Στις 16 Μαΐου 1948, μεσούντος του Εμφυλίου Πολέμου, ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος βρίσκει να επιπλέει στον θαλάσσιο χώρο της Θεσσαλονίκης ένα πτώμα με μια σφαίρα στο κρανίο και δεμένο χειροπόδαρα. Η δολοφονία είναι οφθαλμοφανής και γρήγορα ανακαλύπτεται ότι το πτώμα ανήκει στον αμερικανό δημοσιογράφο Τζορτζ Πολκ, απεσταλμένο του ειδησεογραφικού δικτύου CBS. Η είδηση κάνει τον γύρο του κόσμου.
Ο Τζόρτζ Πολκ
Ο Πολκ, 35 ετών, παντρεμένος με την ελληνίδα αεροσυνοδό Ρέα Κοκκώνη, ήταν δεινός επικριτής, τόσο των ανταρτών, όσο και της ελληνικής κυβέρνησης.
«Γκάνγκστερ» αποκαλούσε τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, «διεφθαρμένη» ήταν ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός που επιφύλασσε στην κυβέρνηση Φιλελευθέρων και Λαϊκών.
Ποιος είχε συμφέρον να τον δολοφονήσει;
Οι Αμερικανοί πιέζουν, η κυβέρνηση ανταποκρίνεται.
Ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης λίγες ώρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος δήλωνε ότι «αποτελεί ζήτημα τιμής δια την Ελλάδα η ταχεία ανακάλυψις των δραστών και των αιτίων του αποτρόπαιου τούτου εγκλήματος, καθώς και η παραδειγματική τιμωρία των δολοφόνων».
Οι Αμερικανοί πίεζαν την ελληνική κυβέρνηση για γρήγορα και θεαματικά αποτελέσματα.
Η Αμερικανική Ένωση Δημοσιογράφων σε ανακοίνωσή της τόνιζε ότι «είναι απαράδεκτο καθ” ον χρόνον η Αμερικανική Κυβέρνηση ενισχύει οικονομικώς την Ελλάδα εις βάρος των αμερικανών φορολουγουμένων, οι Έλληνες να δολοφονούν Αμερικανούς πολίτες».
Ο Πολκ είχε φτάσει στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαΐου και είχε καταλύσει στο ξενοδοχείο «Αστόρια». Στο δωμάτιό του βρέθηκε ένα γράμμα, που αποκάλυπτε ότι σκόπευε να συναντηθεί με τον ηγέτη του ΔΣΕ, Μάρκο Βαφειάδη, κάπου στα βουνά της Πίνδου, για να του πάρει συνέντευξη.
Η Χωροφυλακή Θεσσαλονίκης, που επιλαμβάνεται της υποθέσεως, επιρρίπτει εξαρχής την ευθύνη στο ΚΚΕ και συγκεκριμένα στα στελέχη του Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά. Υποστηρίζει ότι οι κομμουνιστές ήθελαν νεκρό τον Πολκ για να δυσφημήσουν στα μάτια της αμερικανικής κοινής γνώμης την κυβέρνηση.
Αντίθετα, το Κομμουνιστικό Κόμμα, δια του ηγετικού του στελέχους Γιάννη Ιωαννίδη, καταγγέλλει με δηλώσεις του ότι «ο Πολκ δολοφονήθηκε από τους εγκληματίες της Ειδικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, για να μην έρθει στην Ελεύθερη Ελλάδα και για να αποδοθεί η δολοφονία του στους δημοκρατικούς».
Η σύλληψη και η δίκη Στακτόπουλου.
Στις 14 Αυγούστου 1948 η Χωροφυλακή συλλαμβάνει τον φιλοκομμουνιστή δημοσιογράφο της εφημερίδας «Μακεδονία» Γρηγόρη Στακτόπουλο (38 ετών), ο οποίος ομολογεί ότι βοήθησε του Μουζενίδη και Βασβανά να σκοτώσουν τον Πολκ. Όπως υποστήριξε και το υποστήριζε μέχρι το τέλος της ζωής του, η ομολογία του ελήφθη κατόπιν σκληρών βασανιστηρίων. Οι αρχές παρουσιάζουν ως στοιχείο της ενοχής τους την ταυτότητα του Πολκ, η οποία ταχυδρομήθηκε στο Γ” Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης τρεις μέρες πριν από την ανακάλυψη του πτώματός του. Ο ταχυδρομικός φάκελλος ήταν γραμμένος δια χειρός της μητέρας του Στακτόπουλου, σύμφωνα με τη γραφολογική εξέταση.
Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος στο εδώλιο.
Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος και η χήρα μητέρα του Άννα προσήχθησαν σε δίκη στις 12 Απριλίου 1949 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης.
Ο Βασβανάς και ο Μουζενίδης δικάσθηκαν με τη διαδικασία κατ’ απόντων και φυγοδίκων.
Η δίκη διήρκεσε 10 μέρες και η απόφαση εκδόθηκε στις 22 Απριλίου.
Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος καταδικάσθηκε σε ισόβιο κάθειρξη για συνέργεια σε ανθρωποκτονία, οι Μουζενίδης και Βασβανάς στην ποινή του θανάτου ως φυσικοί αυτουργοί, ενώ η Άννα Στακτοπούλου αθωώθηκε.
Ένας νεκρός και ένας απών ήταν οι «δολοφόνοι»!
Αργότερα, θα αποκαλυφθεί ότι ο Μουζενίδης το διάστημα της δολοφονίας του Πολκ ήταν νεκρός και ο Βασβανάς εκτός Ελλάδος.
Η δικαστική απόφαση ξεθωριάζει και γίνεται λόγος για σκευωρία. Πρόθεση της κυβέρνησης ήταν να καταδικάσει τους κομμουνιστές και τον Δημοκρατικό Στρατό για να καταδείξει στο εσωτερικό και διεθνώς ότι οι μαχητές και οι οπαδοί τους δεν ήταν παρά απλοί δολοφόνοι.
Παράλληλα και οι Αμερικανοί κάνουν τις δικές τους έρευνες για τον δολοφόνο του Πολκ.
Ο Τζέιμς Κέλις που ερευνά την υπόθεση για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου της Νέας Υόρκης Ντόνοβαν, γνωστού για τις διασυνδέσεις του με την αμερικανική κυβέρνηση, αποφαίνεται ότι οι αντάρτες δεν είχαν τη δυνατότητα να διαπράξουν το έγκλημα και επιρρίπτει τις ευθύνες σε δεξιούς παρακρατικούς κύκλους.
Αμέσως, η έρευνά του διακόπτεται και ο Κέλις ανακαλείται στις ΗΠΑ.
Προφανώς, τους επίσημους αμερικανικούς κύκλους, που χρηματοδοτούσαν αφειδώς την ελληνική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου, τους βόλευε όπως κυλούσαν τα πράγματα με την καταδίκη του Στακτόπουλου.
Ο Εντμουντ Κίλι στο βιβλίο του «The Salonica Bay Murder» υπογραμμίζει ότι μετά τη δολοφονία του Πολκ και τη δίκη που ακολούθησε περιορίστηκε και τελικώς σίγησε στην Αμερική κάθε κριτική εναντίον του
«διεφθαρμένου βασιλικού καθεστώτος στην Ελλάδα» και της υποστήριξης που του παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρά την καταδίκη Στακτόπουλου, διάχυτη είναι η πεποίθηση μέχρι και στις μέρες μας στην ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και σε αμερικανούς ερευνητές, ότι ο θεσαλονικιός δημοσιογράφος δεν είχε την παραμικρή ανάμιξη στη δολοφονία Πολκ και ότι ήταν θύμα μιας καλοστημένης σκευωρίας.
Πολλά βιβλία γράφτηκαν, αλλά κανένα δεν έφτασε στην αλήθεια. Όλοι, όμως, οι συγγραφείς συγκλίνουν στη διαπίστωση μιας συνωμοσίας μεταξύ μυστικών υπηρεσιών (ελληνικών, βρετανικών και αμερικανικών) για να αποδοθεί το έγκλημα στους κομμουνιστές.
Σύμφωνα με μια θεωρία, τον Πολκ δολοφόνησε ο άγγλος πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, Ράνταλ Κόουτς, για να εκδικηθεί την παράδοση της Ελλάδας στους Αμερικανούς.
Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Πόλεμος, διείσδυση και προπαγάνδα», ο δημοσιογράφος Φοίβος Οικονομίδης σημειώνει σχετικά ότι
«Κύριος οργανωτής της συνωμοσίας εναντίον του Πολκ ήταν ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα, συνταγματάρχης Χάρβι Σμιθ».
Ο Ελίας Βλάντον και ο Ζακ Μέτγκερ στο βιβλίο τους «Ποιος σκότωσε τον Τζορτζ Πολκ»
υποστηρίζουν την εκδοχή του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Πολκ, αναφέρουν οι συγγραφείς, δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για να συναντήσει τους ηγέτες του ΔΣΕ, αλλά για να ερευνήσει την κακοδιαχείριση της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα.
Οι μαυραγορίτες που είχαν την ανοχή στελεχών της Χωροφυλακής έναντι ανταλλαγμάτων και οι αμερικανοί συνεργάτες τους αποφάσισαν να του κλείσουν το στόμα.
Το δράμα ενός αθώου.
Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος παρέμεινε στις φυλακές μέχρι τον Αύγουστο του 1960, οπότε του δόθηκε χάρη από την κυβέρνηση Καραμανλή.
Από τότε και μέχρι το 1998 που πέθανε διακήρυσσε σε όλους τους τόνους την αθωότητά του.
Τέσσερεις αιτήσεις προς τον Άρειο Πάγο για επανάληψη της δίκης (αναψηλάφηση) δεν ευδοκίμησαν.
Την πρώτη φορά το αίτημα είχε υποβληθεί το 1977 από τον ίδιο τον Γρ. Στακτόπουλο και τη δεύτερη φορά το 2001 από τη σύζυγό του, καθώς ο ίδιος είχε πεθάνει το 1988 με το στίγμα του δολοφόνου. Και τις δύο φορές, όμως, το αίτημα είχε απορριφθεί.
Την τρίτη φορά, το 2003, ο εισαγγελέας Αθ. Καφίρης στην πρότασή του υποστήριξε ότι έχουν προκύψει νεότερα στοιχεία και αποδείξεις που ήταν άγνωστα στους δικαστές, όταν είχαν δικάσει τότε και γι” αυτό πρότεινε να γίνει δεκτό το αίτημα της Θ. Στακτοπούλου, χήρας του δημοσιογράφου, για να επαναληφθεί η δίκη.
Τα νεότερα στοιχεία κατά τον εισαγγελέα Καφίρη ήταν:
Ο Αδ. Μουζενίδης που κατηγορήθηκε από την αρχή ως φυσικός αυτουργός της δολοφονίας Πολκ είχε σκοτωθεί σε μάχη την περίοδο του Εμφυλίου ένα μήνα πριν από το φόνο του Αμερικανού δημοσιογράφου.
Η εκδοχή που υιοθετήθηκε τότε για να ερευνηθούν οι ένοχοι στο χώρο του ΚΚΕ ήταν λανθασμένη ή επιλέχτηκε σκόπιμα από τις ανακριτικές αρχές, καθώς το ΚΚΕ όχι μόνο δεν είχε κανένα συμφέρον να φονεύσει τον Τζ. Πολκ, αλλά, αντίθετα, το διευκόλυνε να προστατευτεί ο Αμερικανός δημοσιογράφος και να πάρει συνέντευξη από τον Μ. Βαφειάδη
Υπάρχουν πολύ ισχυρές ενδείξεις ότι ο φερόμενος συναυτουργός της δολοφονίας Ευ. Βασβανάς δε βρισκόταν ούτε θα μπορούσε να βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη εκείνη την περίοδο
Η παρουσία του Γρ. Στακτόπουλου ήταν περιττή, καθώς το στέλεχος του ΚΚΕ Αδ. Μουζενίδης ήταν πολύ καλός γνώστης της αγγλικής γλώσσας
Η ομολογία ενοχής του Γρ. Στακτόπουλου ενώπιον των ανακριτικών αρχών και του δικαστηρίου ήταν προϊόν ψυχικής και σωματικής βίας που του ασκήθηκε από τα αστυνομικά όργανα.
Μάλιστα, στην εισήγησή του ο εισαγγελέας ήταν αποκαλυπτικός και εξηγούσε πώς …ανακαλύφτηκαν οι ένοχοι: «Αφότου αποφασίστηκε από τις αρμόδιες αρχές, αναφέρει στην εισήγησή του, να επιλεγεί η «κομμουνιστική εκδοχή»
Ως αποκλειστική κατεύθυνση αναζήτησης των υπαίτιων του φόνου, θα έπρεπε αναγκαστικά να εντοπιστεί και να βρεθεί ο φυσικός δράστης (εκτελεστής) αλλά και ο μεσολαβητικός σύνδεσμος με το χώρο των κομμουνιστών.Ετσι, θα μπορούσαν να κρατηθούν κάποιες αναγκαίες ανακριτικές ισορροπίες και να ικανοποιηθεί η εξεγερμένη κοινή γνώμη των ΗΠΑ, η οποία εύλογα αξίωνε πιεστικά να βρεθούν άμεσα και να δικαστούν γρήγορα οι δράστες του φόνου του Αμερικανού δημοσιογράφου».
Η ταξική δικαιοσύνη, πιστή θεραπαινίδα της υποτέλειας.Παρά τα συντριπτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την πλευρά Στακτόπουλου και από τον εισαγγελέα της δίκης, οΑρειος Πάγος απέρριψε για τρίτη φορά το αίτημα για αναψηλάφηση.
Συγκεκριμένα, το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με την 137/04 απόφασή του απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς της χήρας του Στακτόπουλου για νεότερα στοιχεία που αποδεικνύουν την αθωότητα του συζύγου της.
Επίσης, έκρινε ότι απ” όλα τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο, δεν καθίσταται φανερό ότι ήταν αθώος ούτε καταδικάστηκε άδικα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρεοπαγιτική απόφαση επανελάμβανε την κρίση της προηγούμενης απορριπτικής του 2001 που είχε δεχτεί ότι ο Γρ. Στακτόπουλος συνεργάστηκε στην ανθρωποκτονία του Αμερικανού δημοσιογράφου, ενώ η ομολογία του δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχολογικής ή σωματικής βίας από τις αστυνομικές αρχές.
Υποπτη αβλεψία της CIA. Εχασε το φάκελο της υπόθεσης Πολκ!
Αν υπήρχαν αμφιβολίες για το ρόλο της CIA στην υπόθεση Πολκ και τον τρόπο με τον οποίο έγινε η διαχείριση της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου και στις δεκαετίες που ακολούθησαν, φρόντισε η ίδια η αμερικανική Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών με τη στάση της να τις διαλύσει. Οπως έγραψε η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 13 Αυγούστου του 2007, η CIA ισχυρίζεται ότι έχασε τα έγγραφα και κατέστρεψε, «σύμφωνα με τις διαδικασίες», το φάκελο της δολοφονίας.
Η CIA αναγκάστηκε να παραδεχτεί την «αβλεψία» της, ή να καταφύγει ως δικαιολογία σε αυτήν, υποστηρίζοντας ότι στοιχεία του φακέλου Πολκ έχουν καταστραφεί ή χαθεί, όταν υποχρεώθηκε, με βάση την αμερικανική νομοθεσία, να απαντήσει στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν, το οποίο ζητούσε πρόσβαση σε στοιχεία της υπόθεσης στο πλαίσιο έρευνας που πραγματοποιούσε.
Μάλιστα, αυτόν τον ισχυρισμό περί της καταστροφής ή της εξαφάνισης των στοιχείων χρησιμοποίησε με κάθε επισημότητα ο καθ’ ύλην αρμόδιος Εθνικός Αρχειοφύλακας των ΗΠΑ.
Πηγη:https://www.imerodromos.gr