EUROKINISSI
Μιλώντας την περασμένη Τρίτη στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι «έχει έρθει η ώρα σε αυτό τον τόπο την κρίση να την πληρώσει η ολιγαρχία και όχι ο κόσμος της εργασίας, οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και οι αυτοαπασχολούμενοι».
Η φράση αυτή καταχειροκροτήθηκε από τους κυβερνητικούς βουλευτές και αποτέλεσε ένα σαφές στίγμα για τη φορολογική πολιτική που επιθυμεί να ακολουθήσει η κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, καταθέτοντας στην Επιτροπή Αλήθειας Δημόσιου Χρέους στη Βουλή, μια μέρα νωρίτερα, ο πρώην εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ Παναγιώτης Ρουμελιώτης αναφέρθηκε στη δυσαρέσκεια που εξέφραζαν στελέχη του Ταμείου για το γεγονός ότι παρέμεναν ουσιαστικά αφορολόγητοι οι πραγματικά πλούσιοι στην Ελλάδα.
Πρόκειται για μια διαπίστωση που επαναλαμβάνεται εντός και εκτός της χώρας. Και το παράδοξο είναι ότι διατυπώνεται και από εκείνους που μέχρι σήμερα μας έχουν συνηθίσει να κυνηγούν τους χαμηλοσυνταξιούχους και τους δικαιούχους του ΕΚΑΣ. Δεν είχαν περάσει ούτε λίγες μέρες από τον σχηματισμό της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα και στη Γερμανία άρχισαν να ακούγονται διάφορες καινούργιες παραινέσεις προς την ελληνική κυβέρνηση, και να προτείνονται νέοι τρόποι για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Και σ’ αυτές τις προτάσεις εμφανιζόταν η γερμανική πλευρά να προσαρμόζεται στην αριστερή στροφή του ελληνικού εκλογικού σώματος και να ζητά να πληρώσουν οι πλούσιοι Ελληνες.
Μόλις μία βδομάδα μετά τις εκλογές, στις 3.2.2015, η γνωστή για τις φιλελληνικές της ευαισθησίες εφημερίδα «Bild» φιλοξενούσε ρεπορτάζ με τίτλο «Για ποιο λόγο δεν πληρώνουν φόρους οι ζάπλουτοι Ελληνες;» και υπέρτιτλο «Η κυβέρνηση της Αθήνας δεν ζητά χρήματα από τους εφοπλιστές». Μάλιστα, η εφημερίδα συνόδευε το ρεπορτάζ με τη σχετική δήλωση του Μίκαελ Φουκς, αντιπροέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοσοσιαλιστών: «Εφτασε επιτέλους η στιγμή να φορολογήσει η Ελλάδα τους εφοπλιστές της».
Στην ίδια κατεύθυνση και οι δηλώσεις των βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας Βόλφγκανγκ Μπόσμπαχ και Καρλ-Γκέοργκ Βέλμαν: «Προτού θιγεί η τσέπη των Γερμανών, θα ’πρεπε καλύτερα να στραφούν οι Ελληνες στους δικούς τους δισεκατομμυριούχους». Και ο πρόεδρος της Ενωσης των Φορολογουμένων Ράινερ Χόλτσναγκελ προσέθετε: «Αντί να πληρώσουν οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι για τα ελληνικά χρέη, πρέπει να ενεργοποιηθεί ο ελληνικός φορολογικός μηχανισμός. Τώρα πρέπει επιτέλους να οδηγηθούν οι πλούσιοι Ελληνες στο ταμείο».
Ελλάς-Γερμανία συμμαχία
Περίεργα πράγματα! Ερχονται τα συντηρητικά και νεοφιλελεύθερα στελέχη του γερμανικού κυβερνώντος κόμματος να υποδείξουν στην Αριστερά να φορολογήσει τους πλούσιους; Μην ανησυχείτε. Δεν μετατράπηκαν οι συνεργάτες της κυρίας Μέρκελ σε κοινωνικούς επαναστάτες. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η φορολογική προστασία την οποία απολαμβάνουν οι Ελληνες εφοπλιστές είναι ακόμα και συνταγματικά κατοχυρωμένη. Το μόνο που θέλουν να πετύχουν με αυτές τις αναφορές είναι να στρέψουν την προσοχή του γερμανικού κοινού μακριά από την ελληνική πραγματικότητα, μακριά από τα πραγματικά θύματα της κρίσης, τα στρώματα που εξαθλιώνονται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό επί πέντε χρόνια.
Αλλωστε, αυτές οι προτάσεις ουδέποτε περιλήφθηκαν στα προαπαιτούμενα της τρόικας και των θεσμών. Γνωρίζουν κι εκείνοι ότι δεν είναι μόνο η Ελλάδα εκείνη που παρέχει αυτή τη σκανδαλώδη φορολογική ασυλία στους εφοπλιστές της. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με την ίδια τη Γερμανία. Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτό το ζήτημα η Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 στη χώρα μας ισχύει η φορολόγηση των ποντοπόρων πλοίων επί του τονάζ, σύμφωνα με την οποία καταβάλλονται λίγες πενταροδεκάρες για κάθε 100 τόνους φορτίου και μάλιστα ανάλογα με την ηλικία του σκάφους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εικονική φορολόγηση, η οποία επεκτείνεται και σε όλες τις δραστηριότητες των ναυτιλιακών εταιρειών. Μετά την Ελλάδα υιοθέτησε την ίδια φορολογική ασυλία για τους εφοπλιστές η Κύπρος, η οποία διέθετε κάτω από τη σημαία της πολλά ελληνόκτητα πλοία.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το μοντέλο της υποφορολόγησης του τονάζ εξαπλώθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, και το 1997 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το υιοθέτησε ως νόμιμο φορολογικό μέτρο. Από το 1999 το ίδιο μοντέλο εφαρμόζεται και στη Γερμανία, καθιστώντας τις ναυτιλιακές εταιρείες ουσιαστικά αφορολόγητες.
Μάλιστα, προκειμένου να απολαμβάνουν αυτή τη φορολογική ασυλία οι εφοπλιστές δεν υποχρεούνται να διατηρούν τα πλοία τους υπό γερμανική σημαία. Αρκεί να έχουν έδρα σε κάποια γερμανική πόλη. Με τον τρόπο αυτό ο καγκελάριος Σρέντερ κατάφερε μέσα σε ελάχιστο χρόνο να πολλαπλασιαστεί ο γερμανικός εμπορικός στόλος.
Υποτίθεται ότι με τη «συμβολική» φορολόγηση επί του τονάζ οι κυβερνήσεις επιδιώκουν να εξασφαλίσουν θέσεις εργασίας σε θάλασσα και στεριά. Μόνο που τα αποτελέσματα δείχνουν το αντίθετο. Με μια ανακοίνωσή της η ΠΕΝΕΝ (Πανελλήνια Ενωση Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού) στις 1.4.2015 αναφερόταν στην «επιχειρηματική ασυδοσία» του εφοπλιστικού κεφαλαίου με συγκεκριμένα στοιχεία:
«2002-2013: 140 δισ. ευρώ κέρδη με μηδενική φορολόγηση. 59 σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές με συνταγματική κατοχύρωση, εθελοντική φορολόγηση επί του τονάζ!
2012-2014: Αγορά 865 πλοίων αξίας 50 δισ. δολαρίων. Πρώτοι στον κόσμο στα δεξαμενόπλοια και στα πλοία χύδην μεταφοράς. Σύνολο ελληνόκτητου στόλου 3.650 πλοία! Αξία ελληνόκτητου στόλου 107 δισ.!»
Και απέναντι σ’ αυτό τον πλούτο και την «ανάπτυξη», ποια ήταν τα ωφελήματα των ναυτεργατών;
«Η ανεργία των ναυτεργατών ξεπερνάει το 50%. 1985: 85.000 θέσεις εργασίας Ελλήνων ναυτεργατών, 2014: 4.500 θέσεις! Φορολογία εφοπλιστών 2012: 15 εκατ. ευρώ. Των ναυτεργατών 57 εκατ. ευρώ! Η φορολογία των ναυτικών τριπλασιάστηκε, ενώ των εφοπλιστών είναι σε εθελοντική βάση! Ελληνική ποντοπόρος ναυτιλία: Μαύρη ανασφάλιστη και χαμηλόμισθη εργασία στο 80% των ελληνικών πλοίων, ενώ στην ελληνόκτητη στο 95%!»
Ενα ομολογημένο σκάνδαλο
Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει δεμένα τα χέρια της, εφόσον οι σχετικές ρυθμίσεις έχουν συνταγματική ισχύ. Το άρθρο 107 του ισχύοντος Συντάγματος είναι σαφές: «1. Η πριν από την 21 Απριλίου 1967 νομοθεσία, με αυξημένη τυπική ισχύ για την προστασία κεφαλαίων εξωτερικού, διατηρεί την αυξημένη τυπική ισχύ που είχε και εφαρμόζεται και στα κεφάλαια που θα εισάγονται στο εξής. Την ίδια ισχύ έχουν και οι διατάξεις των Κεφαλαίων Α΄ έως και Δ΄ του τμήματος Α΄ του νόμου 27/75 “περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της εμπορικής ναυτιλίας, εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”. 2. Νόμος, που εκδίδεται μία φορά μόνο μέσα σε τρεις μήνες από την ισχύ του Συντάγματος, ορίζει τους όρους και τη διαδικασία για την αναθεώρηση ή λύση των εγκριτικών διοικητικών πράξεων που εκδόθηκαν με οποιονδήποτε τύπο κατ’ εφαρμογή του νομοθετικού διατάγματος 2687/1953 ή των συμβάσεων που έχουν συναφθεί από 21 Απριλίου 1967 έως 23 Ιουλίου 1974 για επενδύσεις κεφαλαίων εξωτερικού, με εξαίρεση εκείνες που αφορούν τη νηολόγηση πλοίων με ελληνική σημαία».
Την περασμένη βδομάδα συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την ψήφιση του Συντάγματος στη Βουλή της μεταπολίτευσης. Το εν λόγω άρθρο (είχε τότε τον αριθμό 108) αποτέλεσε αντικείμενο εκτενούς συζήτησης στην Ολομέλεια, με την τότε αντιπολίτευση (Ενωση Κέντρου, ΠΑΣΟΚ, Αριστερά) να διαφωνεί και να το καταψηφίζει. Στις σκανδαλώδεις ρυθμίσεις είχε αντιταχθεί με αγόρευσή του ο Ανδρέας Παπανδρέου, λέγοντας ότι «ο νόμος 2687 μπορεί να θεωρηθεί νόμος προστασίας εξαγωγής και όχι εισαγωγής συναλλάγματος».
Αλλά εκείνος που υπήρξε αποκαλυπτικός για τις ρυθμίσεις αυτές ήταν ο Γεώργιος Μαύρος, ο οποίος ανέλυσε το ιστορικό της υπόθεσης, ξεκινώντας από τις νομοθετικές ρυθμίσεις του 1951: «Ητο η εποχή κατά την οποίαν ήτο ουσιαστικώς ανύπαρκτος η ελληνική ναυτιλία. Και εγένετο μία πρώτη δοκιμή διά να ίδωμεν πώς είναι δυνατόν να προσελκύσωμεν προς την ελληνικήν σημαίαν σκάφη. Είναι νόμος διακομματικός, τον εψήφισαν τα δύο μεγάλα κόμματα της Βουλής τότε. […] Ο κλάδος αυτός της οικονομίας εζήτησε να έχη μείζονα κατοχύρωσιν και έγιναν σχετικές συζητήσεις και υπό τον όρον της αποδοχής από τα δύο μεγάλα κόμματα τότε εγένετο ο νόμος αποδεκτός από την Βουλήν. Και τι έκαμε ο νόμος αυτός. Καθιέρωνε δοκιμαστικώς ένα πάγιον ποσοστόν φορολογίας επί των ακαθαρίστων εσόδων από τας ναυλώσεις των πλοίων. Δεν απέδωσε το νομοθέτημα εκείνο. Ησαν πολύ ολίγες νηολογήσεις που έγιναν ελληνικών σκαφών και το 1952 έπεσε η ιδική μας κυβέρνησις, ήλθε η κυβέρνησις του Συναγερμού. Τότε εψηφίσθη ο νόμος 2687 και βάσει αυτού εγένετο η χάραξις της οριστικής ναυτικής πολιτικής, η οποία έφθασε μέχρι της υπερβολής να καθιστά τελείως αφορολόγητον την ναυτιλίαν. Ισως αυτό της επέτρεψε να αναπτυχθή, αλλά κατέστη η ελληνική σημαία, σημαία ευκολίας».
Η ωμή παραδοχή από τα χείλη ενός συντηρητικού πολιτικού έχει βέβαια ιδιαίτερο βάρος. Στην ίδια αγόρευσή του ο Γ. Μαύρος έδωσε απάντηση και στα επιχειρήματα που ακούγονται μέχρι σήμερα από όσους επιμένουν στη διατήρηση της φορολογικής ασυλίας των εφοπλιστών: «Δεν νομίζω ότι το θέμα της χρησιμοποιήσεως ελληνικών πληρωμάτων αποτελεί επιχείρημα διά την διατήρησιν ενός τέτοιου καθεστώτος. Τα πληρώματα δεν τα παίρνουν διότι έχουν ελληνική σημαία, τα παίρνουν διότι δεν ευρίσκουν άλλα. Η απασχόλησις των ναυτεργατών θα ήτο η ιδία, οιανδήποτε σημαίαν και εάν είχον τα πλοία».
Ο πρόεδρος της Ενωσης Κέντρου επισήμαινε και έναν βαθύτερο κίνδυνο:«Καταγγέλλεται ότι αυτή η διόγκωσις, αυτή η αύξησις του ελληνικού τονάζ, ώστε να φαινώμεθα πρώτοι, δεν δίδει την εικόνα των πράγματι ελληνικών συμφερόντων, τα οποία υπάρχουν υπό την ελληνική σημαία. Είναι πιθανόν επειδή κατέστη σημαία ευκαιρίας να στεγάζωνται υπό την ελληνική σημαία συμφέροντα άλλων κρατών και υπήκοοι άλλων εθνοτήτων. Είναι γεγονός και πιθανόν αυτό να δημιουργήση ωρισμένα προβλήματα εις το μέλλον, διότι αυτή η νηολόγησις υπό ελληνική σημαία, με τους όρους υπό τους οποίους γίνεται και με την ιδιότητα του νηολογούντος εφοπλιστού του πλοίου υπό την ελληνικήν σημαία να το αποσύρη αμέσως, διά μονομερούς πράξεως και να ξαναγίνη πάλιν ξένο, ουσιαστικώς καθιστά αμφίβολον την αξίαν αυτής της πολιτικής».
Η προφητική αυτή ανάλυση κατέληγε σε μια υπόδειξη που ουδέποτε απασχόλησε τις ελληνικές κυβερνήσεις: «Νομίζω ότι θα πρέπει και εις τον τομέα αυτόν να χαραχθή μία άλλη πολιτική από εδώ και εις το εξής. Δεν πρέπει, κύριοι βουλευταί, να αγνοούμεν ότι η ελληνική ναυτιλία αποτελεί κλάδον της οικονομίας μας, ο οποίος ανεπτύχθη εκτός της Ελλάδος, ανήκει εις άλλον οικονομικόν χώρον».
Στην ίδια συνεδρίαση της Βουλής, ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος είχε αποκαλέσει «Δούρειο ‘Ιππο» αυτές τις ρυθμίσεις και είχε απομυθοποιήσει την ενίσχυση του στόλου υπό ελληνική σημαία κατά την περίοδο της χούντας, εξηγώντας ότι επρόκειτο για πλοία ξένων συμφερόντων. Μάλιστα, ο Α. Κανελόπουλος αποκάλυψε ότι την ίδια περίοδο είχε έρθει στην Ελλάδα ο αδελφός του προέδρου των ΗΠΑ Νίξον, και έλαβε«δάνειο 10 εκατ. δολ. από την ΕΤΒΑ, υπό το πρόσχημα μιας ναυτιλιακής εταιρείας που εφέρετο ως ελληνική. Η Ελλάς εδάνεισε την Αμερική! Ο τρόπος με τον οποίον επραγματοποιείτο αυτό, είναι πάρα πολύ απλός. Τα κενά από τη νομοθεσία για την προστασία της ναυτιλίας μας ήσαν τέτοια, ώστε θαυμάσια έσπευσαν να τα εκμεταλλευθούν. Μην έχουμε λοιπόν την ψευδαίσθηση ότι επετύχαμε με τον νόμο αυτό, το λεγόμενο θαύμα της ελληνικής ναυτιλίας».
Το Σύνταγμα ως άλλοθι
Περιττό να παρατηρήσουμε ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η σκανδαλώδης ρύθμιση και βέβαια δεν περιλήφθηκε σε καμιά από τις αναθεωρήσεις που επιχειρήθηκαν κατά τα 40 χρόνια που πέρασαν. Αλλά υπάρχει και κάτι χειρότερο. Σε όλο αυτό το διάστημα συνέβη το αντίθετο. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις προσέθεταν κάθε λίγο και λιγάκι νεότερες ρυθμίσεις, με τις οποίες οι εφοπλιστές αποκτούσαν όλο και περισσότερα φορολογικά προνόμια.
Το πιο πρόσφατο κρούσμα σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2013. Η τότε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Νέας Δημοκρατίας με πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά έφερε προς ψήφιση στη Βουλή μια σκανδαλώδη τροπολογία, σε ένα εντελώς άσχετο νομοσχέδιο του υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, με τίτλο «Δημόσιες υπεραστικές οδικές μεταφορές επιβατών – Ρυθμιστική Αρχή Επιβατικών Μεταφορών και άλλες διατάξεις». Η τροπολογία που έφερε την υπογραφή πολλών υπουργών (Μ. Χρυσοχοΐδης, Δ. Αβραμόπουλος, Κ. Μητσοτάκης, Ι. Βρούτσης, Χ. Αθανασίου) εξαιρούσε από την υποχρέωση της αναφοράς στο «πόθεν έσχες» των μετοχών «εταιρειών που έχουν συσταθεί και λειτουργούν με τις διατάξεις του ν.δ. 2687/1953 (Α΄ 317) και του ν. 27/1975 (Α΄ 77)». Με άλλα λόγια, οι υπόχρεοι σε υποβολή «πόθεν έσχες» θα μπορούσαν με αυτή την τροπολογία να αποφύγουν την αναφορά στη συμμετοχή τους σε ναυτιλιακές εταιρείες.
Σε μια περίοδο που το εφοπλιστικό κεφάλαιο έχει αλώσει –μέσω και του τραπεζικού συστήματος– τόσο την πολιτική όσα και τα συγκροτήματα μέσων ενημέρωσης, εκείνους δηλαδή τους δημόσιους χώρους για τους οποίους έχει κυρίως θεσπισθεί το «πόθεν έσχες», η τροπολογία ήταν τόσο εξόφθαλμα προκλητική, ώστε δεν βρέθηκε ούτε ένα κόμμα να την υποστηρίξει. Για την ακρίβεια υπήρξε η Χρυσή Αυγή, η οποία επέλεξε να απουσιάσει τόσο από την Επιτροπή όσο και από την Ολομέλεια της Βουλής, έτσι ώστε να μην υποχρεωθεί να κακοκαρδίσει τους αγαπημένους της εφοπλιστές.
Είχε βέβαια κι άλλα στο μυαλό της η ναζιστική οργάνωση, λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την πανελλήνια κατακραυγή. Αντίθετα, ακόμα και οι εκπρόσωποι των δύο κυβερνητικών κομμάτων δεν τόλμησαν να υποστηρίξουν την τροπολογία ούτε καν στην Επιτροπή (13.9.2013). «Δεν ενημερωθήκαμε καθόλου για τη συγκεκριμένη τροπολογία», λέει ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ Αθ. Μωραΐτης και προσθέτει ότι «εγείρει πάρα πολλά ερωτηματικά η σκοπιμότητα της κατάθεσής της». «Θεωρούμε ότι πρέπει να αποσυρθεί» προσθέτει ο εισηγητής Μ. Συνετάκης. Ακόμα και ο νεοδημοκράτης πρόεδρος της Επιτροπής Γ. Βλάχος είχε προλάβει στην εισαγωγική του παρέμβαση να δηλώσει «προκαταβολικά» την «πλήρη» αντίθεσή του και να ξεκαθαρίσει: «Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να ψηφιστεί, τουλάχιστον από εμένα». Αλλά και ο παριστάμενος υπουργός Μ. Χρυσοχοΐδης αρκέστηκε να πει ότι για την τροπολογία θα μιλήσει ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης.
Για το περιεχόμενο της αντίθεσης στην τροπολογία μίλησε κυρίως ο Δ. Παπαδημούλης του ΣΥΡΙΖΑ: «Το ερώτημα είναι: Ποιους ευνοεί αυτή η σκανδαλώδης ρύθμιση, που ουσιαστικά καταργεί την έννοια της νομοθεσίας περί “Πόθεν έσχες”; Ποιους θέλει να καλύψει; Σημειώνω ότι το “πόθεν έσχες” δεν έχουν υποχρέωση να το υποβάλλουν μόνον οι πολιτικοί και οι κρατικοί αξιωματούχοι –που, και σε αυτή την περίπτωση, είναι σκανδαλώδης η ρύθμιση, διότι όποιος παίρνει τη μίζα και την ξεπλένει σε μετοχές ναυτιλιακές, δεν υπάγεται σε κανέναν έλεγχο– αλλά είναι υποχρεωμένοι να υποβάλλουν δήλωση “πόθεν έσχες” και καναλάρχες και εκδότες κ.λπ. και ξέρουμε ότι, τελευταία, αρκετοί εφοπλιστές έχουν μπει, μέσω αχυρανθρώπων, στον χώρο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και ορισμένοι διαφημίζουν και τη φιλία τους με τον πρωθυπουργό. Κάνω έκκληση στην κυβέρνηση να την αποσύρει, αν και αυτό δεν αρκεί, γιατί πρέπει να μάθουμε και ποιο ήταν το μαγειρείο της διαπλοκής, που την ετοίμασε και κάνω έκκληση και στους συναδέλφους όλων των πτερύγων, να μην την ψηφίσουν».
Να λοιπόν που υπήρξε εθνική ομοψυχία κατά της τροπολογίας. Υποχρεώθηκε λοιπόν η κυβέρνηση να την αποσύρει άρον άρον. Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει όμως η αγόρευση του υπουργού Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου που την εισηγήθηκε. Μιλώντας στην Ολομέλεια της Βουλής δυο μέρες αργότερα από το πατατράκ της Επιτροπής, ο κ. Αθανασίου προσπάθησε να δικαιολογήσει το σκεπτικό της τροπολογίας και να απαντήσει στον υπαινιγμό του κ. Παπαδημούλη περί «μαγειρείου της διαπλοκής». Και με αυτό τον τρόπο έκανε μια σύνοψη όλων των σκανδαλωδών ρυθμίσεων που έχουν θεσπιστεί υπέρ του εφοπλιστικού κεφαλαίου:
«Θα μου επιτρέψετε να κάνω μία σύντομη ιστορική νομική αναδρομή για το πώς η πολιτεία αντιμετωπίζει διαχρονικά ευνοϊκά τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις, εταιρείες και τους μετόχους, για λόγους βέβαια εθνικής σημασίας και ενίσχυσης της οικονομίας», λέει ο κ. Αθανασίου. Και αρχίζει να απαριθμεί τους νόμους που έχουν ήδη θεσπιστεί προς την ίδια κατεύθυνση: «Να σας αναφέρω αυτές τις διατάξεις που διαχρονικά η Βουλή ψήφισε: ν. 814/1978 (“Ειδική φορολόγηση στις εισφορές πλοίων αχρεωστήτως καταβληθείσες”), ν. 1731/1987 (“Μείωση της εισφοράς πλοίων”), νόμος 1892/1990 –τα λέω αυτά για να δείτε τι συνάφεια υπάρχει– (“Εισαγωγή στο χρηματιστήριο των μετοχών ναυτικών εταιρειών με ειδικότερους όρους εισαγωγής και διαπραγμάτευσης”), ν. 2515/1997 (“Παράταση των χορηγηθεισών πενταετών αδειών εγκατάστασης”), ν. 2987/2002 (“Καθορισμός ελκυστικού ελαχίστου κεφαλαίου για ίδρυση ναυτικής εταιρείας”), ν. 3182/2003 (“Απαλλαγή για ναυτιλιακές επιχειρήσεις από φόρους, τέλη και οποιαδήποτε επιβάρυνση σε αυτούς και τους μετόχους”), ν. 3522/2006 (“Βεβαιωμένες οφειλές ναυτιλιακών εταιρειών”), ν. 3783 –για να μην σας κουράσω– (“Περί καθορισμού συντελεστή φόρων”), ν. 4110/2013 –πρόσφατος νόμος– (“Απαλλαγή φόρου για μεταβίβαση από οποιαδήποτε αιτία μετοχών ή μεριδίων”), ν. 4150 περί κατάργησης εγγυήσεων ναυτικών εταιρειών που επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση συμμετοχή πλοίων υπό ελληνική σημαία».
Ο κατάλογος των σκανδαλωδών ρυθμίσεων είναι τόσο μεγάλος, ώστε έληξε ο χρόνος που είχε στη διάθεσή του ο υπουργός και αναγκάστηκε να ζητήσει παράταση για να συνεχίσει:
«Με το άρθρο 83 του ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 36 του ν. 4143/2013 –πρόσφατα, στις 5 Απριλίου του 2013– για το Περιουσιολόγιο ορίζονται τα ακόλουθα: Στο Περιουσιολόγιο περιλαμβάνονται ακίνητα, αυτοκίνητα, σκάφη, κατοχή μετοχών, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ. Ρητώς ορίζεται –προσέξτε– ότι δεν περιλαμβάνονται οι τραπεζικές καταθέσεις, τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, τα αμοιβαία κεφάλαια εσωτερικού και –κρατήστε αυτήν τη φράση– οι μετοχές σε εταιρείες που έχουν συσταθεί και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 2687/1953 και του ν. 27/1975. Κρατήστε τις διατάξεις αυτές».
Στη συνέχεια ο κ. Αθανασίου εξηγεί: «Τι λένε οι νόμοι αυτοί; Το ν.δ. 2687/1953 (“Περί προστασίας επενδύσεων κεφαλαίων εξωτερικού”) αναφέρει: “Αρθρο 1, κεφάλαια εξωτερικού κατά το παρόν νομοθετικό διάταγμα εννοούνται τα με οποιαδήποτε μορφή εκ του εξωτερικού εισαγόμενα είτε συνάλλαγμα κ.λπ. Στις διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος υπάγονται υπό την άνω έννοια κεφάλαια εισαγόμενα στη χώρα από το εξωτερικό και τοποθετούνται σε παραγωγικές επενδύσεις”. Ας δούμε τώρα τι είναι παραγωγικές επενδύσεις και ποια είναι τα κεφάλαια εξωτερικού, σύμφωνα με το νόμο. “Παραγωγικές επενδύσεις είναι αυτές που αποβλέπουν στην ανάπτυξη της εθνικής παραγωγής και συμβάλλουν στην οικονομική πρόοδο της χώρας, τα κεφάλαια εξωτερικού –μεταξύ των άλλων που αναφέρθηκαν– και τα νηολογημένα υπό ελληνική σημαία πλοία, τα οποία και δεν υπάγονται στο ν. 1676/1986”, δηλαδή σε φορολόγηση δεν υπάγεται τίποτα από αυτά. Ο δεύτερος νόμος, ο ν. 27/1975, στο άρθρο 2 προχωρεί ακόμα περισσότερο: “Εις ην περίπτωσιν ημεδαπή αλλοδαπή εταιρεία πλοιοκτήτρια πλοίων υπό ελληνική σημαία ασκεί πλην της εκμετάλλευσης του πλοίου και άλλες επιχειρήσεις απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος, εισφορών κ.λπ.”».
Υπάρχει και συνέχεια στις αποκαλύψεις του κ. Αθανασίου: «Τι λέει η εισηγητική έκθεση του ν. 3842/2010, δηλαδή του Περιουσιολογίου; Λέει ότι ο σκοπός είναι ο καλύτερος έλεγχος και η αποκάλυψη της φοροδιαφυγής. Εξαιρεί όμως, με το άρθρο 83, τις μετοχές του ν.δ. 2687/1953 και του ν. 27/1975 που ανέφερα, καθώς θέλει γι’ αυτές και τους κατόχους τους ευνοϊκή μεταχείριση, δηλαδή να μην υπόκεινται σε εισφορές κ.λπ.».
Ο υπουργός τελικά απέσυρε την τροπολογία, αλλά με τα όσα είπε για να τη δικαιολογήσει αποκάλυψε το μεγάλο σκάνδαλο. Και, χωρίς να το θέλει, άφησε να εννοηθεί ότι ακόμα και χωρίς αναθεώρηση του συντάγματος υπάρχει μεγάλο περιθώριο κατάργησης της σχετικής χαριστικής νομοθεσίας, προς όφελος μιας δικαιότερης φορολογικής πολιτικής.
Διαβάστε
► Γιάννης Μηλιός, Ηλίας Ιωακείμογλου «Το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο. Η θέση και ο ρόλος του στη διεθνή και την ελληνική οικονομία» (περ. «Θέσεις», τχ. 35, Απρίλιος-Ιούνιος 1991 και τχ. 36, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1991).
Μελέτη για την ελληνική ναυτιλία ως τμήματος της ελληνικής οικονομίας, με αναφορές στις «σημαίες ευκαιρίας» και στα οφέλη που έχουν οι Ελληνες εφοπλιστές από την ελληνική σημαία. Προσβάσιμο στο https://www.theseis.com.
► Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ αναθεωρητική Περίοδος Α΄ Προεδρευόμενης Δημοκρατίας, Σύνοδος Α΄, «Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Βουλής επί των συζητήσεων του Συντάγματος 1975»
(Αθήνα, Αύγουστος 1975). Περιλαμβάνεται ειδική συνεδρίαση για το σκανδαλώδες άρθρο που θεσπίζει τη φορολογική ασυλία του ναυτιλιακού κεφαλαίου.
Επισκεφθείτε
► Ιός «Αχ θάλασσά μου, σκοτεινή…»
(«Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 30.5.2010)
Oι σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών όπως καταγράφονται στον προϋπολογισμό την κρίσιμη χρονιά που για τους πολλούς άρχισαν να εφαρμόζονται τα μνημόνια. https://www.iospress.gr/ios2010/ios20100530.htm
► Ιός «Τα ΜΜΕ του ελληνικού στόλου»
(«Ελευθεροτυπία», 24.10.2009)
Η εισβολή του εφοπλιστικού κεφαλαίου στον χώρο των μέσων ενημέρωσης. Οπως αποδεικνύεται, τις παραμονές της κρίσης όλα σχεδόν τα ΜΜΕ είχαν περάσει σε 4-5 επιχειρηματικούς και εφοπλιστικούς ομίλους, που είναι και ανά δύο ή ανά τρεις συνεταίροι, ενώ μεγάλα δημοσιογραφικά και πολιτικά ονόματα σχετίζονται άμεσα (με γάμους) και έμμεσα (με κουμπαριές) με εφοπλιστές.