Του Στρατή Μπουρνάζου
Έμαθα για την υπόθεση Χαϊκάλη απόγευμα Παρασκευής, ενώ ήδη είχαμε σελιδοποιήσει τα «Ενθέματα». Παρότι το άρθρο που μόλις είχα γράψει σχετιζόταν άμεσα με τα καταγγελλόμενα, προτίμησα να μην κάνω κάποια προσθήκη «επί του πιεστηρίου». Όχι επειδή το θέμα ήταν ασήμαντο αλλά τον ακριβώς αντίθετο λόγο: επειδή ήταν εξαιρετικά σημαντικό (και σκοτεινό, βέβαια), κι έτσι δεν μπορούσα το ξεπετάξω με τρεις αράδες.
Δυο μέρες μετά, η αρχική μου αίσθηση έχει ενισχυθεί. Θεωρώ, λοιπόν, πρόκειται για υπόθεση εξαιρετικά σοβαρή – και αυτό ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα ή τη φερεγγυότητα των εμπλεκόμενων και πρωταγωνιστών.
Όποια από τις δύο εκδοχές που κυκλοφορούν και αν ισχύει (είτε έχουμε απόπειρα χρηματισμού του Π. Χαϊκάλη, είτε μια υπόθεση που «έστησαν» οι ΑΝΕΛ) το πολιτικό ζήτημα είναι τεράστιο. Στην πρώτη, η κυβέρνηση (ή η ΝΔ ή κύκλοι της) εξαγοράζει ψήφους, στη δεύτερη ένα κοινοβουλευτικό κόμμα (και ενδεχομένως σύμμαχος του ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας), ακόμα κι αν είναι το φαιδρότερο, στήνει μια τέτοια σκευωρία. Γι’ αυτό, όσο κι αν αηδιάζουμε από την υπόθεση (γιατί η ίδια αλλά και τα παραφερνάλιά της –γι’ αυτά γράφω πιο κάτω– έχουν κάτι εντόνως αηδές), όσο και αν το νοσηρό κλίμα που δημιουργείται αποπροσανατολίζει από πολλά άλλα σοβαρά (από τη βροχή τροπολογιών μέχρι την αποθέωση της νομιμοποίησης των καταπατήσεων και της υφαρπαγής δημόσιας γης), δεν μπορούμε να την προσπεράσουμε.
Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή είναι μόνο η αφετηρία της συζήτησης. Δεν μπορούμε να μείνουμε στο είτε-είτε (είτε χρηματισμός είτε σκευωρία), όσο κι αν αυτό είναι ίσως βολικό, όση απόγνωση κι αν μας δημιουργεί ότι πρέπει να βουτηχτούμε στον βούρκο για να βγάλουμε άκρη. Δεν μπορούμε, πιστεύω, ως υπεύθυνα πολιτικά όντα, να πούμε ότι μπορεί να ισχύει το ένα μπορεί και το άλλο, είναι και τα δυο αηδή, και αφού εμείς δεν έχουμε σχέση, ας τα ξεκαθαρίσουν μεταξύ τους. Και δεν μπορούμε να το πούμε, ακριβώς επειδή δεν γίνεται να ισχύουν και τα δύο, και έχει μεγάλη πολιτική σημασία τι ισχύει. Ούτε μπορούμε να ξεφορτωθούμε την υπόθεση, επαφιέμενοι στη δικαιοσύνη (αν και ασφαλώς πρέπει να απαιτούμε τη δικαστική διερεύνηση, τάχιστα). Σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, οφείλουμε να τοποθετηθούμε· όχι ως ντετέκτιβ, δικαστές ή παντογνώστες. Τοποθετούμαι λοιπόν, με τη διάθεση να μοιραστώ δημόσια τις θέσεις μου, αλλά και επειδή θεωρώ ότι η τοποθέτηση (με τον κίνδυνο της διάψευσης) είναι στοιχείο πολιτικής υπευθυνότητας.
α) Πιστεύω ότι υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι η καταγγελία είναι σοβαρή και βάσιμη (και πρωτίστως το ίδιο υλικό), ενώ δεν έχουμε κάποιο χειροπιαστό στοιχείο που να την κλονίζει σοβαρά. Όλα τα αντίθετα που έχουν ειπωθεί (η αφερεγγυότητα των ΑΝΕΛ, η φαιδρότητα και η εμπλοκή Καμμένου σε σκοτεινές υποθέσεις, το πολιτικό όφελος των ΑΝΕΛ), παρότι τα συμμερίζομαι, δεν στοιχειοθετούν ενδείξεις για να θεωρήσουμε ότι η υπόθεση «στήθηκε» από τον Καμμένο-Χαϊκάλη.
Αν ήταν έτσι, τότε στην υπόθεση Καισιδιάρη-Μπαλτάκου, θα έπρεπε να θεωρήσουμε εξαρχής το βίντεο χαλκευμένο, αφού ο Κασιδιάρης είναι εξ ορισμού ραδιούργος, συνωμότης και αφερέγγυος. Και όμως το βίντεο το πήραμε στα σοβαρά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποληπτόμαστε στο ελάχιστο τον Κασιδιάρη. Στην παρούσα υπόθεση, μάλιστα, μια σειρά στοιχεία που λέγονται για να κλονίσουν την αξιοπιστία της καταγγελίας (ότι οι ΑΝΕΛ είναι «ψεκασμένοι», ότι ο Αποστολόπουλος διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Καμμένο) ενισχύουν, στα μάτια μου, τη φερεγγυότητά της. Γιατί είναι προφανές ότι οι ενδιαφερόμενοι ούτε τον Γλέζο ούτε την Παπαρήγα ούτε τον Δρίτσα ούτε τον Άγιο Φραγκίσκο θα προσέγγιζαν· κάποιον «ψεκασμένο» και πολιτικά κοντινό θα έψαχναν, και θα τον προσέγγιζαν μέσω κάποιου προσώπου που θα ενέπνεε στον προσεγγιζόμενο εμπιστοσύνη, προσωπικά και πολιτικά.