Η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που προκάλεσε τις αντιδράσεις του αμερικανικού παράγοντα το τελευταίο διάστημα, ήταν η ψήφιση του ν. 4322/2015 και η κατάργηση των καταστημάτων κράτησης τύπου Γ’ και άλλων διατάξεων που συνδέονται με τους καταδικασθέντες για τρομοκρατικές πράξεις.
Το ελληνικό Γκουαντάναμο επιβλήθηκε με τις εξοντωτικές και απάνθρωπες διατάξεις του ν. 4274/2014 που προέβλεπαν για τους καταδικασθέντες με το άρθρο 187Α’ ΠΚ μη χορήγηση υφ’ όρον απόλυσης πριν την συμπλήρωση 20 ετών στο σωφρονιστικό κατάστημα, περιορισμό στις επισκέψεις συγγενών, τηλεφωνικής, τηλεγραφικής ή επιστολικής επικοινωνίας, κατάργηση χορήγησης αδειών κ.α.
Τα ΜΜΕ έπαιξαν και σήμερα το ίδιο βρώμικο παιχνίδι που έπαιξαν και στο παρελθόν καλλιεργώντας συστηματικά τον «τρόμο» στους πολίτες. Με κάλπικα δημοσκοπικά ερωτήματα του τύπου «συμφωνείτε με την αποφυλάκιση του Χ τρομοκράτη;» προβάλουν την εκ των προτέρων γνωστή απάντηση της κοινής γνώμης ως λαϊκή απαίτηση. Λες και θα διέφερε το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης εάν στη θέση του Χ τρομοκράτη έβαζαν κάποιον άλλον κρατούμενο για πράξεις όπως διακίνηση ναρκωτικών, βιασμό, ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων, ανθρωποκτονία κλπ. Τα δικαιώματα που ισχύουν για όλους τους καταδικασθέντες για κακουργήματα, στην περίπτωση των καταδικασθέντων για τρομοκρατικές πράξεις αίρονται και ισχύει ο νόμος της ρωμαϊκής αρένας.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 επινοήθηκε η «τρομοκρατία» ως ο νέος αδιόρατος εχθρός για τον πλανήτη, τόσο απροσδιόριστος και εσκεμμένα ρευστός, ώστε να χωράει στις πολιτικές επιλογές των Η.Π.Α. και της Ε.Ε. ανά πάσα στιγμή. Προτάθηκε πλέον ανοιχτά η νομιμοποίηση ενός εξαιρετικού ποινικού δικαίου, ενός «δικαίου του εχθρού» που θα αντιμετωπίζει τον δράστη όχι ως πρόσωπο επανεντάξιμο στην κοινωνία μέσω της ποινής, αλλά ως εχθρό που πρέπει να καταπολεμηθεί. Σαν έτοιμη από καιρό η ΕΕ εξέδωσε την απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της 7-12-2001 και εν συνεχεία την απόφαση πλαίσιο «2002/475/ΔΕΥ της 13-6-2002» διαγράφοντας το αξιόποινο της τρομοκρατίας και ακολούθησε στο εσωτερικό μας δίκαιο η ψήφιση του άρθρου 187Α’ ΠΚ. Τα πολιτικά προτάγματα ήταν τόσο αξεπέραστα που η θύελλα διαμαρτυριών και αντιρρήσεων σε επιστημονικό επίπεδο περιορίστηκε στον κλειστό χώρο των νομικών και δεν έφτασε σε γνώση της χειραγωγούμενης από τα ΜΜΕ ελληνικής κοινωνίας.
Το άρθρο 187Α’ ΠΚ οριοθετεί το τρομοκρατικό έγκλημα με δύο στοιχεία: ένα αντικειμενικό, που είναι η δυνατότητα να προκληθεί σοβαρή βλάβη στη χώρα ή ένα διεθνή οργανισμό και ένα υποκειμενικό, δηλαδή τον σκοπό του δράστη να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό, να εξαναγκάσει μια δημόσια αρχή ή να καταστρέψει θεμελιώδεις δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού.
Δημιουργήθηκε λοιπόν εύλογα ο προβληματισμός, πότε μπορεί να δημιουργηθεί σοβαρός κίνδυνος για μια χώρα; Ασφαλώς σοβαρή προσβολή του κράτους είναι εκείνη που αμφισβητεί την ίδια την υπόστασή του, όπως το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Μια εγκληματική πράξη ωστόσο που στρέφεται κατά πολιτικού ή οικονομικού παράγοντα ή κατά άλλου θεσμικού εκπροσώπου έλληνα ή ξένου δεν μπορεί πειστικά να υποστηριχθεί ότι είναι σε θέση να δημιουργήσει κίνδυνο για το πολίτευμα ή για τη διεθνή υπόσταση της χώρας. Αυτό αποδείχθηκε εξάλλου και στην πράξη αφού μετά τις δολοφονίες που διέπραξαν διάφορες οργανώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ποτέ δεν αποσταθεροποιήθηκε κανένα πολίτευμα, ούτε τραυματίστηκαν ανεπανόρθωτα οι διακρατικές σχέσεις εξ αυτού του λόγου.
Η οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών και οι πολιτικές εκφάνσεις αυτής της αλληλεξάρτησης έχουν τόσο στέρεα θεμέλια που δεν μπορούν να υποστούν κλυδωνισμούς από οποιαδήποτε πράξη ατομικής τρομοκρατίας. Για το πόσο επικίνδυνη είναι η χρήση μιας τέτοιας ασαφούς έννοιας («σοβαρός κίνδυνος για τη χώρα») επισημάνθηκε ορθά κατά την σχετική συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή στις 24-6-2004, ότι στο άρθρο 187Α’ ΠΚ θα μπορούσαν δυνητικά να υπαχθούν και περιπτώσεις όπως η διατάραξη ασφάλειας των συγκοινωνιών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων, όταν συμπέσουν με γεγονότα όπως διεθνείς αθλητικές εκδηλώσεις, Συμβούλια Υπουργών ΕΕ κλπ Αλλά και το υποκειμενικό στοιχείο της διάταξης είναι επικίνδυνα ακαθόριστο. Ποιες είναι εκείνες οι θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές και οικονομικές δομές που πρέπει να καταστραφούν ή να βλαβούν σοβαρά από την τρομοκρατική ενέργεια; Και από την άλλη μεριά πώς εκδηλώνεται και πώς καλλιεργείται ο «σοβαρός εκφοβισμός» και από ποιους αποτελείται αυτός ο «πληθυσμός»;
Η καλλιέργεια σοβαρού φόβου στους πολίτες για τη ζωή ή τη σωματική τους ακεραιότητα είναι πλέον το ευκολότερο έργο για τα μέσα ενημέρωσης. Ο εκφοβισμός, όπως συνήθως λέγεται, πρέπει να απευθύνεται σε έναν αόριστο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι πρέπει να είναι έμφρονες. Το ζητούμενο βέβαια είναι άλλο: ο φόβος των εμφρόνων ανθρώπων να εδράζεται σε αντικειμενικά στοιχεία και ψύχραιμες αξιολογήσεις και να μην αποτελεί προϊόν τρομο-υστερίας βασιζόμενης αποκλειστικά στην ψυχολογία των μαζών.
Έτσι ανακύπτει λογικά το ερώτημα: Τα αδικήματα που διέπραξαν οι εγχώριες οργανώσεις (17Ν, ΕΛΑ, Πυρήνες της Φωτιάς κλπ) θα μπορούσαν αντικειμενικά να προκαλέσουν σοβαρό φόβο σε αόριστο κύκλο ανθρώπων; Ο κύκλος των προσώπων εναντίον των οποίων στρέφονταν (πολιτικοί, επιχειρηματίες, ξένοι ακόλουθοι, δικαστικοί, αστυνομικοί) είναι ωστόσο ένα μικρό υποσύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Μεγαλύτερο φόβο στην κοινωνία δεν ασκούν αλήθεια οι έμποροι ναρκωτικών που συλλαμβάνονται με εκατοντάδες κιλά ναρκωτικών ουσιών και οδηγούν σε βέβαιο θάνατο χιλιάδες νέους όλων των κοινωνικών τάξεων; Μια εταιρία δολοφόνων μπορεί να έχει τελέσει πολύ περισσότερες ανθρωποκτονίες σε σχέση με μια τρομοκρατική οργάνωση. Γιατί λοιπόν γι’ αυτούς δεν ισχύουν οι ίδιες «δρακόντειες» διατάξεις που ισχύουν για τους εγκληματίες του άρθρου 187Α’ ΠΚ; Για ποιο λόγο τα ευεργετήματα των κατά καιρούς ποινικών νομοθετημάτων (άδειες κρατουμένων, υφ΄ όρον απολύσεις κλπ) δεν τίθενται σε αμφισβήτηση όταν αφορούν όλες τις λοιπές (πλην του άρθρου 187Α’ ΠΚ) κατηγορίες καταδικασθέντων;
Διαφαίνεται έτσι ξεκάθαρα «η επιθυμία του νομοθέτη να καταστεί διακριτή η απαξία των τρομοκρατικών ενεργειών έναντι όλων των υπόλοιπων αξιόποινων πράξεων αντίστοιχης ή και μεγαλύτερης βαρύτητας». Τα αίτια αυτής της στρατηγικής επιλογής είναι πολλά και εδράζονται στην εκτίμηση διαφορετικών παραμέτρων. Η αρχική αντιτρομοκρατική πολιτική των δεκαετιών 1970 και 1980 είχε ως αντικειμενικό έρεισμα την διαίρεση και αποσύνθεση των κινηματικών δυνάμεων του 1968. Η ενδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος και ο εργατικός ριζοσπαστισμός τη δεκαετία του 1970 που έφτασε στην «αντικοινωνική» πολιτική των «συντεχνιών» στις αρχές της δεκαετίας του 1990 γέννησε νέους εχθρούς, τους απεργούς ως φορείς μιας διάχυτης «κοινωνικής τρομοκρατίας». Σήμερα πλέον ως «τρομοκρατική» θεωρείται κάθε πρακτική μαχητικής κοινωνικής αντίστασης είτε προέρχεται από άτομα είτε από κράτη που δεν συντάσσονται με τις επιλογές των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Η νομιμοποιητική δύναμη του δικαίου στις διεθνείς σχέσεις ξεπεράστηκε από το δόγμα «ή μ’ εμάς ή μ’ αυτούς». Εσωτερικός και εξωτερικός εχθρός έχουν πια ταυτιστεί και αποτελούν τη νομιμοποιητική βάση για μια ουσιαστική και γενικευμένη περιστολή των ατομικών ελευθεριών όλων των πολιτών. «Τρομοκράτης» έτσι χαρακτηρίζεται και αυτός που μάχεται εναντίον δικτατορικού καθεστώτος, ενώ αντίθετα «μαχητές της ελευθερίας» και άρα λαϊκοί ήρωες θεωρούνται και τα μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης «Δεξιός Τομέας» στην Ουκρανία που ανέτρεψαν τον νόμιμα εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας, σε μια προκλητική αναντιστοιχία ηθικής και χαρακτηρισμού της πράξης, με μοναδικό γνώμονα κάθε φορά το μέτρο εξυπηρέτησης των συμφερόντων των διεθνών ιμπεριαλιστικών κέντρων.
Στο πλαστό δίλημμα Ασφάλεια ή Δημοκρατία και Ελευθερία οι πολίτες του δυτικού κόσμου συναίνεσαν «έντρομοι» να εγκαταλείψουν βασικές ατομικές ελευθερίες τους για χάρη μιας κρατικής «προστασίας» της ζωής και της περιουσίας τους που υποτίθεται ότι κινδυνεύουν από παρανοϊκούς τρομοκράτες. Η μεθοδευμένη άσκηση «κρατικού φόβου» διαχέεται παντού και απονομιμοποιεί οποιαδήποτε φωνή ή άποψη αντιτάσσεται στην «τρομοϋστερία» και στο ζήτημα παραβίασης δικαιωμάτων των κρατουμένων, ταυτίζοντάς την με άποψη «συμπαθούσα την τρομοκρατία».
Στο οπλοστάσιο του κρατικού μηχανισμού ανήκουν πλέον: 1ον) τα ειδικά ανακριτικά μέτρα του άρθρου 253Α’ ΠΚ (ανακριτική διείσδυση, ελεγχόμενες μεταφορές, άρση απορρήτου, καταγραφή δραστηριότητας εκτός κατοικίας με συσκευές ήχου και εικόνας) που δημιουργούν μια ευρεία ζώνη δυνητικής συστηματικής παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων, βασισμένη όχι στην έννοια του κατηγορουμένου αλλά του υπόπτου, 2ον) ο παραμερισμός των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και η ανάθεση αποκλειστικής αρμοδιότητας στα Εφετεία Κακουργημάτων, με τρόπο ώστε να αποκοπεί η τρομοκρατία από το πολιτικό έγκλημα και να αδρανοποιηθούν οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 και 97 παρ. 1, 3ον) η κάμψη της αρχής της δημοσιότητας των συγκεκριμένων δικών.
Είναι πλέον ευκαιρία μετά την κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου να ακολουθήσουν και άλλα βήματα προς την κατεύθυνση της δημοκρατικοποίησης του ποινικού δικαίου και της επανόδου σε μια εποχή πλήρους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Του Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ – Προέδρου Πρωτοδικών
Μέλους του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων