Γενναιότητα ψυχής…
Ένα παγωμένο απόγευμα του Δεκεμβρίου, η 30χρονη Λετφιγιά Αμπερκαλί Ζελέμα κάθεται στριμωχτά γύρω από μια μικρή φωτιά έξω από το σπίτι της στο δυτικό Κομπάνι. «Δεν έχουμε ούτε θέρμανση ούτε και καύσιμα», εξηγεί. «Υποχρεωνόμαστε να ανάβουμε φωτιές και να μαγειρεύουμε εδώ έξω». (Μετάφραση-νοηματική απόδοση: Χρήστος Θ. Παναγόπουλος)
Η Λετφιγιά είναι μία από τους εκατοντάδες κατοίκους που ζουν ακόμη στο Κομπανι, παρά τις σφοδρές συγκρούσεις που μαίνονται εδώ και τρεις μήνες με τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους και περίπου δύο χρόνια, οπότε ξεκίνησε η πολιορκία της πόλης.
Κι ενώ χιλιάδες άλλοι πολίτες διέφυγαν μέσω των συνόρων προς την Τουρκία όταν ξεκίνησαν οι μάχες, η οικογένεια της Λετφιγιά αποφάσισε να μείνει.
«Δεν θέλουμε να φύγουμε», λέει. «Τι θα κάναμε σε μια άλλη χώρα; Στην Τουρκία μας μεταχειρίστηκαν ως Ρομά. Αυτή είναι η γη μας. Γιατί, λοιπόν, να την αφήσουμε σε άλλους; Είναι καλύτερο να πεθάνουμε εδώ».
Παρόλο που δεν έχουν μείνει μαγαζιά ανοικτά στο Κομπάνι, οι μαχητές του YPG και των Πεσμεργκά σε συνεργασία με τις τοπικές Αρχές έχουν οργανώσει τακτικές παραδόσεις βασικών προμηθειών σε όλους τους ντόπιους κατοίκους, όπως τρόφιμα, ρουχισμό και φάρμακα.
Την ίδια ώρα, στο Κομπάνι η ζωή συνεχίζεται. Ακόμα και η συλλογή των σκουπιδιών γίνεται κανονικά. Ο σκουπιδιάρης πετάει σακούλες στην καρότσα ενός μικρού φορτηγού, κρατώντας στο ένα χέρι ένα φτυάρι, ενώ στην πλάτη του έχει ζωστεί ένα ντουφέκι.
Πέρα από τα καύσιμα, η Λετφιγιά λέει πως η μεγαλύτερη ανησυχία της είναι τα πέντε παιδιά της, ηλικίας από 18 μηνών έως 12 ετών. «Φοβούνται. Προσπαθούμε να τους πούμε ότι όλα είναι καλά, αλλά μόλις σκάσει κάποιος όλμος, φοβούνται».
Ωστόσο, σήμερα τα παιδιά τρέχουν γύρω από το σπίτι, γελούν και κάνουν ποδήλατο, επιστρέφοντας συχνά δίπλα από τη φωτιά, για να ζεσταθούν. Ούτε ο ήχος ενός όλμου που σκάει μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά δεν φαίνεται να τα πτοεί.
«Κατά κάποιο τρόπο έχουμε συνηθίσει πλέον σε όλα αυτά», εξηγεί η Λετφιγιά. «Όλο αυτό υπάρχει στη ζωή μας εδώ και μήνες».
Κι ενώ η Λετφιγιά περνά τις ημέρες της φροντίζοντας την οικογένειά της, οι περισσότεροι πολίτες που έχουν απομείνει στο Κομπάνι συμμετέχουν ενεργά στον πόλεμο κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Ο Αχμεντ Ισμαήλ, ένας 22χρονοςΚούρδος μαχητής στο Κομπάνι επισημαίνει: «Εδώ και τρία χρόνια ο λαός μας – ακόμη και τα μικρά παιδιά – έχουν μάθει πώς να πολεμούν. Όλοι μας έχουμε μάθει πώς να χρησιμοποιούμε όπλα».
Μέχρι πρότινος ήταν ξυλουργός. Όμως, εδώ και τέσσερις μήνες ο Αχμεντ έχει στρατολογηθεί στις τάξεις των ανταρτών.
Με ορμητήριο ένα μικρό σπίτι στην κατεστραμμένη πλέον αγορά του Κομπάνι, βοηθάει παρέχοντας υποστήριξη στην πρώτη γραμμή του μετώπου, μεταφέροντας τρόφιμα και πολεμοφόδια στους αντάρτες μαχητές ή μεταφέροντας τραυματισμένους στρατιώτες στο νοσοκομείο.
Οι μαχητές έχουν κατεδαφίσει τοίχους μεταξύ κτιρίων και καταστημάτων, έτσι ώστε να διασχίζουν την πόλη από τη μία άκρη στην άλλη με ασφάλεια, ενώ τεράστια σεντόνια βρίσκονται κρεμασμένα μπροστά από τις εισόδους μερικών οδών, προκειμένου να αποτρέπονται επιθέσεις ελεύθερων σκοπευτών του ISIL.
«Πολεμάμε για χάρη της ελευθερίας μας», λέει ο Αχμέντ. «Πολεμάμε έτσι ώστε οι ζωές μας να γυρίσουν κάποτε σε κανονικούς ρυθμούς και πάλι».
Με την υποστήριξη των συμμαχικών αεροπορικών επιδρομών, οι Κούρδοι μαχητές έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο κατά των τζιχαντιστών, έχοντας ανακαταλάβει το 70% της πόλης, σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας του Κομπάνι, Ισμάτ Σεΐχ Χασάν.
Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι οι Κούρδοι αξιωματούχοι στο Κομπάνι υποστηρίζουν πως ελέγχουν το 70% της πόλης, ένας ισχυρισμός που δεν μπορεί ακόμη να επιβεβαιωθεί, οι τζιχαντιστές έχουν ακόμη υπό τον έλεγχό τους ένα μεγάλο τμήμα της περιοχής, στο οποίο περιλαμβάνονται περίπου 400 χωριά.
«Έχουμε ακόμη μπροστά μας πολύ δρόμο να διανύσουμε και μια πολύ μεγάλη μάχη», προειδοποιεί ο Ανουάρ Μουσλίμ, επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης στο Κομπάνι.
«Δεν θα είναι καθόλου εύκολο όλο αυτό, γιατί, ακόμη κι αν απωθήσουμε τους τζιχαντιστές έξω από το Κομπάνι, θα είμαστε ακόμη περικυκλωμένοι από αυτούς», δηλώνει μιλώντας στο αραβικό τηλεοπτικό δίκτυο Al Jazeera. «Χρειαζόμαστε έναν ανθρωπιστικό δίαυλο με τον έξω κόσμο, για να επιβιώσουμε», προσθέτει.
Εν τω μεταξύ, οι κάτοικοι προσπαθούν να προσαρμόσουν τη ζωή τους, ενώ εξακολουθούν να βρίσκονται υπό πολιορκία, ενωμένοι κι αποφασισμένοι να επιβιώσουν και να προστατέψουν την πόλη τους.
Η 55χρονη Αμίς Αχμέντ και ο σύζυγός της κάθονται σε πλαστικές καρέκλες μπροστά από το σπίτι του γιου τους στο Κομπάνι, περιστοιχισμένοι από παιδιά κι εγγόνια. Έαν δεν ήταν οι περιστασιακές εκρήξεις ρουκετών και οι πυροβολισμοί, αυτή η σκηνή θα μπορούσε να ήταν οπουδήποτε. «Γυναίκες που μπορούν να πολεμήσουν, βρίσκονται ήδη στο μέτωπο, ενώ άλλες έχουν μείνει σπίτι», λέει η Αμίς, που το ρυτιδιασμένο δέρμα της μαρτυρά τη σκληρή ζωή που έχει κάνει. «Εμείς φτιάχνουμε ψωμί για τους μαχητές».
Είναι προφανές ότι τα παιδιά έχουν επηρεαστεί από τη φρίκη του πολέμου, κάτι που μπορεί να φανεί από τα λασπωμένα ρούχα τους κι από ένα μικρό παιδί που τρέχει πίσω από την αδελφή του κραδαίνοντας ένα ψεύτικο πλαστικό όπλο. Η Αμίς και ο σύζυγός της, ο Αλαντίν Άμπντο, ζούσαν για χρόνια στο χωριό Ζιραβούκ, μερικά χιλιόμετρα έξω από το Κομπάνι, προτού οι τζιχαντιστές σαρώσουν την περιοχή.
Ο Αλαντίν λέει πως οι κάτοικοι του χωριού πολέμησαν για περίπου τέσσερις ημέρες προτού αποφασίσουν ότι ήταν πλέον επικίνδυνο να παραμείνουν. Μέρος της οικογένειας του Αλαντίν και της Αμίς κατέφυγε στην Τουρκία, αλλά το ζευγάρι καθώς και ορισμένα από τα παιδιά του αποφάσισαν να μείνουν.
Αυτοί, όπως αυτή η οικογένεια, που διάλεξε να παραμείνει στο Κομπάνι, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα αβέβαιο μέλλον. «Έχουμε συνηθίσει με αυτήν εδώ την κατάσταση, τις μάχες και τους βομβαρδισμούς», λέει ο Αλαντίν που πλέον έχει ενταχθεί στους κόλπους της αντίστασης, φορώντας τα σήματα των Κούρδων μαχητών.
«Το Κομπάνι αντιστέκεται εδώ και 90 ημέρες. Σταθήκαμε μπροστά στα βαρέα όπλα των τζιχαντιστών και πολεμήσαμε με τα δικά μας περιορισμένα μέσα και τη δύναμή μας. Δεν επιθυμούμε τίποτε άλλο παρά τη νίκη και θα τα καταφέρουμε», καταλήγει ο Αλαντίν.