Default Category

Τραβώντας απ’ το ράφι τα δεδομένα -by Πρόβατο όχι Αρνί

By Πρόβατο όχι αρνί & Ma[t]ita Colorata

June 05, 2015

«Όμως, δε θα σου πω πως με αγάπησες.

Δεν θα σου πω ασφαλώς και πως με αρνήθηκες.

Φαντάζουν και τα δύο

δύσκολα πολύ να τα παλέψω.»

 

Παράξενο είναι το μαγαζί μου. Δεν το ξεκίνησα έτσι, όσοι μπήκαν και κυρίως όσοι ποτέ δεν μπήκαν του έδωσαν το χαρακτηρισμό. Μετά πήρε το δρόμο του. Έφτιαξε τις ομίχλες του, κράτησε τις αράχνες στη βιτρίνα, έλουσε τα αντικείμενά του με σκόνη. Κι ήρθαν κι οι μυρωδιές. Μούχλα από βιβλία αιώνων, καμένα καλώδια από πορτατίφ πριν ο Τέσλα τιθασεύσει τον ηλεκτρισμό, αλκοόλ από μπουκάλια μισοάδεια ποτών που πίνονταν σε μυστήρια και όργια δέκα κόσμους πριν.

Από μια απογοήτευση το άνοιξα. Είχα χωρίσει πρόσφατα τότε, δεν είχα τρόπο να διαχειριστώ τη θλίψη μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς βγαίνει κάποιος από μέσα σου, πώς ένα σώμα που το ‘χες οικείο σαν το δικό σου, που το ‘χες λατρεμένο σαν τα τοτέμ σου, έπαυε ξαφνικά να σε συγκινεί, να σε έλκει. Είχα κάνει άπειρες συζητήσεις, είχα μαζέψει κλάμα για δυο ποτάμια και ξεφυσήματα για πέντε Μαΐστρους. Ούτε το διάβασμα με βοηθούσε, ούτε η ψυχολόγος, ούτε τα κείμενά μου. Είχε αρχίσει να παραλύει η ζωή μου κι όλα έβαζαν πατάκι έξω απ’ την πόρτα τους με ένα γραμμένο «μάταιο» για καλωσήρθες. Ετούτο ήταν λύση-όραμα, τελευταία ευκαιρία αλλά και ένα πολύ δυνατό χαρτί.

 

«Αλλά κι εμείς,

που μας αρέσουνε τοπία παρακμής,

την ύπαρξή μας δικαιώνουμε μες στην καταστροφή»

 

Ταξίδεψα παντού. Χωρίς υπερβολή αυτό μου το επίρρημα. Κέντησα διαδρομές σε κάθε σημείο του πλανήτη. Μάζεψα σελίδες γραμμένες με κόκκαλο βουτηγμένο σε πράσινα μελάνια, μπαούλα που είχαν κρύψει θησαυρούς που κανείς χάρτης δεν αποκάλυψε ποτέ, καρέκλες που πάνω τους κάθισαν κυρίες ιδρωμένες, κάπου στις Ινδίες, πίνοντας τσάι που ποτέ δεν τους έδωσε τη γεύση του πόνου αυτών που το μάζεψαν. Βρήκα καθρέφτες αμφίδρομους κι άλλους παραμορφωτικούς, κάποιους μάλιστα που λένε ότι στην καρδιά τους έχουν φυλακισμένες ψυχές κοριτσιών από τρομακτικά παραμύθια. Βρήκα χαλιά που πάνω τους κυλίστηκαν και συσπάστηκαν χαρέμια ολόκληρα παλατιών που ίσως και να ‘ταν οφθαλμαπάτες στο δρόμο διψασμένων βεδουίνων.

Τα κουβάλησα όλα εδώ, σε ετούτο το περίεργο -όπως λένε- μαγαζί. Το έστηνα για καιρό με ένα μαχαίρι στην καρδιά. Δε βγήκε, νομίζω, ποτέ από εκεί η απώλειά μου. Μια ακίδα υπάρχει πάντα ως υπενθύμιση ενός παλιού πολέμου. Αλλά μου έδωσε πνοή. Ακριβώς όσον αέρα χρειαζόμουν για να επιζήσω. Έφτιαξα εδώ μέσα έναν πλανήτη που πάνω του περιπλανιόμουν, που στις χώρες του ξεναγούσα λίγους πελάτες και πολλά φαντάσματα. Που στις αφές του γρατζουνούσα τη γεωφυσική των κορμιών που είχαν ανασάνει τριγύρω του. Και συμφιλιώθηκα με τον πόνο μου. Δικαίωσα, που λέει κι ο ποιητής, την ύπαρξή μου μέσα στην καταστροφή. Για τη δικιά μου λέω εγώ.

 

«Τι θέλω εγώ σε τούτη την υπόγεια στοά;

Να καταργήσω τη δομή της γης

και το από πάνω σύνορο

να το διαβαίνω από κάτω;

Να τρέμω μήπως κι η στοά στα ξαφνικά χτιστεί

και δεν προλάβω μήτε αλλού να βγω

και μήτε πίσω να γυρίσω;»

 

Ένα κακοφωτισμένο ημιυπόγειο το μαγαζί μου. Τρία σκαλιά να κατέβει και -ένας μέσος άνθρωπος- να σκύψει το κεφάλι χρειάζεται για να μπει στο χώρο μου. Μισή βιτρίνα στο πεζοδρόμιο το δόλωμά μου για να ‘χω παρέα πέντε-δέκα λεπτά, έναν-δυο αιώνες. Να γίνω πλασιέ κάποιων, θάλασσας, ξεβρασμένων τεράτων κι αποτυχημένος πωλητής κάποιων, δάσους, κακοκομμένων κορμών. Ποτέ κανείς δεν αγόρασε οτιδήποτε. Σαν και να φοβόνταν όλοι τους ότι αν έπαιρναν κάτι, αν άλλαζαν τη θέση των πραγμάτων εδώ μέσα, θα άλλαζε και η νόρμα του έξω κόσμου, του δικού τους. Ανόητες σκέψεις. Η θέση του καθενός μας, η θέση οποιουδήποτε αντικειμένου φτιάχτηκε ποτέ, είναι η θέση ηρεμίας μας αμέσως μετά την επόμενη κίνησή μας.

Τράβηξα το βιβλίο ανάμεσα σε στοιβαγμένα δεκάδες άλλα. Λεπτό, πράσινο εξώφυλλο. Γράφτηκε πέρυσι, πρόπερσι, πριν πεντακόσια χρόνια. Δεν είχα ιδέα τι θα συναντούσα ανοίγοντάς το. Κάθε φορά που ανοίγουμε ένα βιβλίο είναι σαν να ρίχνουμε ένα καινούριο υλικό στο τσουκάλι με το φίλτρο που βράζει η μάγισσα δίπλα μας. Τη μια φορά μας κάνει αόρατους, την άλλη μας ομορφαίνει, την τρίτη μας αλλάζει σε δαίμονες και δύσμορφες Άρπυιες. Το άνοιξα και το μύρισα. Τα μελάνια είχαν αλάτι θάλασσας. Τα ξεχώρισα με τη μια. Όλα ετούτα γράφτηκαν κάπου που το κύμα κρατούσε σιγόντο. Ανατρίχιασα. Δεν αναμετράσαι εύκολα με το αφραντάριασμα.

 

«Αν ήμουν ο τελευταίος που μιλούσε μια γλώσσα

και δεν είχα άλλον να με ακούσει

δεν θα μ’ ένοιαζε να πεθάνω.

Αλλά τώρα δεν τελείωσαν όλοι.

Και ακούω και βλέπω μπροστά μου

αυτούς που για μένα επέζησαν

αυτούς που γι’ αυτούς έχω ζήσει.»

 

Έχω κρεμάσει ένα καμπανάκι πάνω απ’ την πόρτα. Δεν είναι που θέλω να ειδοποιούμαι όταν κάποιος μπαίνει. Μικρός ο χώρος, δε γίνεται να μην τον πάρω είδηση. Είναι που επιδιώκω τη συναισθηματική μου εναρμόνιση με τον ήχο του. Είναι που ζητάω, σκυλάκι εγώ, να επιβεβαιώσω άλλη μια φορά την εικασία του  Pavlov, που πειραματικά έγινε βεβαιότητα.

Τόση η χαρά μου στο κουδούνισμά του! Ολόκληρο θέμα είναι πια το να δω άνθρωπο που κάνει αυτός την πρώτη κίνηση προς εμένα. Σπάει η καρδιά μου στη σκέψη ότι θα μιλήσω σε κάποιον για τα ονειρομάγια μου. «Γκλιν-γκλαν» και το χαμόγελο σταμπάρεται στο πρόσωπό μου. Η διάλυση εκείνης της σχέσης μου, η φυγή της, σχεδόν με έφτασε στον βυθό. Αλλά ετούτη η γωνιά, ετούτος ο τόσο προσωπικός χώρος, μου θύμισε και τους άλλους, τους άλλους εκεί έξω για τους οποίους οφείλω να επιζήσω. Αν δεν τελειώσουν όλοι, όλοι όσους θες κι όλοι όσους θα μπορούσες να θες, δεν έχει τελειώσει ο κόσμος σου. Δεν έχει τελειώσει ο κόσμος γενικά.

 

«Λίγο φαΐ και νερό.

Απ’ τον παράδεισο κάτι πιο λίγο.»

 

Λιτά. Όλα ετούτα τα αντικείμενα γύρω μου, αυτό μου έμαθαν, αυτή είναι η αφήγησή τους: δεν υπάρχει κτήση που να σε κάνει ευτυχισμένο. Όλα αλλάζουν χέρια, ταξιδεύουν στον κόσμο, στο χρόνο. Εμείς δεν είμαστε άλλο από σταθερές περιορισμένης διάρκειας. Στο φεύγα μας άλλες σταθερές θα πάρουν τη θέση μας. Θα ζήσουν με τις κτήσεις μας. Λίγο φαΐ και νερό. Αν έχεις κι έναν άνθρωπο ακόμη, τότε έχεις βρει ξανά το μονοπάτι που χορτάριασε όταν φύγαμε απ’ τον παράδεισο. Ετούτο το μαγαζί εδώ κάτω, είναι και το φαΐ και το νερό μου. Ετούτα τα ευρήματα απ’ τα ταξίδια μου στον κόσμο είναι η προς συναρμολόγηση Εδέμ μου. Πολλοί θα έχουν άλλη άποψη. Είναι όλοι εκείνοι που ποτέ δεν κάθισαν να με ακούσουν, που ίσως και να μην κοίταξαν παρά κλεφτά μες στα σκοτάδια μου.

Συνεχίζω να ξεφυλλίζω το βιβλίο. Φαντάζομαι τον ποιητή ερχόμενο από αιώνες πίσω, βραχνά να απαγγέλει: «Όσο για ‘μένα; /Ας με κατηγορήσουν /και ας με πουν λαθρέμπορο /έργων τέχνης.»

*Το βιβλίο που βοήθησε ετούτο το κείμενο να υπάρξει είναι «Τα Δεδομένα» του εξαιρετικού ποιητή Σπύρου Βρεττού. Κυκλοφόρησε το 2012 απ’ τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Ποίηση από εκεί τα πλάγια γράμματα.