάλι του. Με κόπο. Ζαλιζόταν, όλα τα έβλεπε διπλά. Κι απ’ τα χτυπήματα κι απ’ το φόβο του. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τέτοιο φόβο. Ποτέ. Ακόμη κι όταν η βάρκα τους βούλιαξε καταμεσής της θάλασσας και έχασε τη μάνα του και τη μικρή του αδερφή, δεν φοβήθηκε τόσο. Πίστευε ότι θα καταφέρει να γλιτώσει. Και γλίτωσε…
–Μην το λυπάσαι τον πούστη. Δώσ’ του. Δώσ’ του…
Πριν προλάβει να προφυλαχθεί, ο ένας από τους τρεις μπάτσους του έδωσε μια κλοτσιά. Το κεφάλι του έφυγε με δύναμη προς τα πίσω και σταμάτησε επάνω στον λαμαρινένιο τοίχο του κοντέινερ.
-Θα τον σκοτώσουμε, ρε μαλάκα, είπε ο ένας μπάτσος, αυτός που τον είχε δείρει λιγότερο απ’ όλους. Θα τον σκοτώσουμε και θα μπλέξουμε.
Αυτός που τον κλότσησε, νέο παιδί, όχι παραπάνω από τριάντα χρονών, ξεφύσηξε και άναψε τσιγάρο.
-Χίλιες φορές να χάσω τη δουλειά μου γιατί τον σκότωσα παρά γιατί την κοπάνησε.
-Άσ’ τις μαλακίες, επέμεινε ο άλλος. Το πήρε το μάθημά του. Δεν πρόκειται να το σκάσει ξανά.
Κάθισαν. Ο ένας σε μια πλαστική καρέκλα και οι άλλοι δυο στο ένα από τα δυο κρεβάτια που βρίσκονταν εντός του κοντέινερ. Σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ανάσες τους και οι βαθιές ρουφηξιές από τα τσιγάρα που κάπνιζαν. Κι είχαν κι ένα χρώμα… Να έφταιγε η λάμπα και το αρρωστημένο, κιτρινιάρικο φως της;
Ο Χασάν, ξαπλωμένος στο δάπεδο και κουλουριασμένος σαν φίδι, τους κοίταξε με την άκρη του ματιού. Θεόρατοι του φάνηκαν. Να ευθυνόταν ο φόβος του; Δεν ήξερε. Πάντως, ήταν τεράστιοι. Ίσως να μην είχε ξαναδεί τόσο μεγαλόσωμους ανθρώπους.
Άξαφνα, ο ένας, αυτός με το κοντό κουρεμένο μαλλί, που ήταν κι ο πιο άγριος από τους τρεις, σηκώθηκε, πήγε από πάνω του και τον κοίταξε.
-Ρε κωλοαφγανέ, γαμώ τον Αλλάχ σου, ξέρεις τι θα παθαίναμε εάν κατάφερνες να την κοπανήσεις; Θα καταστρεφόμασταν, ρε πούστη. Θα χάναμε τη δουλειά μας, κι αφού γονάτισε δίπλα του, του βούλωσε το χέρι με το στόμα, για να μην μπορεί να φωνάξει, και του έσβησε το τσιγάρο που κρατούσε στο πόδι του.
Ο Χασάν προσπάθησε να φωνάξει. Μάταια. Το χέρι τού αστυνομικού του είχε φράξει τόσο γερά το στόμα που δεν του επέτρεπε ούτε να αναπνεύσει. Ενστικτωδώς, νομίζοντας ότι προσπαθούσε να τον πνίξει, τον δάγκωσε. Ο αστυνομικός πετάχτηκε όρθιος αφήνοντας μια κραυγή, κι ύστερα του έδωσε μια τόσο δυνατή κλοτσιά στο κεφάλι που νόμισε ότι θα ξεκολλήσει από το υπόλοιπο σώμα του.
Ο μπάτσος άνοιξε το παράθυρο και πέταξε έξω το τσιγάρο του.
Ο Χασάν, ένιωσε το στόμα του να πλημμυρίζει με ένα ζεστό υγρό. Η μεταλλική γεύση δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας. Αίμα, σκέφτηκε. Κατόπιν, όμως, άλλαξε γνώμη. Η αρχική αίσθηση ότι το στόμα του πλημμύρισε με αίμα τον εγκατέλειψε. Την ήξερε αυτή τη γεύση, μολονότι είχε χρόνια να τη γευτεί την αναγνώρισε μονομιάς. Δεν ήταν αίμα, ήταν γάλα. Της μάνας του το γάλα. Κι άρχισε να πίνει, βουλιμικά, δάγκωσε τη θηλή, έπιασε με τα δυο του χέρια το βυζί της μάνας του, λες και φοβόταν ότι θα το χάσει, κι άρχισε να ρουφάει με λαιμαργία.
Χόρτασε. Το γάλα έσβησε τη δίψα του, η παρουσία της μάνας του τον γαλήνεψε.
Σιγά σιγά ένιωσε να του φεύγει και η ζαλάδα από τα χτυπήματα. Άρχισε να παίρνει τα πάνω του, να αλαφρώνει, ένιωθε λες και είχε γίνει άυλος, ελαφρύς όσο ένα πούπουλο. Πίστεψε πως το ελαφρύ αεράκι που τρύπωσε από το ανοιχτό παράθυρο θα μπορούσε να τον σηκώσει ψηλά, να τον πάρει από αυτό το λαμαρινένιο κουτί των βασανιστηρίων.
Έκλεισε τα μάτια κι έμεινε βυθισμένος στο απόλυτο μαύρο. Ώσπου κάποια στιγμή, ένιωσε να κρυώνει. Προσπάθησε να κουνηθεί, να κάνει κάτι για να ζεσταθεί. Δεν τα κατάφερε. Λες και δεν όριζε το σώμα του.
Φοβήθηκε κι άνοιξε τα μάτια. Πάλι μαύρο. Μόνο αυτό έβλεπε. Κι έβαλε τα κλάματα. Για πρώτη φορά. Έκλεισε πάλι τα μάτια κι άρχισε να κλαίει δυνατά, με σπασμούς και αναφιλητά.
Έκλαψε για αρκετή ώρα. Ηρέμησε. Κι άνοιξε πάλι τα μάτια του. Κι ενώ ήταν βέβαιος πως το απόλυτο μαύρο θα συνέχιζε να τον περιβάλλει, είδε ότι βρισκόταν δίπλα στο φράχτη με το συρματόπλεγμα, εκεί όπου τον έπιασαν την ώρα που προσπαθούσε να δραπετεύσει.
Στην αρχή πίστεψε πως τον ξεγελούν τα μάτια του, πως του παίζει παιχνίδια το μυαλό του. Προσπάθησε να τρίψει τα μάτια του με τα χέρια, να τα καθαρίσει, να βεβαιωθεί πως αυτό που βλέπει είναι πραγματικό. Πάλι δεν τα κατάφερε. Το σώμα του εξακολουθούσε να είναι αποκομμένο από τις εντολές του νου. Αλλά δεν τον ένοιαξε και ιδιαίτερα. Όσο περνούσε η ώρα τόσο και βεβαιωνόταν πως είχε καταφέρει να ξεφύγει από τους βασανιστές του. Δεν μπορούσε, βέβαια, να το εξηγήσει λογικά, αλλά ήταν βέβαιος πως τους είχε ξεφύγει. Άλλωστε, τώρα πια τα έβλεπε όλα πολύ καθαρά. Το χώμα, τα χορτάρια, οι προβολείς που φώτιζαν το χώρο, όλα ήταν αληθινά.
Ξάπλωσε ανάσκελα επάνω στα χορτάρια κι έπιασε να κοιτάζει τον ουρανό. Τ’ αστέρια του φάνηκαν πιο λαμπερά από ποτέ. Το ίδιο και το φεγγάρι. Κι ας μην είχε περάσει νύχτα που να μην τα παρακολουθήσει.
Χαμογέλασε. Επιτέλους, τους είχε ξεφύγει.
Έπρεπε να φύγει, να βρει τον πατέρα του.
Έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε έξω από το συρματόπλεγμα. Η χαρά του ανείπωτη. Πριν λίγο ώρα τον βασάνιζαν, τώρα ελεύθερος. Άρχισε να τρέχει δεξιά και αριστερά, χωρίς κατεύθυνση και προορισμό. Ήθελε να νιώσει την ελευθερία σε όλο της το μεγαλείο. Να κάνει ό,τι θέλει αυτός, να πάει παντού, οπουδήποτε. Αρκεί να μην εκτελεί εντολές. Αυτό τον ένοιαζε.
Κάποια στιγμή, κι αφού χόρτασε την αίσθηση της ελευθερίας, αποφάσισε να ψάξει για τον πατέρα του. Αλλά πού να πάει; Από την ημέρα που τους χώρισαν, σχεδόν έξι μήνες πριν, δεν είχε κανένα νέο του. Όποιον κι αν ρώτησε δεν γνώριζε να του πει κάτι. Αλλά δεν ήταν ο μόνος. Μέσα στο στρατόπεδο που τους είχαν φυλακισμένους, όλοι έψαχναν κάποιον. Άλλος πατέρα, άλλος μάνα, άλλος αδερφό.
Να γυρίσει όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών; Δεν ήξερε καν που είναι. Άσε που ελλόχευε ο κίνδυνος να τον συλλάβουν και να τον κλείσουν πάλι μέσα. Όχι, αυτό δεν θα το άντεχε. Είχε αντέξει πολλά, πάρα πολλά, αλλά αυτό ένιωθε ότι τον ξεπερνούσε.
Και πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω, στο σπίτι του. Μακρύ το ταξίδι, ατελείωτο. Αλλά ο κόπος δεν τον ένοιαζε. Να φύγει ήθελε, να επιστρέψει στα μέρη που μεγάλωσε, να δει τη γιαγιά του, που θα είχε λιώσει από την αγωνία της.
Ένιωσε την κούραση να τον καταβάλλει. Ξάπλωσε καταγής κι έκλεισε τα μάτια· να φανταστεί το σπίτι του, τον τόπο του, να σχεδιάσει το ταξίδι του. Αλλά πρώτα να ξεκουραστεί.
Κολύμπησε σαν το δελφίνι, περπάτησε με τη γρηγοράδα της γαζέλας, η αντοχή του όμοια με της καμήλας, ανεξάντλητη. Κι έφτασε. Ίδιος ο τόπος του. Μήτε πετραδάκι δεν είχε αλλάξει. Οι δυο κατσίκες τους βοσκούσαν αμέριμνες χορτάρι, οι κότες τους, ως και τα λουλούδια τους ίδια κι απαράλλαχτα. Η γιαγιά του, όπως συνήθιζε, καθόταν στο σκαμνάκι μπροστά στην πόρτα. Έβαλε φωνή, να τον ακούσει η μάνα του: «γύρισα, μάνα. Γύρισα…». Καμιά αντίδραση, ως κι η γιαγιά του, που βρισκόταν σχεδόν δίπλα του, δεν αντέδρασε.
Λίγα λεπτά σιωπής και αγωνίας. Κι άξαφνα, από την πόρτα του σπιτιού τους, την είδε να ξεπροβάλλει. Τα ρούχα της ίδια, όπως τότε που την είδε τελευταία φορά. Μπλε φουστάνι, μαύρα, ταλαιπωρημένα παπούτσια. Μόνο που, το μαντίλι που φορούσε στο κεφάλι, το είχε ριγμένο στους ώμους της.
Την πλησίασε· αυτή ανέκφραστη. Έπιασε τα χέρια της· παγωμένα. Κάτι του έλεγε να κάνει πίσω, αυτή δεν ήταν η μάνα του. Αλλά όχι, τα μάτια του δεν μπορεί να τον ξεγελούν. Έπιασε να χαϊδεύει τα μαύρα της μαλλιά. Άξαφνα συνειδητοποίησε πως τα μαλλιά της ήταν γεμάτα με φύκια, άμμο και όστρακα.
Τράβηξε το χέρι του φοβισμένος κι έμεινε να την κοιτάζει. Κάτι του έλεγε πως αυτή δεν ήταν η μάνα του. Αλλά πάνω που ήταν έτοιμος να κάνει πίσω, από το σπίτι πρόβαλλε η μικρή του αδελφή κι έπιασε τη μάνα του από το χέρι. Βεβαιώθηκε. Αυτή ήταν η μάνα του. Μόνο που, με τις τόσες κακουχίες, είχε αλλάξει.
Την αγκάλιασε, έπιασε το στήθος της κι άρχισε να βυζαίνει. Η ίδια πάλι μεταλλική γεύση. Το γάλα της μάνας του…
Ο μπάτσος άρχισε να τον χαστουκίζει και να τον βρίζει: «σήκω, ρε πούστη. Σήκω, γαμώ τον αντίθεό σου». Ο Χασάν δεν αντιδρούσε.
Ο μπάτσος άρχισε να ξύνει νευρικά το κεφάλι του: «ψόφησε ο πούστης. Ψόφησε και θα μπλέξουμε…».
«Δεν γαμιέται, ο πρώτος είναι ή ο τελευταίος», γέλασε ο ένας από τους μπάτσους που καθόταν στο κρεβάτι. «Φέρε τα χαρτιά», συνέχισε, «να γράψουμε την αναφορά να τελειώσουμε». Ο μπάτσος που στεκόταν επάνω από τον νεκρό Χασάν έφερε κάποια χαρτιά κι άρχισε να γράφει. Κάποια στιγμή γύρισε και ρώτησε: «Πώς τον λένε; Ξέρει κανείς;». «Βάλε ό,τι όνομα θες. Έτσι κι αλλιώς, όλοι οι αράπηδες ίδιοι είναι…».
Κι έβαλαν όλοι μαζί τα γέλια, να ξαλαφρώσουν, να βγάλουν από πάνω τους το βάρος αυτής της τόσο δύσκολης δουλειάς…