Από τον Μιχάλη Καλούπη
18.475.
Αυτός ήταν ο μαγικός αριθμός μου.
Διάβασμα, βενζίνες για τα ιδιαίτερα, ασκήσεις, κόντρα φροντιστήρια, λεφτά από δω, λεφτά από κει, Γαλλικά και Αγγλικά, βοηθήματα – οι δικοί μου από τη σκοπιά τους μου προσέφεραν όσα μπορούσαν για να έχω ένα μέλλον «καλύτερο από το δικό τους» όπως μου λέγανε και θα τους σέβομαι πάντα γι’αυτό, αλλά στο τέλος όλου αυτού του ταξιδιού είχα απομείνει με ένα χαρτάκι που αποτύπωνε τον ακατανόητο αυτό αριθμό.
18.475.
Μόρια λέει.
Ήταν το επικυρωμένο προϊόν μίας πορείας 12 ετών στην σχολική εκπαίδευση, ένας αριθμός που θαρρείς πως περιέκλειε όλο το είναι μου, όλη την προοπτική μου, όλη τη γνώση μου, ήταν το δεύτερο γενετικό μου αποτύπωμα, το DNA της εκπαιδευτικής μου απόδοσης, το εισιτήριο για την ενήλικη ζωή μου.
Μα εγώ ένιωθα σαν ένα αριθμημένο κομμάτι κρέας, ένα ζώο έτοιμο για σφαγή και το κίτρινο ταμπελάκι που κρεμόταν από το αυτί μου έλεγε 18.475, έτσι απλά για να με ξεχωρίζουν.
Τι διάολο είναι αυτά τα μόρια κανείς δε κατάλαβε ποτέ, μα για να προχωράς στη ζωή σου, λέει, τα χρειάζεσαι. Είναι τα μαγικά εφόδια που σε βοηθάνε να ανέβεις βαθμίδες και μισθολογικά τσεκ.
Κι εμείς έπρεπε να τα μαζέψουμε χωρίς να ξέρουμε καν τι είναι και γιατί, καταλαβαίνεις παράνοια;
Επειδή το εκπαιδευτικό σύστημα είναι έτσι στημένο ώστε να προσομοιώνει τον τρόπο ζωής που η εποχή θέλει να επιβάλλει: το αέναο κυνήγι του «παραπάνω». Ίσως αιτία, ίσως και αποτέλεσμα του υπερ-καταναλωτισμού της περιόδου, δε μπορώ να πω με σιγουριά.
Αυτό που μένει αποτυπωμένο κάτω από το σαθρό οικοδόμημα της τεχνοκρατικής γνώσης που λάβαμε στα σχολεία εκτός του «περισσότερο», είναι το ζύγι κι ο διαχωρισμός των ανθρώπων ανάλογα με την ποσότητα εξισώσεων και ολοκληρωμάτων που μπορεί να λύσει κάποιος στις 3 ώρες της εξέτασης ή αναλόγως με το πόσο καλά έχει απομνημονεύσει τα γεγονότα του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Ήδη από το σχολείο οι μαθητές ήταν χωρισμένοι σε «δυνατότερους» και «ασθενέστερους», ακόμα κι αν δε στο έλεγαν το ένιωθες και η αντιμετώπιση των δεύτερων κυρίως ήταν ντροπιαστική.
Σε αυτά τα θέματα το σχολείο λειτουργεί σαν μικρογραφία της κοινωνίας: οι ισχυροί είναι σημαντικότεροι από τους αδύναμους και τους διαχωρίζουμε. Λες και οι αδύναμοι μαθητές που δεν είχαν την ίδια προοπτική του «να μεγαλουργήσουν» σε κάποια σχολή ήταν κατώτεροι, λες και δεν είχαν άλλο τρόπο για να γίνουν χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία.
Να βγάλεις πολλά μόρια και έτσι θα θεωρείσαι ένας καλύτερος άνθρωπος, με περισσότερες γνώσεις, περισσότερη παιδεία, περισσότερο περισσότερο περισσότερο, αυτό είπε η κοινωνία.
Μπρος, αποστήθιση και πράξεις με χαρτί και μολύβι, επειδή θα γίνεις επιστήμονας και δε θα έχεις πρόσβαση σε βιβλιοθήκες αριθμομηχανές και ίντερνετ(;) – ζήτω το 1950.
Μηχανικός υπολογιστών στο Πολυτεχνείο της Πάτρας ήταν η επιλογή που έλαχε σε μένα.
Ακόμα μέχρι και σήμερα δε ξέρω γιατί κι αυτό φάνηκε όταν αποχώρησα μετά από 2 χρόνια γεμάτα αριθμούς και συνδεσμολογίες, πράγματα που ποτέ δε μου άρεσαν και ποτέ δε τα θέλησα, ήταν όμως αρκετά τα μόρια για να πιάσω μια «καλή σχολή» όπως έλεγε ο περίγυρος μου και έτσι λύγισα υπό το βάρος της κοινωνικής πίεσης και της εφηβικής αμάθειας και προς θεού, κανείς δε μου έβαλε μαχαίρι στο λαιμό, δική μου ήταν κατά κύριο λόγο η απόφαση, μονάχα λιγάκι νοθευμένη.
Δε νοιάστηκε όμως να με συμβουλεύσει κανείς πως πέραν της αποκατάστασης, για να τελειώσεις και να γίνεις αποδοτικός στον εκάστοτε τομέα πρέπει να σ’αρέσει κιόλας, μα αυτό δεν ήταν καν άξιο αναφοράς. Εδώ που μεγάλωσα εγώ θεωρείται από πάμπολλους δεδομένο πως θα κάνεις ότι κάνεις με το ζόρι για να βγάζεις λεφτά κι αυτό είναι ότι πιο φυσιολογικό. Η δουλειά πρέπει να είναι αγγαρεία, αλλιώς δεν είναι σωστή δουλειά.
Στο μυαλό του μέσου Έλληνα δεν υπάρχει το ”μου αρέσει η δουλειά μου και την επέλεξα από μόνος μου και την κάνω και με όρεξη”. Συνήθως φυσιολογικό θεωρείται το να καταλήγεις κάπου μετά από διαδοχικές κόντρες και αυξομειώσεις των βάσεων, ότι κάτσει, δε βαριέσαι.
Φεύγοντας από το πολυτεχνείο είπα να σώσω ότι σώζεται, να γίνω δάσκαλος -που ήταν εξαρχής η δεύτερη επιλογή μου- και να αλληλεπιδρώ με παιδικά μυαλά αντί για καλώδια. Τώρα καλώς, κακός, θα δείξει ο χρόνος, δε ξέρω.
Πιο ανθρώπινος όμως σίγουρα. Αυτό ήταν που με τράβηξε. Τουλάχιστον στη δεύτερη σχολή μου είχα ένα κίνητρο και μια επιλογή δική μου. Για τη μουσική που ήταν ανέκαθεν η μεγάλη αγάπη μου ούτε λόγος : «η μουσική δεν είναι δουλειά» έλεγαν όλοι.
Μέχρι τη στιγμή που έκανα το μηχανογραφικό μου δεν ήξερα τι ήθελα από αυτό ή τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Το πνεύμα μέσα στο σώμα μας φίλε μου, δεν τρέφεται μονάχα από αρχαιοελληνική γραμματική, ούτε από μιγαδικούς αριθμούς. Το σχολείο δε σου αφήνει περιθώρια να καλλιεργήσεις την ανθρώπινη πτυχή του χαρακτήρα σου, κι αν δεν αντιδράσεις μέχρι να φτάσεις να τελειώσεις και τις σπουδές σου, είσαι πια ένα αναίσθητο γρανάζι της μηχανής, με συγκεκριμένο ρόλο, συγκεκριμένο σύστημα πεποιθήσεων και προκαθορισμένη πορεία.
Δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ και μη γελάς, είναι πολύ σπουδαίο πράγμα το να αφιερώσεις μία περίοδο ώστε να ακούσεις τη μέσα σου φωνή και να δεις τι στο καλό θες από τη ζωή σου · κι αν πέσεις έξω, πάλι δικιά σου είναι η απόφαση δικιά σου και η ευθύνη, καταλαβαίνεις;
Στο περιβόητο μηχανογραφικό μπαίνεις στο τρυπάκι του : τόσα μόρια μάζεψα, αυτές τις σχολές πιάνω, ας διαλέξω κάτι από αυτά, όσο πιο ψηλά, τόσο καλύτερα. Είναι λίγοι εκείνοι που ξέρουν πραγματικά τι είναι αυτό που θέλουν να κάνουν και πόσο μάλλον λιγότεροι εκείνοι που έχουν την στήριξη για να ακολουθήσουν μία πιο ανορθόδοξη πορεία, μακρυά από επιστήμες με τη συμβατική έννοια, αριθμούς και γραμματισμούς, αυτών που η φύση είναι πιο ελεύθερη, δημιουργική και ρομαντική.
Κανείς δε κάθεται να συζητήσει με το παιδί και να του πει «έλα δω ρε μπαγασάκο, καλά τα κατάφερες μέχρι τώρα αλλά τούτη η ριμάδα η ζωή δικιά σου είναι. Μη περιμένεις από μένα να σου πω τι να κάνεις.
Τι σε ευχαριστεί εσένα; Τι έχεις ανάγκη να κάνεις;
Τι θα θελες να κάνεις για να είσαι χαρούμενος;».
Χαρούμενος.
Αυτή η φαινομενικά ασήμαντη λέξη που δεν έπεσε ποτέ στο τραπέζι σαν παράμετρος, σαν συντελεστής στην απόφαση που θα πάρεις.
Η καλύτερη συμβουλή που έχεις να δώσεις αυτή θα ήταν και δε θα πέσεις έξω.
Γιατί αν η κοσμοθεωρία κάποιου παραλληλίζεται με την απόκτηση ενός πτυχίου και κάποιας πορείας μέσα σε μία επιστήμη, αυτό είναι κάτι που το νιώθει καθένας σαν έμφυτη ανάγκη και θα το κάνει από μόνος του.
Από την άλλη, αν το βλέπει σαν αγγαρεία σου λέω, το πτυχίο είναι το τελευταίο πράγμα που θα του χρειαστεί για να είναι χαρούμενος, για να είναι χρήσιμος άνθρωπος.
Ξέρει καθένας μέσα του τι θέλει να κάνει, αρκεί να τον αφήσουμε.
Σταματήστε να πνίγετε τα παιδιά!