Του Δημήτρη Τρωαδίτη
”Μπροστά στη ράχη της Σερίφου, όταν ανεβαίνει ο ήλιος, τα πυροβόλα όλων των μεγάλων κοσμοθεωριών, παθαίνουν αφλογιστία.”
Οδυσσέας Ελύτης
Αυτές τις μέρες θυμόμαστε την αιματοβαμμένη απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου, τον Αύγουστο του 1916. Οι μεταλλωρύχοι του νησιού μετά από δεκαετίες άγριας εκμετάλλευσης και απαξίωσης από τους εργοδότες –που ήταν στην ουσία και οι κύριοι ολόκληρου του νησιού-, την οικογένεια Γρώμμαν, αποφάσισαν να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους και να απαιτήσουν τα αυτονόητα, δηλαδή οκτάωρη εργασία και καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Η σημασία αυτής της απεργίας δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι υπήρξε ένα γεγονός του γενικότερου κοινωνικού κινήματος που οργανώθηκε και καθοδηγήθηκε χωρίς καμία άνωθεν συνδικαλιστική και κομματική παρέμβαση ή ντιρεκτίβα –άλλωστε οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα δεν υπήρχε ακόμα το 1916 στον ελλαδικό χώρο- αλλά και στο ότι για πρώτη φορά στα συνδικαλιστικά αλλά και κοινωνικά χρονικά της χώρας, οι απεργοί κατάργησαν την τοπική εξουσία αντικαθιστώντας την με μια επιτροπή η οποία διευθετούσε τις καθημερινές υποθέσεις των απεργών και των κατοίκων.
Μια κατάσταση την οποία, όπως ήταν φυσικό, δεν ανέχθηκε για πολύ η τότε κυβέρνηση που έστειλε ένα ισχυρό και καλά εξοπλισμένο σώμα χωροφυλακής για να καταστείλει την εξέγερση και να αποκαταστήσει την τεθείσα κοινωνική τάξη. Ένας άλλος άκρως σημαντικός παράγοντας ο οποίος καθόρισε εν πολλοίς την εν λόγω απεργία και εξέγερση καθιερώνοντάς την στο πάνθεον των αδιάλλακτων, επαναστατικών αγώνων, από τους οποίους μπορούμε ακόμα και σήμερα να αντλούμε διδάγματα, είναι ότι, παρά τη σύγκρουση, τις δολοφονίες εργατών, τις συλλήψεις και τις φυλακίσεις, οι εργάτες ήταν, τελικά, αυτοί που εξήλθαν νικητές, μιας και τα περισσότερα από τα αιτήματά τους ικανοποιήθηκαν.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Σέριφος –το 146 π.χ. μαζί με τα υπόλοιπα εδάφη της Ελλάδας πέφτει στα χέρια των Ρωμαίων, οι οποίοι, λόγω του ότι είχε συμμαχήσει με τον Μιθριδάτη Στ εναντίον τους, την κατέστρεψαν ολοσχερώς (88 π.χ.). Αυτό το γεγονός ήταν η έναρξη μιας μακράς περιόδου παρακμής, κατά την διάρκεια της οποίας το νησί χρησιμοποιείται ως τόπος εξορίας. Το νησί υπήρξε ονομαστός αμπελόκηπος από την αρχαιότητα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν και οι καλλιέργειες σταδιακά εγκαταλείφθηκαν, αρχικά λόγω της απασχόλησης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού του νησιού στα μεταλλεία του νησιού και, αργότερα, λόγω της αστυφιλίας και της τουριστικής ανάπτυξης. Όμως, αυτό για το οποίο γίνεται η Σέριφος γνωστή είναι τα μεταλλεία της. Στο Λαογραφικό Μουσείο του νησιού (στην Κάτω Χώρα) εκτίθενται, εκτός των άλλων, δείγματα μεταλλευμάτων σπουδαίας σημασίας. Στην Άνω Χώρα βρίσκεται και η “Αρχαιολογική Συλλογή” με διάφορα εκθέματα και δείγματα μεταλλευμάτων.
ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ
Η ιστορία της μεταλλευτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα αρχίζει περίπου το 1850 όταν επιχειρείται μία προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οικονομίας, με την προτεραιότητα να δίνεται στην εκμετάλλευση των μεταλλευμάτων. Το 1861 θεσπίζεται η πρώτη μεταλλευτική νομοθεσία, που τροποποιείται το 1867 και καθορίζει τους όρους παραχωρήσεων μεταλλείων σε ιδιώτες. Ένας «μεταλλευτικός πυρετός» καταλαμβάνει την μικρή Ελλάδα και επεκτείνεται στους Έλληνες κεφαλαιούχους του εξωτερικού και σε ξένους επενδυτές. Χαρακτηριστική για τον «μεταλλευτικό πυρετό» είναι και η ακόλουθη είδηση που δημοσιεύεται στις 20 Σεπτεμβρίου του 1901 στην εφημερίδα «Σκριπ»:
Μεγάλη κίνησις γίνεται δια την επικείμενην συνεδρίασιν του Μεταλλευτικού Συμβουλίου. Όλοι ζητούν μεταλλεία. Ο μετριόφρων μάλιστα επιχειρηματίας, ο οποίος υπέβαλεν αίτησιν να του παραχωρηθή προς εκμετάλλευσιν όλη η Αμοργός φαίνεται ότι δεν υποστηρίζεται από τον ελληνικόν στόλον αφού καταλαμβάνει τας νήσους του Αιγαίου. Ιδού επάνω κάτω ποία μέρη ζητούν εκμετάλλευσιν οι υποβαλόντες αιτήσεις: Την Αμοργόν, την Λέσβον, την Μυτιλήνην, την Σάμον, την Κρήτην και την Κύπρον. Το Μεταλλευτικόν Συμβούλιον απήντησεν εις τους δικαιούχους ότι δεν δύναται να δώση αδείας, σεβόμενον το δόγμα της Τουρκικής ακεραιότητος.
Μία παρόμοια ατμόσφαιρα με εκείνη της Σερίφου υπήρχε και στο Λαύριο με τον Ιταλό Σερπιέρι, ο οποίος έφτασε το 1863 στην Ελλάδα έχοντας ήδη υπόψη του τις μελέτες του μεταλλειολόγου Ανδρέα Κοδέλλα για τα μεταλλεία του Λαυρίου, και αγοράζει από την κοινότητα Κερατέας και την μονή Πεντέλης γη 10 χιλιάδων στρεμμάτων και έναν χρόνο μετά ιδρύσει την εταιρεία Roux Serpieri Fressynet CE. Ο Σερπιέρι υπήρξε σκληρός εκμεταλλευτής των εργατών και των μεταλλωρύχων του Λαυρίου.
Το 1876, ιδρύει την «Γαλλική Εταιρεία» (Compagnie Francaise des Mines du Laurium) εκμεταλλευόμενος όλο το υπέδαφος της Λαυρεωτικής, η οποία σταμάτησε να υφίσταται μόλις το 1982. Μάλιστα υπό καταπιεστικούς όρους, 12 χρόνια μετά τον θάνατο του Ιταλού Σερπιέρι, οι διάδοχοί του αναγκάζουν τους μεταλλωρύχους με δικά τους χρήματα να στήσουν άγαλμα του Σερπιέρι στην κεντρική πλατεία. Οι μεταλλωρύχοι λέγεται ότι αναζήτησαν τότε τον σατυρικό ποιητή Γεώργιο Σουρή για να γράψει και να δημοσιεύσει κάτι επί του θέματος με τον γνωστό καυστικό του τρόπο. Εκείνος έγραψε μερικά τετράστιχα τα οποία οι εργάτες χρησιμοποίησαν, τοποθετώντας τους κρυφά στη βάση του αγάλματος κατά την ημέρα των εγκαινίων του επιβλητικού αγάλματος, ενώ άδειασαν και σακούλες με περιττώματα πάνω στο άγαλμα. Εφόσον λοιπόν τραβήχτηκε το σεντόνι σε έκπληξη όλων εκθειάστηκαν δημόσια η καυστική ωδή του Γεώργιου Σουρή και ο βανδαλισμός του αγάλματος έναντι των παραβρισκόμενων. Να το ποίημα του Γ. Σουρή:
Τι μας θωρείς ακίνητος και δεν μας κατουράς αφού και ανδριάντα σε αξίωσε η Ελλάς Δέξου λοιπόν ω Βαπτιστά ευγνωμοσύνης δώρο ξερό σκατό κοπανιστό και από Λαυριώτη κώλο.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητή η ανάγκη της ενσυνείδητης αντίδρασης των εργατών μεταλλωρύχων της εποχής σε όλες τις βάσεις ανά την Ελλάδα, καθότι το πρόβλημα ήταν σχεδόν παντού το ίδιο και οι καταστάσεις το ίδιο δύσκολες και απάνθρωπες. Ένα γλαφυρό παράδειγμα είναι αυτό που περιγράφεται σε δημοσίευση της εφημερίδας «Ριζοσπάστης» στις 8 Απρίλη 1934: Κοντά στην Αμοργό, σ’ ένα νησάκι που λέγεται Μάκαρες, είναι μεταλλείο που το εκμεταλλεύεται μια εταιρία Ρεπουζάκου, Σούλη, Παυλίδου. Οι εργάτες ούτε γιατρό έχουν, ούτε σπίτι για να μένουν. Τους σηκώνουν κάθε πρωί από τις 4.30 τη νύχτα και δουλεύουν εξαντλητικά ως το βράδυ, 14 και 16 ώρες την ημέρα. Κι όλ’ αυτά για 40 δραχμές μεροκάματο. Οι τσίγκοι στα καλύβια, που έχουν πρόχειρα κατασκευάσει, πέφτουν με τον αέρα. Οι εργάτες είναι υποχρεωμένοι να τρώνε τα νεροζούμια και το βρώμικο κρέας, που μόνο κάθε 15 μέρες βλέπουν. Το νερό είναι δηλητηριασμένο γιατί το παίρνουν από μια στέρνα γεμάτη ποντίκια. Ο διευθυντής Μπέης έχει εφαρμόσει ένα τρομοκρατικό καθεστώς. Όλ’ αυτά κάνουν τη ζωή των εργατών ανυπόφορη και πολλοί αναγκάζονται να φεύγουν. Έχουν όμως τη δύναμη να καλυτερέψουν τη ζωή τους όταν συσσωματωθούν και βγάλουν μια επιτροπή αγώνα για να διεκδικήσουν αύξηση μεροκάματου σε 100 δραχμές την ημέρα, οχτάωρο, κατάπαυση της τρομοκρατίας, ιατρική περίθαλψη, συντάξεις σε περίπτωση ατυχήματος κλπ.
ΣΤΗ ΣΕΡΙΦΟ
Οι μεταλλωρύχοι της Σερίφου εργάζονταν στο εσωτερικό της γης σαν σκλάβοι από το πρωί έως το βράδυ. Στο τέλος της μέρας, ο καθένας τους σήκωνε ένα βαρύ φορτίο με μετάλλευμα και το πήγαινε μια ώρα δρόμο στην πλάτη, για να το ανταλλάξει με ένα κομμάτι ψωμί. Tα μεταλλεία της Σερίφου ήσαν ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης της ίδιας γαλλικής εξορυκτικής εταιρίας που κατείχε και εκμεταλλευόταν και τα μεταλλεία Λαυρίου. Tο 1880 ο Γερμανός Aιμίλιος Γρώμμαν, ανέλαβε νέος διευθυντής των μεταλλείων και άρχισε να τρομοκρατεί τους εργάτες, πιέζοντάς τους να εργάζονται ασταμάτητα, να βγάζουν όσο το δυνατόν περισσότερη ποσότητα μεταλλεύματος για να εξαχθεί περισσότερο σίδηρο από την υψικάμινο. Όσοι αντιστέκονταν έχαναν την εργασία τους.
Tο 1912 τα μεταλλεία απέκτησαν νέο διευθυντή και διαχειριστή, τον Γεώργιο Γρώμμαν, γιο του προηγούμενου. Στο εργατικό δυναμικό προστέθηκαν, επίσης, νέοι μεταλλωρύχοι, που έφθασαν από άλλα μέρη, κυρίως από τη Mήλο. Mερικοί από τους νεοφερμένους μεταλλωρύχους όμως εμφορούνταν από σοσιαλιστικές ιδέες και έτσι άρχισε μια σοσιαλιστική και συνδικαλιστική ζύμωση στη Σέριφο. Συγκροτήθηκε μια επιτροπή, η οποία πήγε στο Γρώμμαν και του είπε ότι οι μεταλλωρύχοι έπρεπε να εργάζονται οκτώ ώρες και όχι δώδεκα ή δεκατέσσερις ώρες που εργάζονταν έως τότε. Αυτός τους είπε ότι μόνο με σωματείο, το οποίο θα λειτουργούσε με βάση εγκεκριμένο καταστατικό, μπορούσε να συζητήσει, κάτι που οι μεταλλωρύχοι δεν διέθεταν μέχρι τότε. Ταυτόχρονα, απέλυσε μια ομάδα εργατών και άρχισε την τρομοκρατία και την εντατικοποίηση της παραγωγής. Απέδειξε έτσι ότι ήταν πολύ πιο σκληρός και αδιάφορος για την ασφάλεια και τη ζωή των εργατών από τον πατέρα του και γρήγορα έγινε αρκετά μισητός στους μεταλλωρύχους, αλλά και στο νησί ολόκληρο.
Δίπλα στο μεταλλείο είχε χτίσει κάποιες άθλιες παράγκες, στις οποίες διαβιούσαν κάτω από άσχημες συνθήκες 1.000 περίπου εργάτες. Tον Ιούνιο του 1916 εμφανίστηκε και εγκαταστάθηκε στο νησί ο (τότε) αναρχοσυνδικαλιστής, Kωνσταντίνος Σπέρας, Σεριφιώτης, τελειόφοιτος του Λεοντείου Λυκείου Aλεξάνδρειας της Αιγύπτου, πολυταξιδεμένος, μορφωμένος και μέλος της διοίκησης του Eργατικού Kέντρου Πειραιά, από τα ιδρυτικά μέλη του Εργατικού Κέντρου (ΕΚΑ), που τον Μάρτη του 1914 συμμετείχε στην μεγάλη καπνεργατική απεργία της Καβάλας, η οποία επεκτάθηκε στη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις και πήρε επαναστατικό χαρακτήρα, και που συνελήφθη και στάλθηκε στις φυλακές Τρίπολης.
Ο Σπέρας με την άφιξή του οργάνωσε τους μεταλλωρύχους σε σωματείο και επεξεργάστηκε ένα Καταστατικό που αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί παράδειγμα επαναστατικού, διεθνιστικού, εργατικού ντοκουμέντου, μιας και για πρώτη φορά στα ελλαδικά χρονικά διακηρύσσεται ότι στόχοι του Σωματείου είναι:
α) Η αδελφική συνένωσις και αλληλεγγύη των Eργατών Mεταλλευτών Σερίφου προς εξύψωσιν της ηθικής, της οικονομικής και της επαγγελματικής καταστάσεώς των.
β) Η επιδίωξις της ελαττώσεως των ωρών εργασίας και της αυξήσεως του ημερομισθίου, της συνάψεως συνολικών συμβάσεων εργασίας δια τα μέλη του δωρεάν και γραφείον παροχής δικηγορικών συμβουλών δωρεάν.
γ) Η αλληλεγγύη με τους ωργανωμένους εργάτας όλης της Eλλάδος και όλου του κόσμου, δια την άμυναν υπέρ των εργατικών δικαίων και την καταπολέμησιν της εκμεταλλεύσεως από το κεφάλαιον, με τον τελικόν σκοπόν να δημοσιοποιηθούν τα μέσα της παραγωγής να γίνουν τα εκ της εργασίας αγαθά αποκλειστική απολαυή των παραγωγών των και να παύση η εκμετάλλευσις του ανθρώπου από τον όμοιόν του… Και τελείωνε: «…Tο ατομικόν συμφέρον ευρίσκει ο εργάτης όχι εις την κολακίαν του κεφαλαίου, αλλά εις την σύμπραξίν του με άλλους εργάτας.» Κωνσταντίνος Σπέρας
Mε την ίδρυση του σωματείου και την επικύρωση του Καταστατικού του, ο Kώστας Σπέρας προέβη σε διάβημα προς το Υπουργείο Eθνικής Oικονομίας για τις άθλιες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης και για το εξοντωτικό ωράριο εργασίας, προειδοποιώντας ότι θα κηρυχθεί γενική απεργία στο νησί αν δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματα αυτά. Όταν, όμως, διαπίστωσε ότι το Υπουργείο, η γαλλική εταιρία και ο Γ. Γρώμμαν συνέπλεαν και συνεργάζονταν, στις 7 Aυγούστου 1916 κηρύχθηκε γενική απεργία στη Σέριφο. Kαταργήθηκαν οι τοπικές αρχές και οι εργάτες πήραν στα χέρια τους την καθημερινή τους ζωή, μέσω ενός άμεσα ανακλητού εργατικού συμβουλίου που συντόνιζε όλες τις ασχολίες.
Kαι, βέβαια, το κράτος δεν ανέχθηκε για πολύ αυτή την κατάσταση και έστειλε ένα σώμα χωροφυλακής για να καταστείλει τους εργάτες. O επικεφαλής του σώματος αυτού, μοίραρχος Xρυσάνθου, νόμιζε ότι θα είχε να κάνει με μια εύκολη υπόθεση. Όταν το σώμα της χωροφυλακής αποβιβάστηκε στο λιμάνι του νησιού, κατευθύνθηκε προς το Mεγάλο Λιβάδι όπου βρίσκονταν οι απεργοί. Στη διαδρομή ο Χρυσάνθου τρομοκρατούσε τους πάντες. Mόλις έφτασε στο Mεγάλο Λιβάδι, συνεννοήθηκε με κάποιους υπαλλήλους και μπράβους του Γ. Γρώμμαν -ο ίδιος ο Γρώμμαν απουσίαζε τότε από το νησί- και στη συνέχεια κάλεσε τον K. Σπέρα και το Δ.Σ. του Σωματείου για διαπραγματεύσεις. Aντί όμως γι’ αυτό, τους συνέλαβε και τους κλείδωσε σε ένα δωμάτιο.
Στη συνέχεια, παρέταξε τους χωροφύλακες σε θέση μάχης απέναντι τους συγκεντρωμένους μεταλλωρύχους, δίνοντάς τους προθεσμία πέντε λεπτών να διαλυθούν. Tαυτόχρονα, με το πιστόλι του σκότωσε εν ψυχρώ το μεταλλωρύχο, Θεμιστοκλή Kουζούπη.
Θεμιστοκλής Κουζούπης
Αμέσως εκτυλίχθηκε και γενικεύτηκε μια πραγματική μάχη, με τους χωροφύλακες να πυροβολούν και τους εργάτες να μάχονται με πέτρες, ξύλα και οτιδήποτε άλλο έβρισκαν μπροστά τους. Απεργοί επιτέθηκαν στον αστυνόμο Σερίφου Ιωάν. Τριανταφύλλου, με βαριές πέτρες και τον πέταξαν στη θάλασσα. Αλλά η περισσότερη λύσσα των απεργών κατευθύνθηκε στον υπομοίραρχο Χρυσάνθου, ο οποίος σκοτώθηκε αφού τον γκρέμισαν από την προβλήτα.
Η συμπλοκή συνεχίστηκε με τους ανθρώπους της εργοδοσίας και τους χωροφύλακες να πυροβολούν σε ό,τι εκινείτο. Έτσι, στην εξέλιξη των συγκρούσεων σκοτώθηκαν τρεις ακόμα εργάτες, οι Mιχάλης Zωΐλης, Mιχάλης Mητροφάνης και Γιάννης Πρωτόπαπας. Οι απεργοί όμως έφτασαν μέχρι τα γραφεία της μεταλλευτικής εταιρίας και απελευθέρωσαν τον Σπέρα και τους άλλους συναδέλφους τους που είχαν συλληφθεί και κρατούνταν. Ο τελικός απολογισμός των συγκρούσεων ήταν τέσσερις απεργοί και τρεις χωροφύλακες νεκροί και σχεδόν οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στην απεργία τραυματίες. Εντούτοις, το σωματείο πέτυχε την αύξηση των ημερομισθίων, την καθιέρωση οκταώρου για τις υπόγειες εργασίες και τον έλεγχο του υποτυπώδους ασφαλιστικού ταμείου αυτοβοηθείας.