Ένα από τα λιγότερο γνωστά μπλόκα των Γερμανών και των ταγματασφαλιτών στην Αθήνα
Του Ανδρέα Δενεζάκη για τον Ημεροδρόμο
Μετά τη Συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβρη του 1943, οι Γερμανοί στην προσπάθειά τους να εξοικονομήσουν στρατιωτικές δυνάμεις, ενισχύουν δραστικά τα, δημιουργημένα τον Ιούλη του 1943, Τάγματα Ασφαλείας στα οποία αναθέτουν, για λογαριασμό τους, τις εσωτερικές υποθέσεις, την αντιμετώπιση των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδιαίτερα του ΕΛΑΣ, τη συγκέντρωση, ακόμα και με μπλόκα, εργατών για τα γερμανικά στρατιωτικά εργοστάσια, την αστυνόμευση και την τήρηση της τάξης υπέρ των δυνάμεων κατοχής, σε συνεργασία με την Αστυνομία και την Χωροφυλακή.
Ο δωσίλογος Ιωάννης Ράλλης, δέχτηκε, την άνοιξη του 1943, τον διορισμό του από τις κατοχικές δυνάμεις, ως πρωθυπουργός, με προϋπόθεση τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας για να αντιμετωπιστεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος». Μπροστά στην άνοδο του αντιστασιακής πάλης του λαού μας και την κατακόρυφη αύξηση της πολιτικής επιρροής του ΕΑΜ, οι κατοχικές αρχές και η δωσίλογη κυβέρνηση επιστράτευσαν τη βία και την τρομοκρατία. Μαζί τις συλλήψεις και τις φυλακίσεις, αυξάνονται δραματικά τα περιοριστικά μέτρα και οι εκτελέσεις. Από το φθινόπωρο του 1943, τα Τάγματα Ασφαλείας εγκαινιάζουν συγκεντρωτικά χτυπήματα, εκτεταμένες και στοχευμένες επιχειρήσεις, τα γνωστά «Μπλόκα».
Το πρωί της Τρίτης 30 Νοέμβρη 1943, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων σε συνεργασία με το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας, (οι «μπουραντάδες» με διοικητή τον Ν. Μπουραντά), κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση πραγματοποιώντας το πρώτο στοχευμένο μπλόκο στην Αθήνα, στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού, το Γαλλικό Νοσοκομείο στους Αμπελόκηπους και σε άλλα κτίρια στην Βασιλίσσης Σοφίας και Αλεξάνδρας. Πάνω από 1700 νοσηλευόμενοι ανάπηροι του Αλβανικού Μετώπου και μέλη του νοσηλευτικού προσωπικού, ανάμεσά τους 170 γυναίκες, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στις Φυλακές Χατζηκώστα, στην οδό Πειραιώς. Σύμφωνα με τη σχετική γερμανική αναφορά σκοτώθηκε και ένας κομμουνιστής που τράβηξε όπλο. Ο Ράλλης θριαμβολόγησε στον κατοχικό αθηναϊκό Τύπο για την επιτυχία της επιχείρησης επισημαίνοντας ότι τα νοσοκομεία των Αθηνών «ήταν κέντρα παντοειδούς κοινωνικής μολύνσεως» και ελέγχονταν «από εγκληματικά όργανα τα οποία υπήκουον μόνο εις τας διαταγάς του κομμουνισμού και καταλήστευαν το δημόσιον χρήμα». Οι κρατούμενοι αυτοί αποτέλεσαν τη δεξαμενή από την οποία οι δυνάμεις κατοχής αντλούσαν άτομα για τις εκτελέσεις που διενεργούσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και άλλες τοποθεσίες σε αντίποινα για διάφορες αντιστασιακές ενέργειες.
Το μπλόκο του Ζωγράφου
Στους αμέσως επόμενους μήνες αρχίζουν και οργανώνονται όλο και πιο συχνά μπλόκα στις γειτονιές της Αθήνας στην προσπάθεια των ταγματασφαλιτών να συντριβεί το ΕΑΜ και να ικανοποιήσουν την ανάγκη των Γερμανών κατακτητών να μαζέψουν με το ζόρι εργάτες για τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στη Γερμανία. Ανάμεσά τους το πρώτο μπλόκο στην Κοκκινιά 7 Μάρτη 1944[1], το μπλόκο στη Γούβα και το Παγκράτι στις 18.6.1944.
Στις 21.6.1944 μια διμοιρία Γερμανών των ΕΣ-ΕΣ και δυο λόχοι γερμανοτσολιάδων που στρατωνίζονταν στο κτίριο «Μαργαρίτη» (επί της σημερινής λεωφόρου Καλλιρρόης) επιχειρούν μπλόκο στη συνοικία των Παλαιών Σφαγείων και σε τμήμα της Καλλιθέας. Το 1ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ, με δυνάμεις του ΙΙ τάγματος (Καλλιθέα) και ΙΙΙου τάγματος (Νέων Σφαγείων) δίνουν σκληρή μάχη και ματαιώνουν το μπλόκο. Μέχρι το μεσημέρι οι ταγματασφαλίτες επιστρέφουν στους στρατώνες τους άπρακτοι. Η μάχη όμως για τον ΕΛΑΣ δεν είχε τελειώσει. Με τρεις ομάδες οι ΕΛΑΣίτες αποφασίζουν και χτυπούν τους στρατώνες, προκαλώντας σημαντικές απώλειες (45 νεκρούς και τραυματίες) και καταρρακώνοντας το ηθικό των γερμανοτσολιάδων.
Μια βδομάδα μετά την επίθεση του ΕΛΑΣ στους στρατώνες του «Μαργαρίτη» οι γερμανοτσολιάδες του Γουδιού, ενισχυμένοι από χωροφύλακες της Ειδικής Ασφάλειας και Γερμανούς, κάνουν μπλόκο στου Ζωγράφου.
Αυτή τη φορά για να το πετύχουν πραγματοποιούν ταυτόχρονα με το μπλόκο επιδρομές με ισχυρές δυνάμεις στο Παγκράτι, τον Βύρωνα και τη Γούβα, με στόχο να απασχολήσουν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και να αποφύγουν τα χτυπήματά του ενάντια στον κύριο στόχο που ήταν το μπλόκο στου Ζωγράφου.
Τρίτη 27 Ιούνη 1944. Ξημερώματα. Η φωνή από τον τηλεβόα καλούσε τους άνδρες από 14 ετών και πάνω, να συγκεντρωθούν στην πλατεία της Γαρδένιας, μέσα σε μισή ώρα, αλλιώς μετά τη λήξη της προθεσμίας όποιον έβρισκαν στην έρευνα που θα ακολουθούσε θα τον εκτελούσαν επιτόπου. Οι Ζωγραφιώτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία.
Ο ΕΛΑΣίτης Κώστας Καραβίδας[2] έσωσε μνήμες από το μπλόκο σε ένα δημοσίευμά του στην «Ζωγραφιώτικη Φωνή», στα μέσα της δεκαετίας του ’80[3]:
«…Η ημέρα άρχισε να φωτίζει όταν και η επιχείρηση «έρευνα στα σπίτια» είχε τελειώσει και έμπαινε στη διαδικασία της «επιλογής».
Οι ταγματασφαλίτες και οι Γερμανοί συγκεντρώθηκαν έξω από το μέρος της συγκέντρωσης.
Ο χώρος Γαρδένια ήταν κτήμα των Ζωγραφαίων. Τον έκαναν καλοκαιρινό κινηματογράφο για να τον εκμεταλλευτούν.
Είχαν φτιάξει μια οθόνη που η πλάτη της ήταν ακριβώς απέναντι από τον σημερινό κινηματόγραφο «Αλέκα»… δεξιά της είχε μια αίθουσα γύρω στα 30 – 35 μέτρα μονόροφη και μια τζαμαρία σιδερένια με μικρά τετράγωνα τζαμάκια. Το χειμώνα ο Ιατρίδης έπαιζε Καραγκιόζη. Αριστερά της κι έξω από τη μάντρα ήταν το περίπτερο του Μέμου, όπου και το Σταθμαρχείο των λεωφορείων. Η ονομασία του πρώτου κινηματογράφου ήταν «Παυσίλυπον», μετά «Μεξικάνα» και κατοπινά Γαρδένια, όπου και καθιερώθηκε.
Οι συγκεντρωμένοι είχαν γεμίσει όλον αυτό τον χώρο και τους υποχρέωσαν να καθίσουν οκλαδόν.
Επικεφαλής της επιχείρησης ο Γερμανός λοχαγός ονόματι Λαχέτα με τέσσερις του επιτελείου του κι ένα διερμηνέα. Οργανά του για την εκτέλεση της επιχείρησης οι ταγματαλήτες με επικεφαλής τους τον προδότη, Ελληνας στην φωνή, γερμανός στην ψυχή Πλυτζανόπουλο με το επιτελείο του, τον Κουρή, τον Παπαγιαννόπουλο, τον Κουσουρή.
Ολων των συγκεντρωμένων τα πρόσωπα ήταν χλωμά, τα μάτια τους γεμάτα αγωνία και αβεβαιότητα ήταν κολλημένα στην είσοδο, προς την πλευρά της λεωφόρου (που με το τόξο που ένωνε στις δυο τσιμεντοκολώνες, έμοιαζε με αψίδα) περίμεναν την ώρα της κρίσης.
Πρώτα μπαίνει η κουστωδία Λιχέτα των Γερμανών, μετά του Πλυτζανόπουλου και ξωπίσω του ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ, ο Παναγιώτης Κλήμης[4]. Το βήμα του σταθερό, αταλάντευτο, όμοιο των πατρόνων του, τίποτα δεν έδειχνε εξαναγκασμό. Ο Κλήμης ήταν ο άνθρωπος που λίγο καιρό πριν ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της πατρίδας τον είχε στα σπλάχνα του. Ηταν αυτός που ήξερε πρόσωπα και πράγματα.
Πάγωσαν οι συγκεντρωμένοι. Τον ήξεραν και τους ήξερε όλους. Αλλοι είχαν συνεργαστεί μαζί του, άλλοι του είχαν προσφέρει καταφύγιο να κοιμηθεί ή να μείνει για λίγο, άλλοι τον είχαν ταΐσει και άλλοι του είχαν προσφέρει χρήματα ή τρόφιμα από το υστέρημά τους για τα «παιδιά», όπως λέγονταν την εποχή εκείνη, εννοώντας αυτούς που συμμετείχαν πιο ενεργά.
Προχωράει λίγα βήματα μπροστά, πλαισιώνεται από το διερμηνέα και πίσω του τσολιάδες για να παραλαβαίνουν τα «θύματα», να τους περιποιούνται κατάλληλα με τους υποκόπανους και τις βρισιές και να τους πηγαίνουν έξω από την είσοδο αριστερά.
— ΑΥΤΟΣ! Λέει και δείχνει με το δάχτυλό του, είναι ο Αγγελος Ευαγγελάτος[5] – ΟΠΛΑτζής. Πέφτουν σαν όρνια επάνω του, τον βρίζουν, τον χτυπάνε, τον στήνουν στα πόδια του. Ο διερμηνέας τους επιβάλλει σιωπή και απευθύνεται στον Αγγελο με ύφος αφέντη.
– Πες ρε τι κάνει η ΟΠΛΑ! Πες το φωναχτά ν’ ακούσουν όλοι!
Πίστευε πως θα λύγιζε, θα έτρεμε ο αγωνιστής και τέλος θριαμβευτής ο προδότης θα μπορούσε ευκολότερα να σπάσει του υπόλοιπους και θα μαρτυρούσαν τους καθοδηγητές, τους οποίους κατονόμαζαν.
– Σκοτώνει προδότες σαν εσένα! Ήταν η απάντηση του ήρωα αγωνιστή.
Η απάντηση αυτή της ελληνικής ψυχής, της εθνικής, της ΕΑΜικής Αντίστασης κάνει Ούννους και προδότες για μια στιγμή αμήχανους, χλωμιάζουν, τρέμουν και μη μπορώντας ν’ αντιδράσουν αλλιώς, πέφτουν όλοι επάνω του και τον βγάζουν σηκωτό για να μη δοθεί συνέχεια στην ηρωική αντίσταση.
Το έργο έπρεπε να συνεχιστεί. Επρεπε να φτάσει στο τέλος του.
Ο Εφιάλτης προχωράει δύο βήματα πιο μέσα, στέκει, σηκώνει το χέρι του και με το δάχτυλο δείχνει.
– Αυτός, είναι ο Αντώνης Πασάς. Αυτός, ο Μίλτος Κοντογιάννης. Αυτός ο Λεωνίδας Κοντογιάννης κι αυτός πιο κει, τ’ όνομά του δεν το ξέρω ήταν στον έρανο την ημέρα του Αγίου Θεράποντα.
Τους σήκωσαν με βρισιές και ξύλο, τους τραβάνε έξω από το χώρο της συγκέντρωσης αριστερά στη μάντρα της Γαρδένιας, με τα μούτρα στον τοίχο και ψηλά τα χέρια.
Ο Αντώνης ήταν υπεύθυνος της Αλληλεγγύης Ζωγράφου κι ο Μίλτος συνεργάτης του. Ο άγνωστος του Κλήμη ήταν ο Στέλιος Κότος, παλιός κομμουνιστής, υπεύθυνος της Ε.Α. των Ανατολικών Συνοικιών, γεωπόνος από την Καβάλα.
– Ο Παπάς! Είπε ο Κλήμης και έμειναν όλοι άναυδοι. Ώστε κι ο Παπάς μαζί τους; Αυτό πάει πολύ! Επρεπε να τον ξεφτιλίσουν. Πιάνουν με μιας και του κόβουν τον κότσο του και του το δίνουν να το φάει με ειρωνικά γέλια και χλευασμό.
Ο καλογερόπαπας λεγότανε Ιγνάτιος Κοβατζής, Ιλισιώτης.
Το χέρι του προδότη με προτεταμένο το δάχτυλο ανέβαινε και κατέβαινε συνεχώς.
– Αυτός έδωσε στον Ερανο. Αυτός έδωσε σούπα του Μπακάλη. Αυτός αυγόσκονη. Αυτός μπιζέλια. Αυτός μια κονσέρβα καλαμαράκια. Αυτός… Αυτός… Αυτός…
Δεν εξαίρεσε ούτε και τους συγγενείς των Αγωνιστών, μέχρι δευτέρου και τρίτου βαθμού.
– Αυτός είναι ο αδελφός του Γιάννη Σταθάτου, ο Νίκος.
– Αυτός ο πατέρας του Τάκη Καρλαύτη.
– Αυτός ο θείος του Κώστα Καραβίδα και αδελφός του Δημήτρη, ο Στέλιος Καραβίδας.
Δεν άφησε κανέναν απέξω, μέχρι και αυτούς ακόμα που δεν είχαν καμιά ανάμειξη, δεξιούς, αλλά χωρίς να αντιτάσσονται ενεργά στον αγώνα.
… Συνολικά το χέρι αυτού του ερπετού ανέβηκε και κατέβηκε 93 φορές.
Η διαδικασία της διαλογής κράτησε μέχρι το μεσημέρι. Ολοι όρθιοι με υψωμένα τα χέρια και με το πρόσωπο στον τοίχο μες στον καλοκαιριάτικο λιοπύρι…
Το μαρτύριο όμως δεν σταμάτησε ως εδώ. Τις πληροφορίες που θέλανε δεν τις πήραν, έπρεπε να τις πάρουν.
Κάλεσαν δυο από τους συλληφθέντες, τον Καραβίδα τον Στέλιο κι έναν άλλο και τους έβαλαν τον έναν να χτυπήσει τον άλλον.
Ο Καραβίδας αρνήθηκε να ακολουθήσει τις οδηγίες τους. Αυτή η περήφανη στάση τους εξόργισε, τους έκανε θηρία, δεν το περίμεναν μετά από τόσα που είχαν κάνει για να τους σπάσουν το ηθικό, ήταν ανήκουστο. Σάστισαν, μα ήταν δυνατό να υπάρχει τέτοιο ηθικό σθένος, τέτοια αυταπάρνηση, τέτοια ηθική ανάταση; Αγνωστες ηθικές αξίες για γραικύλους, όρμησαν πάνω του και τους έκαναν λιώμα.
Σήμαναν τη λήξη της επιχείρησης. Αντί νικητές και τροπαιούχοι, έφευγαν ντροπιασμένοι και ηττημένοι μαζί με την ανθρώπινη πραμάτεια τους.
Την τελευταία λέξη δεν μπορούσε να την είχαν οι γερμανοτσολιάδες.
Το βράδυ ακούστηκε το ΧΩΝΙ ΤΟΥ ΕΑΜ. Η γνώριμη πια φωνή, η φωνή που σκορπούσε ρίγη συγκίνησης στους Ζωγραφιώτες στο άκουσμά της:
Προσοχή! Προσοχή! Ζωγραφιώτες και ζωγραφιώτισσες. Σήμερα οι Γερμανοί μαζί με τους συνεργάτες τους τσολιάδες κάνανε μπλόκο. Πιάσανε γύρω στους εκατό. Ο εχθρός ψυχορραγεί, τίποτα δεν τον σώζει. Πατριώτες και πατριώτισσες πλαισιώστε τις γραμμές του ΕΑΜ, η νίκη είναι δική μας. Θάνατος στο φασισμό! Λευτεριά στο λαό!
Κώστας Καραβίδας»
Το ΙΙΙ Τάγμα του ΕΛΑΣ της Καισαριανής προωθήθηκε στα Κουπόνια και χτύπησε απέξω το μπλόκο. Το ΙΙο και το Ιο κρατούσαν τους επιδρομείς έξω από τις συνοικίες του Βύρωνα, της Γούβας και της Νέας Ελβετίας. Οι διμοιρίτες Μανούσος Δελαβίνιας και Παναγιώτης Κοσιώνης, του ΙΙΙ Τάγματος, χτύπησαν το μπλόκο από την κάτω μεριά, από δυτικά. Όταν υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν έφτασαν και κρύφτηκαν στο γιαπί μπροστά από το Αρεταίειο, εκεί που είναι σήμερα το Νοσοκομείο «Αλεξάνδρας». Μετά από προδοσία, περικυκλώθηκαν από τους ταγματασφαλίτες και έδωσαν γενναία μάχη μέχρι που εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους και εκτελέστηκαν από τους διώκτες τους.
Πάνω στο νεκρό σώμα του ενός (κατά πάσα πιθανότητα και με βάση τις μαρτυρίες, πάνω στον Δελαβίνια ο οποίος σκοτώθηκε στο ισόγειο) πέταξαν και την πινακίδα που ανέγραφε το όνομα «ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ», μια πράξη που συνήθιζαν να κάνουν οι ταγματασφαλίτες δηλώνοντας ότι στους δυο έπρεπε να ήταν και ο καταζητούμενος για την δράση του Θανάσης Βουδούρης.
Στο μπλόκο του Ζωγράφου εκτελέστηκαν επιτόπου οκτώ πατριώτες και μερικές άλλες εκατοντάδες τους έστειλαν στο Χαϊδάρι και από κεί στα κάτεργα της Γερμανίας. Από αυτούς μετά τον πόλεμο ελάχιστοι γύρισαν στα σπίτια τους.
Τα μπλόκα συνεχίστηκαν και τους υπόλοιπους μήνες. Μερικά από αυτά: Στις 6 Ιούλη Μπλόκο στο Περιστέρι (συλλαμβάνονται 180, δολοφονούνται 4 στο Γουδί, 124 από αυτούς στέλνονται στη Γερμανία, γυρίζουν μετά τον πόλεμο μόλις 19). Στις 4.7. Μπλόκο στη Γούβα (180 – 200 οδηγήθηκαν στο Γουδί και δεν ξαναγύρισαν πίσω). Ιδιαίτερα τον «Ματωμένο Αύγουστο» του 1944: Την 1.8.1944 επιχειρείται Μπλόκο στο Βύρωνα και την Καισαριανή, ο ΕΛΑΣ το ματαιώνει. Στις 3.8. επιχειρείται Μπλόκο στον Νέο Κόσμο Στις 7.8. Μπλόκο στον Βύρωνα (11 επιτόπου εκτελεσμένοι). Στις 9.8. Μπλόκο στο Δουργούτι – Φάρο – Κατσιπόδι (εκτελούνται 190 πατριώτες – συλλαμβάνονται 5.000 όμηροι). Στις 17.8. Μπλόκο στη Κοκκινιά (350 νεκροί – 8000 οδηγούνται στο Χαϊδάρι κι από αυτούς περίπου 1000 στα γερμανικά κάτεργα). Στις 28.8. Μπλόκο στην Καλλιθέα – Πετράλωνα, Παλαιά και Νέα Σφαγεία (εκτελέστηκαν 22 ΕΠΟΝίτες και άλλοι 8 σκοτώθηκαν από τα οπλοπολυβόλα των ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους).
Λίγες μέρες πριν φύγουν, ηττημένοι, οι Γερμανοί από την Αθήνα, στις 24 Σεπτέμβρη 1944, η Κοκκινιά ζει για τρίτη φορά τη φρίκη και τη βαρβαρότητα των ναζί. Ο λαός της Κοκκινιάς, ήταν μαζεμένος στην πλατεία, αποτίνει φόρο τιμής στους ήρωες – νεκρούς του Μεγάλου Μπλόκου, όταν ξαφνικά δέχεται επίθεση με πολυβόλα από τους φασίστες κατακτητές που είχαν ταμπουρωθεί στο λόφο της Δεξαμενής. Η μαρτυρική Κοκκινιά ξαναβουτήχτηκε στο αίμα. Αλλοι 9 νεκροί και 32 τραυματίες ήταν ο αιματηρός απολογισμός της μέρας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Στις 17 Αυγούστου 1944 η Κοκκινιά έζησε τη φρίκη του Μεγάλου Μπλόκου, μια από τις τραγικότερες στιγμές της φασιστικής κατοχής, αλλά και μια από τις ηρωικότερες στιγμές του απροσκύνητου λαού της. 350 οι νεκροί εκείνης της ημέρα, 100 σπίτια κάηκαν και γύρω στους 8000 Κοκκινιώτες οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, 1000 από τους οποίους μεταφέρθηκαν στη Γερμανία, από όπου γύρισαν ελάχιστοι
[2] Ο Κώστας Καραβίδας με την ίδρυση της ΕΠΟΝ εντάχτηκε στη δράση της, στις Ανατολικές συνοικίες και στη συνέχεια στα ανταρτοεπονίτικα Τμήματα Αττικής. Μέλος του ΚΚΕ από το 1943, υπηρέτησε πιστά τα δίκια του λαού μας, σε ό,τι του ανατέθηκε και στη νόμιμη και στην παράνομη δράση μέχρι το τέλος της ζωής του, που ήρθε στις 13.6.2012, σε ηλικία 86 χρόνων.
[3] Ο Κ. Καραβίδας στο δημοσίευμα της Ζωγραφιώτικης Φωνής, κάνει λόγο και για ένα ταυτόχρονο μικρότερο μπλόκο στα Κουπόνια, στον ημιτελή κινηματογράφο «Ολυμπος» (ο οποίος δεν ολοκληρώθηκε και δεν λειτούργησε ποτέ), στη σημερινή πλατεία Τερζάκη. Επίσης αναφέρει ως ημερομηνία πραγματοποίησης του μπλόκου το Σάββατο 24 Ιούνη 1944, σε αντίθεση με τον Ορέστη Μακρή στο Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας που καταγράφει την Τρίτη 27 Ιούνη. Το ίδιο και οι άλλες πηγές (Επεσαν για τη Ζωή, τομ. 4α, σελ 298, – Κωτσάκη «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης», Μπαρτζιώτα «Η Εθνική Αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα».
[4] Ο Π. Κλήμης είχε περάσει από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, από τον λόχο του Ζωγράφου. Αργότερα εντάχθηκε στα Τάγματα Ασφαλείας και πέρασε, σαν κουκουλοφόρος και πληροφοριοδότης στην υπηρεσία των Γερμανών και του Πλυτζανόπουλου.
[5] Ο Αγγελος Ευαγγελάτος μεταφέρθηκε στα στρατόπεδα στο Γουδί, όπου υπέστη φριχτά βασανιστήρια. Λίγες μέρες μετά σκοτώθηκε πέφτοντας από την ταράτσα των στρατώνων.
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
— «Η Εθνική Αντίσταση στην Αδούλωτη Αθήνα», Βασίλη Μπαρτζιώτα – Σύγχρονη Εποχή — «Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας», Ορέστη Μακρή –Σύγχρονη Εποχή — «ΕΙΣΦΟΡΑ στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», Σπύρου Α. Κωτσάκη – Σύγχρονη Εποχή — Εφημερίδα «Ζωγραφιώτικη Φωνή» — Επεσαν για τη Ζωή, τομ. 3ος, σελ. 298 – Εκδοση ΚΕ του ΚΚΕ — « Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», Μενέλαου Χαραλαμπίδη, εκδόσεις Αλεξάνδρεια — «Το τιμωρό χέρι του λαού», Ιάσονα Χανδρινού, εκδόσεις Θεμέλιο
*Το χαρακτικό που συνοδεύει το θέμα είναι του Τάσσου «Το μπλόκο της Κοκκινιάς»