Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό, τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».
Με τα λόγια αυτά ο Οδυσσέας Ελύτης μιλά για τη δημιουργία ενός από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα στην ιστορία της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το Άξιον Εστί ολοκληρώνεται το 1959, ο αντίκτυπός του όμως είναι τόσο μεγάλος, ώστε το 1963 μελοποιείται με θαυμάσιο τρόπο από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Πρόκειται για ένα μακροσκελές ποίημα με δαιδαλώδη αρχιτεκτονική, τα μέρη του οποίου έχουν δομηθεί πάνω στα μέρη της Θείας Λειτουργίας. Αυτό εξάλλου γίνεται φανερό και από τον τίτλο του – η ονομασία προέρχεται από την εικόνα της Παναγιάς ως προστάτιδας του Αγίου Όρους, αλλά παράλληλα αποτελεί και φράση που απαντάται στον επιτάφιο θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής.
Το Άξιον Εστί χωρίζεται σε τρία μέρη: Η Γένεσις (περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου), Τα Πάθη (αφορά τις συμφορές του Ελληνισμού κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου) και Το Δοξαστικό (αφιερωμένο στην ομορφιά της φύσης και στη δύναμη της θρησκείας, με ιδιαίτερες αναφορές στο πρόσωπο της Παναγίας).
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Ελύτης είναι ένα ιδιότυπο κράμα, με στοιχεία ομηρικά, βυζαντινά, επιρροές του Μακρυγιάννη, του Παπαδιαμάντη και του Σολωμού, ψήγματα δημοτικής και λέξεις που μόλις αγγίζουν την καθαρεύουσα. Μοιάζει σαν ένα τεράστιο χωνευτήρι της παράδοσης και της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας, που έχει δημιουργήσει ένα άψογα ετερόκλητο σύνολο.
Το ταξίδι στον κόσμο της «συλλογικής μυθολογίας» του μεγάλου μας ποιητή δεν είναι εύκολο, σίγουρα όμως θα αποζημιώσει τον αναγνώστη.
Γένεσις
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από ‘να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το ‘χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
Το Άξιον Εστί ξεκινά με μια διπλή γέννηση… του Ποιητή και του Κόσμου. Τα πρώτα συλλαβίσματα, η αίσθηση, η αντίληψη, ο λόγος, η οικογένεια παρουσιάζονται ως παράγοντες που διαμορφώνουν την ταυτότητα του ατόμου. Από την άλλη πλευρά, περιγράφονται με τρόπο λιτό αλλά μεστό τα βουνά, η θάλασσα, τα στοιχεία της φύσης, ο ζωοδότης ήλιος. Ο Ελύτης, γεννημένος στην Κρήτη και με καταγωγή από τη Λέσβο, έχει σημαδευτεί από την αιγαιοπελαγίτικη σφραγίδα ανεξίτηλα. Η ταπεινή αλλά γοητευτική ομορφιά του ελληνικού τοπίου κυριαρχεί στις περισσότερες περιγραφές του. Το σημαντικό, ωστόσο, είναι η αρμονία του Ανθρώπου και της Φύσης. Οι θνητές, περιορισμένες διαστάσεις διευρύνονται και τελικά ταυτίζονται με αυτές του κόσμου. Ο ήρωας παρουσιάζεται ως ένας άλλος Μεσσίας, που πρέπει να δώσει πνοή στην άψυχη ύλη που τον περιβάλλει και να σώσει τον άνθρωπο από όσα τον κατατρώνε.
Τα Πάθη
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τ’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!
Στο δεύτερο μέρος ο Ελύτης ταυτίζει τις προσωπικές του εμπειρίες με τα πάθη του ελληνικού λαού. Οι αντιθέσεις (πλούτος-φτώχεια), οι αγώνες (δάκρυα-ιδρώτας), οι αντινομίες (ελευθερία-δέσμευση) που ταλανίζουν την ψυχή του ήρωα ταυτίζονται με τα αισθήματα απόγνωσης, απώλειας, θυσίας, θλίψης, αγωνίας και στέρησης που βιώνει η πατρίδα του. Εξάλλου, πρόκειται για μια Ελλάδα βαθιά πληγωμένη από τη Γερμανική Κατοχή και τη φρίκη του Εμφυλίου, που ακόμη θρηνεί τα παιδιά της. Έτσι, με τρόπο αριστοτεχνικό, κάτι ατομικό και πρόσκαιρο αναγάγεται σε κάτι καθολικό και αιώνιο.
Το Δοξαστικό
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη
των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης
ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’ αλώνια
ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε:
ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί
Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται
Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται
Χαίρε του Παραδείσου των βυθών η Αγρία
Χαίρε της ερημιάς των νησιών η Αγία
Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη
Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο
Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα
Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων
Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου
Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή
Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει
μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι
του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν
οι νεκροί άνθη της αύριον
Ο χωρίς δισταγμούς ένστικτος νόμος
ο σφυγμός ο ταχύς παίκτης του βίου
ο αιμάτινος θρόμβος ο σωσίας του ήλιου
κι ο κισσός ο άλτης των χειμώνων
Στο τρίτο μέρος του έργου ο Ελύτης αφοσιώνεται στη δοξολογία του επί γης Παραδείσου. Ο κόσμος γίνεται αντιληπτός με ποιητική ματιά, ενώ περίοπτη θέση καταλαμβάνει η Παναγία, με τη μορφή της πανταχού παρούσας Κυρίας, που σκορπά γαλήνη και ομορφιά στο πέρασμά της. Τα πάθη του κόσμου, η ασχήμια και οι συμφορές του στο τέλος κατανικώνται. Αναδεικνύεται η δύναμη της ζωής και της αιωνιότητας, μέσω της λύτρωσης που παρέχεται στον αναγνώστη, ως άλλη μορφή αρχαίας τραγωδίας.
Το Άξιον Εστί αποτελεί, δίχως αμφιβολία, την κορωνίδα της συγγραφικής πορείας του Ελύτη. Ένα έργο βαθιά φιλοσοφικό, ποτισμένο με ελληνικότητα, αισθαντικότητα, στραμμένο προς την ιδέα του ατέρμονου και του ωραίου. Η συνολική θεώρηση του κόσμου και ο ρόλος του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν το καθιστούν μέρος της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς δεν υπάρχει άλλο εφάμιλλό του.
Ένας ύμνος για την Ελλάδα, που με τον πολιτισμό της αγκαλιάζει και διαποτίζει κάθε κύτταρο της πλάσης. Ένα λογοτεχνικό μνημείο για τον κόσμο αυτόν τον μικρό, τον μεγάλο.