Νικήτας Φεσσάς
Μέσα στην κόλαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δύο Βρετανοί στρατιώτες λαμβάνουν διαταγή να περάσουν μέσα από τις γραμμές του εχθρού που φαίνεται να υποχωρεί, προκειμένου να ενημερώσουν αποκομμένο τάγμα ότι οι Γερμανοί τούς έχουν στήσει παγίδα και πρόκειται να τους αποδεκατίσουν.
Έτσι ξεκινάει μια οδύσσεια, από την οποία ουδείς πραγματικά πιστεύει ότι θα βγουν ζωντανοί.
Μια μίξη των Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν, Δουνκέρκη, και Σταυροί στο Μέτωπο, και με μια πινελιά Idi i smotri, το μπαρουτοκαπνισμένο πολεμικό έπος του Σαμ Μέντες σε βάζει κυριολεκτικά μέσα στα χαρακώματα. Παράλληλα, διεκδικεί το βραβείο για το λιγότερα (εμφανή) κοψίματα στο μοντάζ, επιχειρώντας να σπάσει το ρεκόρ του Ινιαρίτου για το Birdman, και της Ρωσικής Κιβωτού, του Σοκούροφ. Στην πορεία, μοιάζει να έχει καλές πιθανότητες να σπάσει και το ρεκόρ κακουχίας για τους πρωταγωνιστές, αλλά και το ηρωικό κινηματογραφικό συνεργείο.
Από ένα σημείωμα-αφιέρωση στο τέλος, μαθαίνουμε ότι το 1917 είναι βασισμένο στις αφηγήσεις του παππού Μέντες. Και είναι αλήθεια ότι, αν δεν υπήρχε η διευκρίνιση, ενίοτε γίνεται δύσκολο να πιστέψεις το σύνολο όσων διαδραματίζονται στην οθόνη στη διάρκεια των δύο ωρών. Ωστόσο, η ταινία μοιάζει να ισορροπεί μεταξύ ωμού ρεαλισμού (δεν φαίνεται να έγινε εκτενής χρήση ‘green screen’) και ποιητικότητας/μύθου, και να μην έχει πρόβλημα με αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, ο σκηνοθέτης του προηγούμενου James Bond και του αριστουργηματικού O Δρόμος της Απώλειας, επιχειρεί εδώ να σε βάλει κυριολεκτικά μέσα στα χαρακώματα και τις λάσπες, ώστε να νιώσεις, όσο το δυνατόν πιο επώδυνα, ότι βρίσκεσαι εκεί, μαζί με τους αμούστακους πρωταγωνιστές, ότι ματώνεις και αγωνιάς στο πλάι τους.
Τεχνικά η ταινία προσπαθεί να σε εντυπωσιάσει με κάθε τρόπο, κάτι που λογικά θα πρέπει να έκανε τους χειριστές της κάμερας να περάσουν διαβολοβδομάδα, ή μάλλον μήνα/μήνες. Εκτός από την κινηματογράφηση (ο μετρ Ρότζερ Ντίκινς φωτογραφίζει τα απόκοσμα τοπία του πολέμου με τρόπο που παραπέμπει στη δουλειά του στο Blade Runner 2049), σε εξέχουσα θέση βρίσκονται ο σχεδιασμός των σκηνικών, τα στάνταρ παραγωγής, και ο ήχος. Οι δε μουσικές συνθέσεις του Τόμας Νιούμαν, αν και σε σημεία «cheesy», εν τέλει ταιριάζουν με το στυλ και το πνεύμα της ταινίας.
Σε μικρούς, αλλά αξιομνημόνευτους ρόλους υψηλόβαθμων καραβανάδων παρελαύνουν γνωστοί Άγγλοι βετεράνοι ηθοποιοί. Όλοι τους καλοί, αλλά προσωπικά μου έλειπε κάποιος του βεληνεκούς του Άλεκ Γκίνες.
Σε κάθε περίπτωση, πάνω από μία ή δύο σεκάνς κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα, ενώ όταν η ταινία και οι πρωταγωνιστές της (πολύ καλοί οι δύο νεαροί στους βασικούς ρόλους) σταματούν για να πάρουν αναπνοή, παίρνεις κι εσύ μαζί τους—αν και αυτό δεν διαρκεί ποτέ πολύ.
Ωστόσο, μέσα στην καταιγιστική δράση, υπάρχουν στιγμές συγκίνησης – ή προπαγάνδας, όπως το πάρει κανείς. Το 1917 δείχνει σημάδια αντιπολεμικής ταινίας, αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι δεν επιχειρεί καν να πλησιάσει την κυνική αποδόμηση που κάνει ο Κιούμπρικ στο Σταυροί στο Μέτωπο, ή στο Full Metal Jacket. Το 1917 είναι επίσης μακριά από το λυρισμό ταινιών όπως Η Λεπτή Κόκκινη Γραμμή, ή από την ψυχεδέλεια του Αποκάλυψη Τώρα.
Σε αντίθεση με τον μινιμαλισμό και την αφαιρετικότητα που επιστράτευσε ο Νόλαν στη Δουνκέρκη, εδώ συχνά έχουμε εξτραβαγκάντζα, και επίδειξη βιρτουοζιτέ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε κάποια σημεία η μορφή να υπερτερεί του περιεχομένου.
Τι μαθαίνει κανείς μετά το τέλος της ταινίας; Ότι ο πόλεμος είναι απαίσιος, ότι ο συγκεκριμένος πόλεμος ήταν ακόμα χειρότερος, ότι ο πόλεμος κάνει κάποιους ήρωες ακόμα και με το στανιό, και ότι μπορεί να σε κάνει να πεθυμήσεις το σπίτι σου.
Επίσης, σε αντίθεση με άλλες ταινίες του είδους, μάς υπενθυμίζεται ότι (και) σε αυτό τον πόλεμο δεν πολέμησαν μόνο λευκοί.
Τέλος, επιβεβαιώνουμε ότι ο Σαμ Μέντες δεν αρκείται στα λίγα.
Με δυο λόγια: εάν η Μάρβελ έφτιαχνε πολεμική ταινία με σκηνοθέτη επαρκέστατο ημι-auteur, το αποτέλεσμα θα ήταν κάπως έτσι. To 1917 είναι δηλαδή, σε ένα βαθμό, καλοφτιαγμένο και τελευταίας τεχνολογίας ακριβό τρενάκι λούνα παρκ πολεμικών ατραξιόν. Παραδόξως (;) αυτό φαίνεται να είναι και που του «κόβει» ένα αστεράκι.
Το αποτέλεσμα, ωστόσο, παραμένει εντυπωσιακό, το επίτευγμα αξιοθαύμαστο, και το rollercoaster συναισθημάτων που προκαλεί στη/στον θεατή διόλου αμελητέο.
Ουδέν νεότερο από το δυτικό μέτωπο λοιπόν; Κάθε άλλο.
Βαθμολογία 4/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Τρία Αστέρια για τη φιλοξενία