“Και ΤΙΝΑ κάνουμε”
Ο Αλέξης Τσίπρας τον Ιανουάριο προσπάθησε να κάνει κάτι προβλέψιμο. Να κερδίσει τις εκλογές συσπειρώνοντας τον ελληνικό λαό με συνεκτικό στοιχείο το εκτεταμένο και δικαιολογημένο αντιμνημονιακό αίσθημα. Προσπαθώντας να συμβιβάσει αυτό το αίτημα με μία επικοινωνιακά κατασκευασμένη λατρεία του ευρώ, τελικώς κατάφερε να αδρανοποιήσει και να αναστρέψει εν μέρει αυτό το αίσθημα. Ξεκίνησε καταφέρνοντας κάτι προβλέψιμα ασυνήθιστο, και κάνοντάς το κομμάτια μπρος στα έκπληκτα μάτια των ψηφοφόρων του, αποδείχτηκε απρόβλεπτα συνηθισμένος.
Η πλειονότητα που συγκροτεί τη βάση της δεξιάς στην Ελλάδα είναι δεξιά με πολιτισμικά κριτήρια, όχι οικονομικά. Η κεντρική επιλογή μη αμφισβήτησης του ευρώ, η ανάθεση του χαρτοφυλακίου της άμυνας στον Πάνο Καμμένο, η επιλογή Παυλόπουλου για της Προεδρία της Δημοκρατίας, ήταν επιλογές σχεδιασμένες να διεμβολίσουν τη βάση αυτή.
Παντρεύοντας αυτή τη βάση με το διάσπαρτο και άνευ ιδεολογικής συγκρότησης αριστερό ακροατήριο, και χρησιμοποιώντας την προσωπική του γοητεία, συγκέντρωσε μετεκλογικά μία ευρεία λαϊκή συναίνεση στο πρόσωπό του. Αυτή τη συναίνεση είναι που σήμερα προσπαθεί να εξαργυρώσει ο ίδιος και μία ομάδα γύρω του, πιστεύοντας ότι θα κερδίσει μία ευκαιρία διακυβέρνησης τετραετίας υπό τις ομαλότερες δυνατές συνθήκες.
Τι απέγινε ο ΣΥΡΙΖΑ
Αυτό που ξεκίνησε ως μία απόπειρα για προώθηση της ταξικής συνείδησης σε ευρύτερα στρώματα από την παραδοσιακή βάση της αριστεράς, επέστρεψε σαν μπούμερανγκ. Κατέληξε σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με την προσπάθεια αυτή με γυρισμένο το μέσα-έξω, το κεφάλι κάτω, τα πόδια πάνω, κοιταγμένη στον καθρέφτη.
Στην ουσία ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιήθηκε ως όχημα για την κατασκευή μίας μορφής “αριστερού” κυβερνητισμού απροσδιόριστου νοήματος. Χωρίς να κρίνουμε τις προθέσεις, αλλά μόνο το αποτέλεσμα, πρόκειται για μία μορφή με το πολιτικό περίγραμμα του Ψαριανού. Μία πολιτική καινοτομία δυνητικά διαχειρίσιμη από την ολιγαρχία, απευθυνόμενη σε ένα μπερδεμένο πολιτικό ακροατήριο. Επαναλαμβάνω, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος.
Η στόχευση του Τσίπρα
Τολμώντας το άλμα να κρίνει κανείς τις προθέσεις του ως καλές, είναι βέβαιο ότι ο ίδιος ο Τσίπρας δεν το βλέπει έτσι. Είναι παγιδευμένος σε μία ψευδαίσθηση ότι κάνει στρατηγικές κινήσεις σε μία παγκόσμια πολιτική σκακιέρα, προσπαθώντας να δει αρκετές κινήσεις μπροστά. Αυτό, για τον Αλέξη Τσίπρα, είναι αδύνατον να το κατανοήσει ο μέσος ψηφοφόρος. Χρησιμοποιεί επομένως, αυτό το νεόδμητο σύστημα εξουσίας ως “βρώμικο” μέσο για έναν αγαθό σκοπό.
Ποιος είναι όμως αυτός ο σκοπός; Η μοναδική ορθολογική υπόθεση θα έβλεπε ότι σκοπός είναι η διάσωση του οικοδομήματος της ευρωζώνης στη σημερινή ρευστή του κατάσταση. Η υπόθεση μπορεί να είναι ότι η διατήρηση της αστάθειας, μαζί με την προώθηση της αμφισβήτησης από τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής αριστεράς, θα αποτρέψει μία σκληρή στροφή της ευρωζώνης προς τον ολοκληρωτισμό.
Το λάθος στην ανάλυση
Αντιμετωπίζει, λοιπόν, τους συσχετισμούς ισχύος εντός της ευρωζώνης με όρους συσχετισμού μεταξύ κρατών. Γνωρίζει ότι η Ελλάδα εκτός ευρώ θα είχε πολύ καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα μεσοπρόθεσμα. Ξέρει, όμως, ότι με την έξοδο της Ελλάδας, θα χορέψουν το χορό των Αναστενάρηδων οι αγορές ομολόγων της Ισπανίας, της Ιταλίας, και της Γαλλίας. Κάτι που θα υπονομεύσει πολιτικά αυτά τα κράτη στα πλαίσια της ευρωζώνης, ισχυροποιώντας τη θέση της Γερμανίας.
Κι εδώ είναι ο πυρήνας του προβλήματος. Μπορεί να φαίνεται ότι η εξουσία που ασκείται από τον έλεγχο του ευρώ είναι πρωτίστως διακρατική. Δεν είναι, όμως, τόσο απλό.
Το νόμισμα αντικατοπτρίζει πρωτίστως κοινωνικές σχέσεις. Και το ευρώ είναι το νόμισμα-όχημα του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού της Ευρώπης. Ένα νόμισμα που ωφελεί το κεφάλαιο, ιδιαιτέρως το παρασιτικό χρηματιστικό κεφάλαιο, ενώ ελέγχεται από μια ιδιωτική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία δεν υπόκειται σε κανέναν δημοκρατικό έλεγχο. Από το καταστατικό της, άλλωστε, δεν υπάρχει ως δεδηλωμένος στόχος η απασχόληση και η παραγωγή, παρά μόνο η προστασία από τον πληθωρισμό.
Αυτή η κατάσταση είναι αδύνατον να προχωρήσει προς κάτι το καλύτερο χωρίς κάποιου είδους ρήξη. Αυτό είναι το πρόβλημα με την ανάλυση που φαίνεται να κυριαρχεί στον ΣΥΡΙΖΑ. Η Ευρώπη των λαών, αλλά ακόμα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα εξυπηρετηθεί καλύτερα αν η αριστερά στις χώρες του Νότου, αλλά και του Βορρά, δουν ένα παράδειγμα πραγματικής εναλλακτικής, που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μία Ελλάδα εκτός ευρώ.
Παραδόξως, λοιπόν, η ευρωπαϊκή πρόοδος, ανάπτυξη, αλλά ακόμα και ουσιαστική ενοποίηση, με δεδομένες τις κοινωνικές σχέσεις και τον θεσμοθετημένο νεοφιλελευθερισμό στη σημερινή Ευρώπη, μπορεί να εξυπηρετηθεί καλύτερα μέσω της ρήξης και της επιλογής του εθνικού νομίσματος.
Αυτό θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα μοντέλο αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων, που με αγώνα, με μία στρατηγική ευρέος μετώπου εξουσίας χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις, χωρίς σοσιαλιστικό λεξιλόγιο που θα απωθήσει τη βάση που κατάφερε να προσελκύσει ο Τσίπρας τον Ιανουάριο, μπορεί να γίνει ένα μοντέλο αξιοζήλευτο για τους λαούς της Ευρώπης. Σίγουρα για την ευρωπαϊκή αριστερά, που παραπαίει μετά τη μνημονιακή κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
Οι εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου
Η εκλογική αναμέτρηση φαίνεται ότι θα κριθεί για άλλη μία φορά στο μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων, με τρόπο απρόβλεπτο, παρόμοιο με τις εκλογές του Μαΐου του 2012. Μεγάλο μέρος των αναποφάσιστων, είναι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου.
Απογοητευμένοι, κάποιοι από αυτούς θα στραφούν προς άγνωστες κατευθύνσεις. Μία υπόθεση είναι ότι θα κάνουν ένα ακόμα βήμα να παραδεχτούν ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου είναι πιο σημαντικό από την παραμονή στο ευρώ και θα ψηφίσουν τη Λαϊκή Ενότητα του Παναγιώτη Λαφαζάνη. Άλλοι, πιστεύοντας ότι πρέπει να δοθεί χρόνος σε κάτι νέο και φοβούμενοι την παλινόρθωση του “παλιού” θα επιστρέψουν στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα.
Οι δημοσκοπήσεις δίνουν μία εικόνα απειλής παλινόρθωσης του “παλιού”, έτσι όπως το έχει ορίσει ο ΣΥΡΙΖΑ με την κεντρική προεκλογική του ρητορική. Αυτό ενδεχομένως να προωθήσει την ενίσχυση της συσπείρωσης των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Ο φόβος, εδώ, είναι ότι επιχειρείται να εξασφαλιστεί το ακριβώς αντίθετο του προαναφερθέντος. Δηλαδή, αντί για ένα μοντέλο κοινωνικής αλλαγής, να εξασφαλιστεί η “αριστερή εφαρμογή” των μνημονίων, για να εμπεδωθεί το ΤΙΝΑ (There Is No Alternative – δεν υπάρχει εναλλακτική). Επειδή, όμως, αν δεν υπάρχει εναλλακτική, τότε δεν υπάρχει πολιτική, αυτό θα γίνει αναπόφευκτα με έναν ορισμό της πολιτικής πιο κοντά στην προσωπολατρία, επενδύοντας στη γοητεία του Τσίπρα.
Εναλλακτική
Στον αντίποδα, το στοίχημα για τη Λαϊκή Ενότητα είναι, αποκτώντας κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και δημόσιο βήμα, 1.να αποδείξει τον μετωπικό της χαρακτήρα, 2.να κερδίσει μέρος των ψηφοφόρων που κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να προσελκύσει τον Ιανουάριο και μετεκλογικά, ιδιαιτέρως όσους είναι πολιτισμικά μακριά από την παραδοσιακή αριστερά. Και 3. -και σημαντικότερο- να πείσει τον κόσμο για την ύπαρξη εναλλακτικής λύσης, παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Το σίγουρο είναι ότι αυτή η εναλλακτική υπάρχει, επιβάλλεται να γίνει κυρίαρχο ρεύμα στην κοινωνία.
Αν αυτό αποτύχει, η εμπέδωση του ΤΙΝΑ θα είναι ένα μη αναστρέψιμο πολιτικό έγκλημα με πολύ κακές προοπτικές.