Επιμένει σε πρόγραμμα γέφυρα ως την οριστική συμφωνία…
Εν όψει της έκτακτης σύσκεψης του Eurogroup η κυβέρνηση διαμηνύει ότι δε θα δεχτεί την επέκταση του μνημονιακού προγράμματος και θα επιμείνει στο αίτημά της για μια συμφωνία πάνω σε ένα πρόγραμμα – γέφυρα παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ απέρριψε κατηγορηματικά το συγκεκριμένο αίτημα με δηλώσεις του στη Χάγη.
Συγκεκριμένα, κυβερνητικοί κύκλοι σημειώνουν ότι «αρχικός στόχος» της κυβέρνησης είναι ένα πρόγραμμα – γέφυρα που θα διασφαλίσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του δημοσίου μέχρι τη σύναψη οριστικής συμφωνίας με τους ευρωπαίους εταίρους. Όπως τονίζουν η πρόταση αυτή είναι λογική καθώς θα ήταν παράλογο να περιμένει κανείς ότι μέσα σε λίγες μέρες θα βρεθεί λύση κι επιπλέον πρόκειται για μια πρόταση που δε δημιουργεί κόστος στους εταίρους και κατά συνέπεια δεν επιβαρύνει τους ευρωπαίους φορολογούμενους.
Για να υπάρξει μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία, η κυβέρνηση επιμένει ότι απαιτείται χρόνος για διαπραγμάτευση ο οποίος εξασφαλίζεται μέσα από ένα τέτοιο πρόγραμμα – γέφυρα. Αυτό, λένε κυβερνητικές πηγές, δε θα συνιστά ένα νέο Μνημόνιο, με όρους, αξιολογήσεις κτλ, «αλλά μια επίσημη αποτύπωση της βούλησης όλων των πλευρών για διαπραγμάτευση χωρίς πιέσεις και εκβιασμούς» και άρα θα περιλαμβάνει ως βασικό όρο ότι «καμία πλευρά δεν θα προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες».
Μετά το πρόγραμμα – γέφυρα η Ελλάδα θα καταθέσει τις οριστικές προτάσεις της για ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής που θα αποτυπώνει τους στόχους της κυβέρνησης για τα δημόσια οικονομικά τα επόμενα 3-4 χρόνια (ύψος πλεονάσματος, διάρθρωση εσόδων – δαπανών κτλ) και πάνω στο οποίο θα στηριχτούν οι προϋπολογισμοί της επόμενης τετραετίας.
Παράλληλα, η κυβέρνηση θα υποβάλει ένα νέο εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά και τις μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, «που θα εμπεδώνουν μια νέα σχέση κράτους – οικονομίας, κράτους – κοινωνίας».
Τέλος, η ελληνική κυβέρνηση σταθερά διαμηνύει ότι απορρίπτει την εναπομείνασα δόση του υφιστάμενου προγράμματος διεκδικεί ωστόσο το 1,9 δις «που οφείλουν να επιστρέψουν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελων από τα κέρδη που είχαν από τη διακράτηση ελληνικών oμολόγων (προγράμματα SMP και ANFA)» κι επιπλέον απαραίτητο να της δοθεί η δυνατότητα έκδοσης εντόκων γραμματίων πέρα από το όριο των 15 δις, ώστε να καλύψει τυχόν έκτακτες ανάγκες.