Στις 18 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε μια εκδήλωση του Ινστιτούτου Πέτερσον για τα Διεθνή Οικονομικά, στην οποία παρουσιάστηκε κατά κύριο μιαεκτενέστατη μελέτη της συμβουλευτικής McKinsey για το παγκόσμιο χρέος και την χαμηλή απομόχλευσή του, στην οποία συμμετείχε και ο επικεφαλής οικονομολόγος του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ. Η McKinsey είναι μια από τις μεγαλύτερες συμβουλευτικές στον κόσμο σε κράτη και μεγάλες επιχειρήσεις. Η μελέτη είναι αποκαλυπτική, αλλά σχεδόν αποσιωπήθηκε από πολλά μεγάλα μέσα ενημέρωσης στην Ευρώπη, πιθανολογώ ότι δεν απασχόλησε και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, σταυροφόρους της ηθικής του χρέους.
Η μελέτη εστιάζεται στο γεγονός ότι μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, ο παγκόσμιος δείκτης χρέους προς ΑΕΠ ανέβηκε κατά 17%, αντί να μειωθεί, όπως θα έπρεπε. Η μελέτη εξειδικεύτηκε σε 25 αναπτυγμένες και 22 αναπτυσσόμενες χώρες, με τις αναπτυγμένες να έχουν τη μεγαλύτερη επιβάρυνση, αλλά και τη μεγαλύτερη αύξηση, με εξαίρεση την Κίνα, την Ουγγαρία κια τη Μαλαισία, οι οποίες υπερβαίνουν σε επιβάρυνση τις τελευταίες στην κατάταξη από τις 22 του αναπτυγμένου κόσμου.
Δύο είναι τα πιο ουσιώδη σημεία που πρέπει κατά την άποψή μου να κρατήσει κανείς από την έκθεση. Το πρώτο είναι ότι από το 2000 έως το 2007 ο ρυθμός αύξησης του χρέους του χρηματοοικονομικού τομέα και των νοικοκυριών εκτινασσόταν (ετήσια αύξηση της τάξης του 8,5% και 9,4% αντίστοιχα), ενώ το δημόσιο χρέος αυξανόταν με τον ίδιο ρυθμό με το επιχειρηματικό χρέος (5,8%), από το 2007 έως το 2014 η τάση αντιστρέφεται, το δημόσιο χρέος αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 9,3%, ενώ το χρέος του χρηματοοικονομικού τομέα και των νοικοκυριών με ρυθμό μικρότερο του 3%. Ο λόγος προφανής. Τα κράτη επωμίστηκαν τα ανεξέλεγκτα χρέη που δημιούργησε και τελικά ανέλαβε ως μη εξυπηρετούμενα ο χρηματοπιστωτικός τομέας, με πολλαπλές διασώσεις τραπεζών, όπως αναφέρει και η ίδια η έκθεση.
Το δεύτερο είναι ότι το υπερδιογκωμένο χρέος δεν είναι αποκλειστικό πρόβλημα της Ελλάδας, αλλά αφορά όλο τον αναπτυγμένο κόσμο, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Η Ελλάδα είναι μόλις η 5η χώρα της ευρωζώνης στο δείκτη συνολικού χρέους προς ΑΕΠ (317%), ενώ προηγείται η πρωταθλήτρια ευρωζώνης Ιρλανδία (390%), ακολουθούμενη από Βέλγιο, Ολλανδία και Πορτογαλία, η δε Ισπανία είναι σε απόσταση αναπνοής από την Ελλάδα (313%), ακολουθούμενη από την υποδειγματική Δανία. Αυτό που μπορεί, επίσης, κάποιος να διαπιστώσει είναι ότι όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, πλην των ανατολικών χωρών που δεν πρόλαβαν να αναπτύξουν ένα υπερμεγέθες χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και των Γερμανίας και Αυστρίας, βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις των υπερχρεωμένων οικονομιών.
ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία εμφανίζουν μικρότερα ποσοστά (233% και 252% αντίστοιχα), εξαιτίας του γεγονότος ότι έχουν αναπτύξει εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης, μέσω ενός σκιώδους τραπεζικού συστήματος (shadow banking), οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτούς τους δείκτες. Επίσης, δε συμπεριλαβάνονται μικρές χώρες, όπως το Λουξεμβούργο, η Μάλτα και η Κύπρος. Ένα ακόμη αξιοπρόσεκτο σημείο είναι ότι η 3η χώρα στον κόσμο σε υπερχρέωση είναι η Σιγκαπούρη, με 382%, χώρα που θεωρείται από τις πλέον σίγουρες τοποθετήσεις για όσους θέλουν να βγάλουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Η άγνοια είναι δύναμη.
Η μελέτη εστιάζει, ανάμεσα στα βασικά, σε δύο σημεία που αφορούν στην Ελλάδα, (i) υψηλά επίπεδα χρέους, το οποίο, ανεξάρτητα αν αυτό είναι δημόσιο ή ιδιωτικό, ιστορικά εμποδίζει την ανάπτυξη και οδηγεί σε χρηματοοικονομικές κρίσεις και (ii) το δημόσιο χρέος θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια. Από την πλευρά, ανάμεσα στις προτάσεις της, περιλαμβάνονται οι αναδιαρθρώσεις σε δημόσιο χρέος αναπτυγμένων χωρών, αλλά και ο πληθωρισμός.
Το χρέος δεν είναι τόσο δημόσιο….
Όπως είδαμε, μετα τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007, τα κράτη ανέλαβαν το κόστος διάσωσης χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε όλο τον κόσμο. Στο μεταξύ, εντός της Ε.Ε., όπως ασφαλώς και της Ευρωζώνης, εθνικοποιούνται τα χρέη για πρώτη φορά, εις βάρος των υπερχρεωμένων – κατά περίπτωση και για διαφορετικούς λόγους – κρατών. Οι τράπεζες «εθνικοποιούνται» ως προς το ποιoς θα αναλάβει το κόστος των αναγκαίων κεφαλαίων τους, αλλά και τα κρατικά ομόλογα δεν τυγχάνουν καμίας στήριξης, όταν οι περίφημες αγορές αποφασίζουν να εξαπολύσουν επιθέσεις εναντίον τους. Γερμανοί, Βρετανοί και Γάλλοι, εξαιτίας της οικονομικής θέσης τους έδρασαν γρήγορα και ανακεφαλαιοποίησαν τις Τράπεζες που είχαν τεράστια προβλήματα.
Στην Ελλάδα, ενώ ο δείκτης δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 6,94%, την περίοδο 2002 έως 2008, μέσα στα επόμενα 3 κρίσιμα έτη εκτινάχθηκε κατά 62%. Βασικός λόγος ο προφανής. Από τα 324 δισ. € δημόσιο χρέος σήμερα, τα 65 δισ. € είναι χρέος των Τραπεζών που μεταφέρθηκε στον δημόσιο τομέα, αφαιρώντας και την επιβάρυνση από το PSI. Τα 50 δισ. € προέρχονται από τον περίφημο νόμο Αλογοσκούφη, ως μέτρα στήριξης της ελληνικής οικονομίας, τα 39 δισ. € προέρχονται από τα κεφάλαια του ΤΧΣ, ενώ έχουν αφαιρεθεί 24 δισ. € ονομαστικής αξίας των ομολόγων, τα οποία απωλέσθηκαν από το PSI. Το πραγματικά δημόσιο χρέος είναι λοιπόν στο μέγιστο το 80% του ονομαστικού, ή 260 δισ. €.
Τα 24 δισ. δεν είναι το πραγματικό κόστος των Τραπεζών στον έλληνα φορολογούμενο, καθώς οι Τράπεζες πρόκειται να ανακτήσουν τα 11 δισ € μέσω του επινοήματος της επιστροφής φορολογίας, αλλά και υπάρχουν και τα υπόλοιπα 11 δισ € του ΤΧΣ στη διάθεσή τους, με την τελική επιβάρυνση σε βάθος χρόνου να πλησιάζει τα 90 δισ. €. Η στήριξη των Τραπεζών μέσω ΤΧΣ δεν έγινε με δάνεια, αλλά με κεφάλαια στις Τράπεζες, τα οποία στην ουσία απωλέσθηκαν οριστικά – ενώ τα δάνεια είναι απαιτήσεις και μάλιστα τοκοφόρες – και, ενώ το Δημόσιο είναι πλειοψηφών μέτοχος, δεν έχει κανένα ουσιαστικά δικαίωμα επί των Τραπεζών. Όλα αυτά με αποφάσεις των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά και της υποστήριξης που έτυχαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Παράλληλα, με τα μέτρα του μνημονίου το ΑΕΠ συρρικνώθηκε περισσότερο από 25%, με αποτέλεσμα ο συκγεκριμένος δείκτης να εκτιναχθεί στα ύψη. Εάν δεν είχε επιλεγεί η de jure μείωση του ΑΕΠ, παραμένοντας στα επίπεδα του 2008 και το Δημόσιο δεν είχε επιβαρυνθεί μέσω του ex supra μηχανισμού «διάσωσης των Τραπεζών», τότε, χωρίς την εφαρμογή του PSI, το δημόσιο χρέος θα ήταν στο 120% του ΑΕΠ σήμερα, λιγότερο δηλαδή και από αυτό την Ιταλίας.
Το πρόβλημα δεν είναι το δημόσιο χρέος…
Από την έκθεση πίνακα της McKinsey προκύπτει το παρακάτω συμπέρασμα. Ακόμα και σε καθαρά εθνικό επίπεδο, το πρόβλημα δεν είναι το δημόσιο χρέος, αλλά το συνολικό, στο οποίο αθροίζονται τα χρέη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, όπως αυτά προκύπτουν από τον τραπεζικό δανεισμό. Η αιτιολόγηση είναι προφανής και είναι σε αντίθεση με την κυρίαρχη και επικρατούσα αντίληψη.
Με βάση αυτό που ζήσαμε μετά το 2007 όλα τα χρέη καταλήγουν τελικά στο κράτος, δηλαδή στον πολίτη – φορολογούμενο. Αυτό συνέβη και θα ξανασυμβεί στο μέλλον, μετά την διάρρηξη της επόμενης φούσκας, αν δεν συμβεί κάτι. Φαίνεται ότι οι αναλυτές της McKinsey είναι αρκετά πιο ορθολογικοί από τους Υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Με δεδομένο όμως ότι το πρόβλημα είναι το συνολικό χρέος, δεν θα έπρεπε και η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο η Ολλανδία και η Ισπανία, τουλάχιστον, να είναι σε πρόγραμμα, με δεδομένο ότι φέρουν μεγαλύτερο ή ίδιο χρέος, ενώ συνεχίζεται κανονικά η αύξησή του, με ρυθμούς μεγαλύτερους από αυτούς που αυξάνεται το ΑΕΠ;
Τα παραδείγματα της Κύπρου και της Ιρλανδίας είναι χαρακτηριστικά. Με πολύ χαμηλό δημόσιο χρέος και έναν υπερδιωγκομένο τραπεζικό τομέα και οι δύο οικονομίες είδαν το δημόσιο χρέος να εκτοξεύεται, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στη συνέχεια σε μνημόνιο, όταν ο τραπεζικός τομέας τους είχε επιλεγεί να καταλήξει σε κατάρρευση.
Πώς προέκυψε το δημόσιο χρέος…
Κάποιος θα μπορούσε να συνοψίσει την ύπαρξη και συντήρηση του δημόσιου χρέους σε υψηλά επίπεδα, πριν αυτό εκτοξευθεί λόγω της διάσωσης των τραπεζών, σε τρεις παράγοντες: (iii) παραοικονομία και φοροδιαφυγή, (iii) παραγωγική μετανάστευση και (iii) υπερχρέωσεις από συμβάσεις του δημοσίου
Παραοικονομία και φοροδιαφυγή
Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε από τον ΣΕΒ το 2008, στην οποία παραπέμπει μελέτη του ΚΕΠΕ του ΕΒΕΑ του 2011, σε συνεργασία με τον Γ. Βαρουφάκη, υπολογιζόταν ότι η φοροδιαφυγή ανερχόταν στο ποσό των 30 δις. €.
Από το 2002, η Ελλάδα χρησιμοποιεί επίσημα στον υπολογισμό του ΑΕΠ ένα ποσοστό το οποίο προέρχεται από την παραοικονομία και δεν είναι ασφαλώς εύκολα και απόλυτα μετρήσιμο, αλλά προκύπτει βάσει κάποιων παραδοχών και μοντέλων. Το ποσοστό αυτό το δέχεται επίσημα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Eurostat, προφανώς. Μελέτη του ΟΟΣΑ από το 2009 εκτιμά το ποσοστό της φοροδιαφυγής μεταξύ 27% και 35%.
Αν η μελέτη του 2008 βασίστηκε στο ΑΕΠ του 2007, τότε το ποσοστό των φόρων που χάνονται από το εισόδημα της παραοικονομίας φθάνει στο 40% (έμμεσοι και άμεσοι φόροι), ένα ποσοστό που είναι μάλλον λογικό. Σίγουρα είναι αρκετά περίπλοκο να υπολογιστεί, γιατί υπάρχει μέρος του φόρου που χάνεται σε συναλλαγές, αλλά αυτό ούτως ή άλλως αποτελεί μια προσέγγιση.
Ανατρέχοντας στα στοιχεία του ΑΕΠ για την 20ετία 1995 έως και 2014 και εφαρμόζοντας ένα συντηρητικό ποσοστό απωλεσθέντων φόρων 30% επί του ποσοστού της παραοικονομίας στο ΑΕΠ, με στοιχεία από τον ΟΟΣΑ, προκύπτουν απωλεσθέντα έσοδα σωρευτικά 278,5 δισ. €, ενώ με το ποσοστό 40% αυτά φθάνουν στα 371 δισ. €. Αν κανείς προσθέσει και τους τόκους από το δανεισμό με τον οποίο το κράτος καλύπτει αυτές τις απώλειες, ειδικά με τα υψηλά επιτόκια στην προ-ευρώ περίοδο, τότε εύκολα οδηγείται στο συμπερασμα ότι αν το κράτος εισέπραττε αυτά τα ποσά θα βρισκόταν με ένα δυνητικό τεράστιο πλεόνασμα, το οποίο θα είχε διανείμει μέσω κοινωνικών μέτρων, πρόσθετων θέσεων εργασίας, έργων κοινής ωφέλειας, ή επιδοτήσεων.
Ασφαλώς, σε αυτά δεν υπολογίζουμε τις επίσημες σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές, όπως στην περίπτωση της ναυτιλίας, αν και για την τελευταία το πρόβλημα θα λυνόταν με πανευρωπαϊκή λύση και όχι αποσπασματικά, ή τις εξαιρέσεις από φόρους σε διάφορες μορφές επενδύσεων, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις δεν εφαρμόζουν την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Παραγωγική μετανάστευση
Από την άλλη πλευρά, μεγάλο μέρος της μεταποίησης μεταφερόταν σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, με στόχο χαμηλούς μισθούς και φόρους από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αυτή η κίνηση προκάλεσε και την πρόσληψη εποχιακών και συμβασιούχων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί προσωρινά το θέμα της ανεργίας.
Υπερχρέωσεις από συμβάσεις του δημοσίου
Αυτές ζημίωναν σταθερά το δημόσιο, χωρίς μάλιστα αυτά τα χρήματα να δημιουργούν ζήτηση στον ιδιωτικό τομέα, καθώς κατευθύνονταν σε τράπεζες και κεφάλαια του εξωτερικού. Το αντίθετο συμβαίνει με τους μισθούς στο δημόσιο. Ακόμα και να πληρώνει το δημόσιο κάποιον για να κ-ά-θ-ε-τ-α-ι, από αυτό το ποσό εισπράττει φόρους και τα υπόλοιπα χρήματα επιστρέφουν στην οικονομία ως κατανάλωση, εξαιτίας του ύψους των μισθών που δεν επιτρέπουν αποταμίευση, κάτι που φυσικά κανένας οικονομόλογος του κυρίαρχης αφήγησης δεν θα μπορέσει ποτέ να δεχθεί.
Η συνευθύνη για το δημόσιο χρέος…
Με βάση τα προηγούμενα, υπάρχει συνευθύνη των επίσημων ευρωπαϊκών φορέων για την δημιουργία και διόγκωση αυτού του χρέους. Συνευθύνη έναντι του έλληνα φορολογούμενου, όσο και οποιουδήποτε άλλου Ευρωπαίου, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις η ευθύνη είναι πρωταρχική.
Παραοικονομία και φοροδιαφυγή και συνευθύνη
Η παραοικονομία αναγνωριζόταν επίσημα από την ίδια την Ε.Ε. και κανένα ουσιαστικό μέτρο δεν λήφθηκε. Υπήρχαν μια σειρά μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν, με πρώτο και κύριο την αποϋλοποίηση του χρήματος, αλλά ουδέποτε αυτό συνέβη. Η αποϋλοποίηση του χρήματος, σε συνδυασμό με το περιουσιολόγιο και την κατάλληλη αντιμετώπιση των εξωχώριων και ενδοομιλικών συναλλαγών, θα είχαν λύσει πολύ μεγάλο μέρος του προβλήματος.
Οι λόγοι; Πιθανώς αρκετοί. Η παραοικονομία διευκόλυνε την αγορά καταναλωτικών αγαθών μεγάλης αξίας από τις χώρες του βορρά, σε συνδυασμό με την έκρηξη της καταναλωτικής πίστης, εξασφάλιζε φθηνότερες διακοπές στους κατοίκους του βορρά στην Ελλάδα (οι οποίες ήταν ούτως ή άλλως στο υποπολλαπλάσιο της αξίας που πλήρωναν οι έλληνες, μέσω ειδικών πακέτων), αλλά κυρίως εξασφάλιζε ένα πεδίο για σιωπηρή αποδοχή οοιασδήποτε πιθανής διακρατικής διαφθοράς.
Ένας απο τους επικρατείς μύθους της προηγούμενης περιόδου ήταν ότι η παραοικονομία βοηθά την οικονομία να αναπτυχθεί. Αυτό εντάσσεται στην ίδια κατηγορία με το μύθευμα της αυτόματης ανόδου του ΑΕΠ εξαιτίας της πτώσης των μισθών. Η παραοικονομία απλά μεταθέτει πόρους της οικονομίας από τους φορολογούμενους στους φοροδιαφεύγοντες. Αν δεν υπάρχει φοροδιαφυγή, τιμές, καταναλώσεις υπηρεσιών και αγαθών και τελικά εισοδήματα θα ισορροπήσουν σε ένα άλλο επίπεδο, το οποίο θα παραπέμπει σε… μια πιο δίκαιη κοινωνία.
Παράλληλα, η ύπαρξη tax arbitrage (φορολογικό αρμιτράζ) εντός της Ε.Ε. ωθεί από μόνη της στο δημόσιο χρέος. Όταν δηλαδή, χώρες με πληθυσμούς μικρότερους του 1 εκατομμυρίου κατοίκων έχουν ιδιαίτερα χαμηλούς συντελεστές, αυτό είναι βόμβα στα θεμέλεια των μεγαλύτερων χωρών. Φυσικά, όταν αυτό επεκτείνεται σε κρατίδια τύπου Λιχτενστάϊν, με πληθυσμό λιγότερο από 40.000 κατοίκους, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Είναι προφανές ότι τα κράτη αυτά έχουν ανάγκη ελάχιστα έσοδα για να παρέχουν μια εξαιρετικά καλή ζωή στους κατοίκους τους, έτσι μπορούν να θέσουν φορολογικούς συντελεστές τόσο χαμηλούς, προκειμένου να προσελκύσουν έδρες εταιριών και χρηματοοικονομικές επενδύσεις, που καμία πραγματική χώρα δεν μπορεί να τις ανταγωνιστεί.
Η ύπαρξη των φορολογικών παραδείσων (μικρός πληθυσμός – χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές) εντός της Ε.Ε., αρκεί για να οδηγηθούν πραγματικές οικονομίες σε κατάρρευση.
Παραγωγική μετανάστευση και συνευθύνη
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η Deutsche Bank προχώρησε στην εξαγορά ενός σημαντικού ποσοστού (10%) μιας σχετικά νέας ελληνικής τράπεζας. Η συγκεκριμένη ενέργεια βοήθησε διαδοχικά σε δύο κινήσεις, αρχικά στην εξαγορά τραπεζών, για την απόκτηση του αναγκαίου μεγέθους, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις, κατά την μεγάλη αναδιάταξη του τραπεζικού σκηνικού, στις αρχές του 2000. Η συγκεκριμένη Τράπεζα έγινε ξαφνικά μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες και μαζί με τις υπόλοιπες κραταιές ξεκίνησε το μεγάλο άνοιγμα στην ανατολική Ευρώπη, εξαγοράζοντας και ιδρύοντας θυγατρικές σε αρκετές βαλκανικές χώρες.
Αυτό εκλήφθη ως άνοιγμα της παρουσίας των ελληνικών τραπεζών, σε συνδυασμό με το αντίστοιχο παραγωγικών επιχειρήσεων, προς την Ευρώπη και όλοι μιλούσαν για εθνικούς πρωταθλητές. Στην πραγματικότητα, ένας μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς τους, αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι ήταν η χρηματοδότηση της μετανάστευσης των ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων προς χώρες χαμηλότερους κόστους.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις, όμως, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν άνοιξαν νέες δραστηριότητες, αλλά μετέφεραν σταδιακά τις υφιστάμενες παραγωγικές διαδικασίες τους, ερειπώνοντας το μεγαλύτερο παραγωγικό μέρος της Ελλάδας.
Υπερχρέωσεις από συμβάσεις του δημοσίου και συνευθύνη
Εδώ η ευθύνη προκύπτει έμμεσα, μάλλον. Οι υπερχρεώσεις του δημοσίου ακόμα και στις πιο απλές προμήθειες ήταν μια βάση για υπερχρεώσεις σε θέματα στρατηγικής σημασίας, από τα οποία ίσως προέκυπταν πολλαπλά οφέλη.
Υπάρχει λύση για το δημόσιο χρέος…
Όπως προαναφέρθηκε, από τη μελέτη της McKinsey οι δείκτες προβλέπουν περαιτέρω αύξηση της ονομαστικής αξίας των χρεών στον αναπτυγμένο κόσμο, ενώ η παγίδα του αποπληθωρισμού αυξάνει την πραγματική αξία του χρέους. Ακόμα και αν η Ελλάδα συνεχίσε να αντιμετωπίζει το χρέος ως βιώσιμο και προσπαθεί να το αποπληρώσει υπό τους τρέχοντες όρους του δανείου, η πραγματικότητα θα την διέψευδε και το χρέος θα μεγεθυνόταν, με το ΑΕΠ να κινδυνεύει να μειώνεται εκ νέου εξαιτίας του αποπληθωρισμού και της ανυπαρξίας μιας αναπτυξιακής πολιτικής, άρα η δυνατότητα αποπληρωμής θα γινόταν ακόμα μικρότερη.
Από τα προηγούμενα δεν προκύπτει ποιο είναι το πραγματικό δημόσιο χρέος σήμερα. Σίγουρα, αν θέλουμε να μιλήσουμε για δημόσιο θα πρέπει να αφαιρέσουμε τα 65 δισ. €, οπότε φθάνουμε στα 260 δισ. €.
Μια σειρά από μέτρα θα μπορούσαν να καταστήσουν ακόμα και αυτό το ονομαστικό και ομομασμένο ως δημόσιο, χρέος βιώσιμο και αποπληρωτέο. Αρκετά από αυτά έχουν ήδη αναφερθεί, ενώ υπάρχουν κια αρκετά πρόσθετα. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να στοχεύουν παράλληλα στην αύξηση του ΑΕΠ και την μείωση της πραγματικής αξίας του χρέους.
Επιστροφή στον πληθωρισμό
Αναγκαία νέα συνθήκη για την Ε.Ε. για να μειωθεί η πραγματική αξία του χρέους. Ο πληθωρισμός θα πρέπει να υπερβαίνει τα στενά όρια του 2%, βασική αιτία που οδήγησε στην όλη υφεσιακή δυναμική μετά το 2007. Ο πληθωρισμός δεν θα πρέπει να στοχεύει απλά σε άνοδο της κατανάλωσης, ούτε στην ρίψη σταγόνων στους τεράστιους κουβάδες ιδιωτικού και δημόσιου χρέους της Ε.Ε..
Σημαντική αύξηση των επενδυτικών κονδυλίων που στοχεύουν στην αύξηση του παραγόμενου προϊόντος και της απασχόλησης θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τις κεντρικές τράπεζες, Ε.Κ.Τ., Τράπεζα Αγγλίας, προκειμένου η αύξηση της απασχόλησης να οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης και, κατ’ επέκταση, σε άνοδο των τιμών. Η λανθασμένη συνταγή είναι η απευθείας παροχή πίστωσης μέσω των ιδιωτικών τραπεζών, καθώς αυτό δημιουργεί και επαυξάνει το πρόβλημα αντί να το λύνει, όπως είδαμε έως και σήμερα.
Φορολογική ενοποίηση
Όσο υπάρχουν φορολογικές διαφορές εντός της Ε.Ε., τα μικρότερα κράτη θα λειτουργούν ως παγίδες για την επιβίωση των ασθενέστερων από τις μεγάλες. Ενιαίες φορολογικές κλκίμακες, πιθανώς με σταδιακή σύγκλιση και αυστηρή νομοθεσία στη συνέχεια για τις συναλλαγές με τις χώρες εκτός της Ε.Ε., είναι βασικές λύσεις για την βιωσιμότητα των ασθενέστερων χωρών, αλλά και η απλή εφαρμογή του κράτους δικαίου.
Η σταδιακή φορολογική σύγκλιση θα έπρεπε να επεκταθεί και στον κάθετο άξονα, δηλαδή στις διαφορετικές μορφές απόκτησης εισοδήματος, με την διαφοροποίηση σε επίπεδο φυσικού προσώπου, τελικού αποδέκτη, με την κλιμακωτή αύξηση της φορολογίας. Με αυτό τον τρόπο το κράτος εύκολα μπορεί να ανακτήσει έσοδα, σε συνδυασμό με μέτρα περιορισμού της εσωτερικής παραοικονομίας, όπως η αποϋλοποίηση του χρήματος.
Απαλλαγή του δημόσιου χρέους από το ιδιωτικό
Το μέτρο αυτό θα μπορούσε να να ενταχθεί σε μια γενικότερη προσπάθεια απο-εθνικοποίηση μέρους, τουλάχιστον, του χρέους. Το άλλο σκέλος είναι η αμοιβαιοποίηση χρεών που έχει προταθεί από τον Γ. Βαρουφάκη. Εχει ευρωπαϊκή διάσταση κια είναι στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που οδηγηθήκαμε μετά το 2008 και σε μεγάλο μέρος προκάλεσε το πρόβλημα που βιώνουμε.
Επιμήκυνση
Με δεδομένο ότι ένα φυσικό πρόσωπο, με προσδοκώμενο όριο ζωής τα 80 χρόνια, μπορεί να δανειοδοτηθεί για ένα διάστημα έως και 40 χρόνια και έως σχεδόν το μέσο προσδώκιμο – αυτό ίσχυε και στην Ελλάδα προ κρίσης – για ένα στεγαστικό δάνειο (και μάλιστα με βάση το τρέχον εισόδημά του, το οποίο θεωρείται εγγυημένο και με τάση για αύξηση, όπως και η αξία του ακινήτου, το οποίο χρησιμοποιείται ως κάλυμμα!), είναι αδιανόητο να μην μπορεί ένα κράτος να έχει περίοδο αποπληρωμής για μια περίοδο ακόμα και 150 ετών, ειδικά σε διακρατικά χρέη. Το κράτος δεν έχει διάρκεια ζωής, ακόμα και αν τα ευρωπαϊκά κράτη αποφάσιζαν στο μέλλον να ενοποιηθούν, το χρέος αυτό θα συνέχιζε να αναγνωρίζεται.
Η μεγάλη διάρκεια ζωής του δανείου, σε συνδυασμό με χαμηλά επιτόκια, πληρωμές κεφαλαίου με αυξητική τάση, και ένα όχι ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο πληθωρισμού μετατρέπει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε επουσιώδες και αποτελεί ένα καλό ανάχωμα για να μην επαναληφθεί το ίδιο φαινόμενο φούσκας στο μέλλον.
Εξισορρόπηση επιτοκίου
Αυτό θα μπορούσε να ισχύει για τα κράτη που συμμετέχουν στη νομισματική ένωση. Τα κράτη εκδίδουν χρεόγραφα και αυτά αποτιμούνται από την αγορά σε μια δεδομένη τιμή. Για κάθε περίοδο και κάθε χρονική διάρκεια χρεογράφου ορίζεται ως τιμή επιτοκίου βάσης η χαμηλότερη τιμή στην οποία διατίθεται ένα χρεόγραφο. Τα ποσά που αντιστοιχούν στα υψηλότερα επιτόκια εκδόσεων των υπόλοιπων χωρών πληρώνονται μέσω ενός ενιαίου σταθεροποιητικού ταμείου, στο οποίο συνεισφέρουν τα κράτη με βάση το μέγεθος της οικονομίας, το ύψος του χρέους και πιθανώς και πρόσθετους συντελεστές. Μια τέτοια κίνηση θα απέτρεπε κερδοσκοπικές κινήσεις κατά εκδόσεων μιας ή περισσότερων χωρών. Αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον δανεισμό από τον ιδωτικό τομέα, προκειμένου να μειωθεί κάπως η εξάρτηση από τον διακρατικό δανεισμό.
Επαναπατρισμός κεφαλαίων
Το συγκεκριμένο μέτρο απαιτεί συλλογική νομοθετική δράση σε επίπεδο Ε.Ε. και θα μπορούσε να αποδώσει σημαντική φορολογική ύλη. Άλλωστε το χρήμα της παραοικονομίας ταξιδεύει πιο εύκολα στο εξωτερικό, προκειμένου να εξασφαλίσει την μη φορολόγησή του.
Αθέτηση πληρωμών και μονομερής διαγραφή χρέους…
Αυτή είναι μια σύγχυση που δημιουργείται, τουλάχιστον ως προς το λεκτικό της. Σε διαγραφή χρέους μπορεί να προχωρήσει μόνο ο πιστωτής, ο οποίος έχει την απαίτηση. Ο οφειλέτης μπορεί να προχωρήσει σε συνεχή ή μόνιμη αθέτηση πληρωμών. Ασφαλώς το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, αλλά αλλάζει η όλη η διαδικασία, η οποία δεν είναι απλή.
Προκειμένου να μην παρουσιάζεται ως πρωτοφανές γεγονός, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο προκύψει στο μέλλον, η Ελλάδα έχει ήδη προχωρήσει σε αθέτηση πληρωμών, με το κούρεμα της ονομαστικής αξίας των ομολόγων στο ήμισυ, πέραν της επιμήκυνσης και της μείωσης του επιτοκίου, το οποίο ονομάστηκε συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI), το 2012. Όπως είναι κατανοητό, σε τελική ανάλυση, ο βρεγμένος τη βροχή δεν την φοβάται.