Σκηνές από το κοντινό μέλλον…
Έτριψε τα παγωμένα της χέρια. Τίποτα, εξακολουθούσαν να είναι τόσο παγωμένα, όσο ποτέ. Τα έβαλε μέσα στις τσέπες τού χιλιομπαλωμένου πανωφοριού της. Κάπως καλύτερα. Έμεινε να κοιτάζει το δρόμο: ελάχιστα αυτοκίνητα, ακόμη πιο ελάχιστοι άνθρωποι και ημίφως. Ως και ο φωτισμός των δρόμων, για λόγους οικονομίας, είχε περιοριστεί. Μόνο οι λεωφόροι φωτίζονταν επαρκώς. Οι μικρότεροι δρόμοι, τα στενά, βυθισμένα στο σκοτάδι. Όπως και τα περισσότερα σπίτια.
Έπιασε το κασελάκι με τα σπίρτα, σηκώθηκε όρθια, κι άρχισε να περπατά. Σταμάτησε μπροστά από την είσοδο ενός μεγάλου σούπερ-μάρκετ. Το βλέμμα της κόλλησε στη βιτρίνα του. Και πιο συγκεκριμένα σε εκείνο το μεγάλο, κίτρινο κεφάλι ολλανδικό τυρί που είχε τοποθετηθεί καταμεσής της βιτρίνας. Ασυναίσθητα έβγαλε τη γλώσσα της και άρχισε να γλείφει τα χείλη της. Ένιωθε τη γεύση του να της βασανίζει τον ουρανίσκο, η μυρωδιά του της τρυπούσε τα ρουθούνια. Κι ας μην το μύριζε, κι ας μην είχε στο στόμα της παρά μόνο σάλιο.
Έμεινε να κοιτάζει το ταμπελάκι με την τιμή: 875 εκατομμύρια δρχ το κιλό. Έβαλε το χέρι στην τσέπη της και έβγαλε μερικά κέρματα. Τα μέτρησε: 842 δραχμές. Θα χρειαζόταν, για να αγοράσει κάποια ελάχιστα γραμμάρια, να δουλεύει μέχρι την άλλη ζωή. Αλλά ακόμη κι έτσι, δεν ήταν σίγουρο πως θα τα κατάφερνε.
Ένα καυτό δάκρυ κύλησε στο παιδικό πρόσωπο. Ο πληθωρισμός είχε καταστρέψει τα πάντα. Αλλά, όταν όλοι οι εχέφρονες τους προειδοποιούσαν ότι πρέπει πάση θυσία να παραμείνουν στο ευρώ, οι άφρονες κομουνιστές τους χλεύαζαν. Φάτε, τώρα, πληθωρισμό…
Σταμάτησε έξω από ένα παιχνιδάδικο. Ο σεκιούριτι που στεκόταν έξω από την είσοδο, την κοίταξε άγρια –σημάδι πως δεν ήταν ευπρόσδεκτη, ούτε καν για να χαζέψει τις βιτρίνες. Έκανε λίγα βήματα ακόμη και έμεινε να κοιτάζει το κατάστημα από απόσταση. Παρότι παραμονή Χριστουγέννων, λίγος κόσμος. Ελάχιστος. Τις παλιές εποχές, πριν έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ και φέρει την καταστροφή, ο κόσμος ήταν περισσότερος.
Ένας ευτραφής κύριος, κρατώντας από το χέρι ένα εξίσου ευτραφές αγοράκι, βγήκε από το κατάστημα φορτωμένος με σακούλες. Την ώρα που πέρασε μπροστά της, το κοριτσάκι άρπαξε ένα κουτί με σπίρτα: «πάρτε ένα κουτάκι, καλέ κύριε. Να κάνουμε Χριστούγεννα κι εμείς». Ο κύριος σταμάτησε, την κοίταξε για μια στιγμή, κι έβαλε το γαντοφορεμένο χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του. Αμέσως όμως, σαν να το μετάνιωσε, το έβγαλε έξω και την έδειξε: «Εσείς φταίτε. Εσείς. Αν δεν είχατε ψηφίσει τον καταραμένο ΣΥΡΙΖΑ, τώρα ούτε θα είχαμε βγει από το ευρώ, ούτε θα είχαμε επιστρέψει στη δραχμή. Επιλογή σας ήταν η καταστροφή. Γι’ αυτό μην διαμαρτύρεσαι, μυξιάρικο μικρό. Αλλά να θυμάσαι ότι ο Σταύρος τα έλεγε. Σας είχε προειδοποιήσει τι θα πάθετε, εάν δεν τον ψηφίσετε».
Η μικρή τον κοιτούσε αποσβολωμένη. Ήθελε να του πει ότι αυτή δεν ψηφίζει, λόγω ηλικίας. Βέβαια, εάν ψήφιζε, ΣΥΡΙΖΑ θα το έριχνε. Σιγά να μην ψήφιζε τον γραφικό με το σακίδιο. Αλλά δεν του το είπε. Όταν τον είδε να γονατίζει και να ξύνει μια τσίχλα από το ρείθρο του πεζοδρομίου, κατάλαβε ότι δεν υπήρχε λόγος. Ο καλοντυμένος κύριος δεν ήταν μόνο Ποταμίσιος αλλά και ατενίστας. Ο πιο επικίνδυνος συνδυασμός. Και μ’ αυτούς, δεν ήταν για να ανοίγεις συζητήσεις. Μπορούσε, με ένα απλό τηλεφώνημα, να τη στείλει στον άλλο κόσμο, ή σε κάποιο νοσοκομείο όπου, όταν ξυπνούσε, θα διαπίστωνε ότι της λείπει νεφρός, πνευμόνι κλπ.
Προχώρησε λίγα μέτρα και στάθηκε στη διασταύρωση του δρόμου. Στο απέναντι πεζοδρόμιο ένα σμήνος τεράστιες ακρίδες, απ’ αυτές που είχαν έρθει την ημέρα που ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση, έτρωγαν ένα νεκρό άστεγο. Και το χειρότερο ήταν πως κανείς δεν έδειχνε να ενοχλείται. Όλοι το θεωρούσαν απολύτως φυσιολογικό.
Τρύπωσε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, τυλίχτηκε σφιχτά στο πανωφόρι της κι έπιασε να ζεσταίνει τα χέρια της με την αναπνοή της. Πρώτη φορά κρύωνε τόσο πολύ. Πρώτη φορά άρχισε να πιστεύει πως το τέλος ήταν κοντά.
Επάνω που ήταν έτοιμη να αφεθεί στις αγκάλες του θεού ύπνου, ακούστηκε ο ήχος ελικοπτέρου. Σύρθηκε λίγα μέτρα, ώστε να μπορεί να βλέπει τον ουρανό, και σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Το ελικόπτερο φώτιζε με ένα τεράστιο προβολέα τον δρόμο, ενώ από τα μεγάφωνά του ακουγόταν η φωνή του Στρατούλη: «σύντροφοι και συντρόφισσες, εάν υποψιάζεστε ότι κάποιος από τους φίλους, τους γνωστούς ή τους συγγενείς σας ψήφισε ΠΟΤΑΜΙ ή είναι μέλος των ατενίστας, επικοινωνήστε στο 210…. ». Μεμιάς σκέφθηκε να καρφώσει τον εύσωμο κύριο που αρνήθηκε να αγοράσει τα σπίρτα της. Αλλά δεν είχε δύναμη να κάνει το παραμικρό. Όμως αύριο, εάν δεν είχε αποδημήσει για τον άλλο κόσμο, θα ειδοποιούσε τον φίλο της τον Θανάση, ένα από τα καλύτερα στελέχη της Ο.Π.Λ.Α., να αναλάβει δράση. Φαρμακοχέρης όνομα και πράμα ο Θανάσης. Τύφλα να ‘χει ο Κουφοντίνας.
Ο μαύρος ουρανός πολύ σύντομα κατάπιε το ελικόπτερο, τα φώτα του και τους θορύβους του. Με την ευχάριστη σκέψη ότι ο ευτραφής κύριος που αρνήθηκε να αγοράσει σπίρτα πολύ σύντομα θα αποτελέσει παρελθόν, την πήρε ο ύπνος κι έπιασε να ονειρεύεται τα παλιά, την εποχή των μνημονίων, τότε που πεινούσαν όπως και τώρα, αλλά πεινούσαν με όραμα, με προοπτική, πρόσφεραν το καθημερινό τους γεύμα για τη σωτηρία της πατρίδας. Βέβαια, δεν πρόσφεραν όλοι. Κάποιοι ελάχιστοι, όχι μόνο δεν πρόσφεραν, αλλά έτρωγαν και τις προσφορές των υπολοίπων. Αλλά δεν έχει καμία σημασία. Αυτή, όπως και όλοι όσοι βρίσκονταν στη θέση της, το χρέος της, έναντι της πατρίδας και της Ε.Ε., το έκανε.
Άξαφνα άκουσε πυροβολισμούς. Ασυναίσθητα τυλίχτηκε στο πανωφόρι της και έκρυψε το κεφάλι της μέσα στους γιακάδες του. Οι συμμορίες, αυτές ήταν οι πιο επικίνδυνες. Έκλεβαν, σκότωναν, βίαζαν, χωρίς να φοβούνται κανέναν και τίποτα. Θυμήθηκε τις δηλώσεις Πάγκαλου, και το πόσο δίκιο είχε όταν έλεγε ότι, εάν επικρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, η χώρα θα παραδοθεί στο έλεος των συμμοριών. Τότε, βέβαια, τον χλεύασαν όλοι. Να, όμως, που ο Θόδωρος επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά.
Πού να βρίσκεται, άραγε; Να τον πήρε υπό την προστασία του κάποιος από τους ζάμπλουτους φίλους του ή τον εγκατέλειψαν στην τύχη του; Να πρόλαβε να φάει κάποια από τα 50 τόσα σπίτια του ή του τα κατάσχεσαν οι κομουνιστές; Άγνωστο…
Ένας παράξενος θόρυβος την έβγαλε πάλι από τις σκέψεις της. Σύρθηκε μέχρι την άκρη της εισόδου. Και το είδε: Ένα κάρο, που το έσερνε ένα ψωραλέο μαύρο άλογο, κινούταν νωχελικά στη μέση του δρόμου. Το βλέμμα της καρφώθηκε στον γηραιό, λιπόσαρκο κύριο που το οδηγούσε. Τρομοκρατήθηκε. Κάτι απόκοσμο είχε αυτός ο άνθρωπος. Ή, μήπως, τον έβλεπε έτσι διότι το κάρο ήταν φορτωμένο με πτώματα;
Το κάρο προχώρησε λίγα μέτρα και σταμάτησε έξω ακριβώς από την είσοδο της πολυκατοικίας. Η καρδιά της μικρής κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Άξαφνα, όταν ο ηλικιωμένος οδηγός του κάρου έστριψε το κεφάλι και την κοίταξε ίσα στα μάτια, πάγωσε. Τα γνώριζε αυτό το βλέμμα. Και μάλιστα πολύ καλά.
Έμειναν να κοιτιούνται στα μάτια, χωρίς κανένας να κάνει την παραμικρή κίνηση. Ώσπου, κάποια στιγμή, ο οδηγός του κάρου της πέταξε μια πλαστική σακούλα, που την είχε δεμένη με σχοινί. Η σακούλα προσγειώθηκε μπροστά της, την έπιασε με το χέρι και την έφερε κοντά στο πρόσωπό της. Περιείχε φαγητό. Ναι, περιείχε κάποιο ζεστό φαγητό, κατά πάσα πιθανότητα κρέας. Η πείνα της, που μέχρι πριν λίγο την είχε ξεχάσει, επανεμφανίστηκε ουρλιάζοντας «να φάω… να φάω… να φάω…». Την ώρα όμως που έκανε να την ανοίξει, η σακούλα τραβήχτηκε προς τα πίσω. Έκανε μια προσπάθεια να την πιάσει ξανά, αλλά η σακούλα τραβήχτηκε πάλι προς τα πίσω.
Έμεινε με το χέρι τεντωμένο να κοιτάζει τη σακούλα. Ήξερε, είχε ακούσει, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. Θα την διεκδικούσε, κι ας χανόταν. Κι άρχισε να σύρεται αργά προς τη σακούλα με το γεύμα, που όσο την πλησίαζε, τόσο αυτή απομακρυνόταν.
Έφθασε δίπλα στο κάρο. Σήκωσε το κεφάλι. Πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα της, ακούστηκε η φωνή του οδηγού : «Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα, μικρή μου», κι αμέσως ξέσπασε σε ένα γέλιο που την έκανε να ριγήσει από τρόμο.
Είπε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια, κι ας ήξερε ότι η μοίρα της είχε κριθεί: «τουλάχιστον θα μου δώσετε μια μπουκιά, κύριε Θάνο;». Ο Τζήμερος την άρπαξε από το κεφάλι και την σήκωσε στον αέρα, σαν πάνινη κούκλα. «Δεν άκουσες τι σου είπα, μωρή ΣΥΡΙΖΑία; Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα. Πότε, επιτέλους, θα το καταλάβετε;» κι αφού την πέταξε στο πίσω μέρος του κάρου, φώναξε: «Αυτή είναι ακόμη ζωντανή. Άστη να ψοφήσει και την τεμαχίζεις μετά».
Αλλά ο Μάκης, ο βοηθός του Θάνου, ήταν βιαστικός. Άσε που το τεμάχισμα των ζωντανών είχε περισσότερη πλάκα απ’ ότι των νεκρών. Σήκωσε το τσεκούρι του ψηλά και, πριν το κατεβάσει με δύναμη επάνω στο παγωμένο κορμάκι της μικρής, φώναξε: «για να μάθεις να λες ότι είμαι συμπαρουσιαστής του Πρετεντέρη και όχι καλεσμένος του».
Ένας μεταλλικός ήχος, μια μικρή κραυγή, λίγες σταγόνες αίμα. Και μια χώρα κατεστραμμένη, πτωχευμένη και παραδομένη στους κομουνιστές.