Οι γέφυρες προς τον μεγάλο, «έντιμο συμβιβασμό» μεταξύ Βερολίνου και Αριστεράς άνοιξαν χθες στη σύνοδο των Βρυξελλών – μια σύνοδο, που έδωσε την πολιτική εντολή για μια συμφωνία win win.
Για να ανοίξουν αυτές οι γέφυρες το Βερολίνο κάνει σαφή στροφή σε πολιτική κατευνασμού και η Αθήνα σε πολιτική μαχητικού ρεαλισμού. Τα, δε, ουσιαστικά, τελικά κέρδη και παραχωρήσεις για αμφότερους τους νικητές θα κριθούν μέσα στα επόμενα τέσσερα 24ωρα έως το Eurogroup της Δευτέρας.
Μέχρι τότε τα τεχνικά κλιμάκια Αθήνας και Βρυξελλών, υπό τον πρόεδρο του ΣΟΕ Γιώργο Χουλιαράκη και τον επικεφαλής του EuroWorkingGroup Τόμας Βίζερ αντίστοιχα, θα δώσουν τη μάχη για να δημιουργήσουν ένα νέο υβριδικό πρόγραμμα – ένα πρόγραμμα, που θα γεφυρώνει τμήματα του παλαιού Μνημονίου με τις νέες ελληνικές προτάσεις, όπως προβλέπει η χθεσινή συμφωνία Τσίπρα – Ντάισελμπλουμ.
Το στοίχημα που αναλαμβάνουν οι δύο ομάδες είναι δύσκολο, όχι τόσο ως προς την αριθμητική και δημοσιονομική σύνθεσή του, όσο ως προς την προάσπιση των πολιτικών εντυπώσεων για αμφότερες τις πλευρές. Οι άτυπες… ευλογίες που έδωσε, άλλωστε, η Άνγκελα Μέρκελ για την επίτευξη συμφωνίας, προϋποθέτουν ότι το όποιο αποτέλεσμα δεν μπορεί να φανεί ως γερμανική ήττα.
Σ’ αυτή τη βάση, και σύμφωνα με τις πληροφορίες που έγιναν γνωστές από κυβερνητικές πηγές τη νύχτα μετά τη σύνοδο κορυφής, το πλαίσιο που διαμορφώνεται μέχρι στιγμής έχει ως εξής: Η Γερμανία αποδέχεται το ελληνικό αίτημα για αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων – για χαλάρωση της λιτότητας, δηλαδή – με μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,5% από το 3%. Αμοιβαίες υποχωρήσεις διαγράφονται στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων, με την μεν ελληνική πλευρά να αποδέχεται τη συνέχισή τους, τους δε εταίρους να λένε «ναι» στην επανεξέταση των όρων με τις οποίες θα προχωρήσουν αρκετές εξ αυτών.
Συνολικά, το σχέδιο που προκρίνεται φαίνεται να κινείται κοντά στο γνωστό πλάνο Βαρουφάκη για υιοθέτηση περί του 70% των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του Μνημονίου και εγκατάλειψη του «τοξικού» 30%.
Σ’ αυτό το «τοξικό» τμήμα εντάσσονται και τα πιο σκληρά νέα μέτρα που ζητούσε η τρόικα και πλέον απορρίπτονται από την Αθήνα – δηλαδή, οι αλλαγές των συντελεστών ΦΠΑ, η μείωση των μισθολογικών επιδομάτων, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου.
Θα χρειαστεί, ωστόσο, σκληρή μάχη κι ακόμη πιο σκληρές ασκήσεις δημοσιονομικής και πολιτικής ισορροπίας για να αντισταθμιστούν τα εν λόγω μέτρα με άλλες παρεμβάσεις. Δεν πρέπει να διαφεύγει, άλλωστε, της προσοχής η δήλωση του προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ αμέσως μετά τη σύνοδο κορυφής: «Έχουμε ακούσει», είπε, «ότι η ελληνική κυβέρνηση θέλει να ακυρώσει κάποια μέτρα γιατί είναι αντικοινωνικά. Μπορείς να αντικαταστήσεις μέτρα αρκεί να είναι ισοδύναμης απόδοσης. Πρέπει να μας πουν ποιο είναι το 70% και ποιο το το 30%».
Εν ολίγοις, ο κ. Γιούνκερ ζήτησε και πάλι «ισοδύναμα», κι εδώ – όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν κυβερνητικές πηγές – το καλό χαρτί της ελληνικής πλευράς είναι η ισχυρή της δέσμευση για πάταξη της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς. Μιας δέσμευσης που τόσο οι Βρυξέλλες, όσο και το Βερολίνο, δείχνουν μέχρι στιγμής να εμπιστεύονται πολύ περισσότερο από τις αντίστοιχες των προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων.
Εάν όλα αυτά αποτυπωθούν επιτυχώς και στους κοστολογημένους πίνακες της ομάδας Χουλιαράκη – Βίζερ μέσα στο επόμενο τετραήμερο, τότε η τελική μάχη στο Eurogroup της Δευτέρας θα δοθεί στις πολιτικές εντυπώσεις, και εν μέρει και την πολιτική ουσία, των διατυπώσεων.
«Το μνημόνιο, όπως το γνωρίσαμε, και η τρόικα δεν υπάρχουν πια», είπε χθες το βράδυ από τις Βρυξέλλες ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Και πρόσθεσε ότι το κύριο βάρος των διαπραγματεύσεων και επαφών θα μετατοπιστεί πλέον στην Κομισιόν και το EuroWorkingGroup. Μένει να φανεί όμως εάν η, όποια, αλλαγή ή μετονομασία θα έχει και την ανάλογη πολιτική και κοινωνική ουσία.
«Το ελληνικό πρόγραμμα είναι σε ισχύ και θα πρέπει να επεκταθεί», δήλωσε, από την πλευρά της η Άνγκελα Μέρκελ. Μένει κι εδώ να φανεί εάν η, όποια, «επέκταση» ή «γέφυρα» θα οδηγεί όντως σε μια νέα σχέση εμπιστοσύνης και ισοτιμίας μεταξύ εταίρων ή θα συγκαλύπτει απλώς τις αγωνίες της γερμανικής ηγεσίας για επέκταση του ντόμινο της αμφισβήτησης στην υπόλοιπη Ευρώπη…