29…2013-29=1984.. Παιδί του Όργουελ, όταν είχα ανακαλύψει το βιβλίο εκεί στα 13, δε μπορείτε να φανταστείτε τι χαρά είχα κάνει και τώρα είμαι εδώ, είμαστε εδώ να ζούμε όχι ένα 1984 και έναν Όργουελ, αλλά το “brave new world” του Χάξλεη.. Τι να σου περιγράφω, το ζεις…
Ένα άρθρο γράφει πως 1 στους 4 Έλληνες θέλει να φύγει απ’την Ελλάδα..Μόνο; Στο τέλος θα μείνουν τα καθάρματα, οι φασίστες και λίγοι ρομαντικοί μαλάκες να μας θερίζουν καθημερινά, όταν όλοι οι υπόλοιποι θα χουν θάψει τα όνειρά τους σε μια σεμνή τελετή με παππά ή χωρίς και θα χουν φύγει να γίνουν περήφανο εργατικό δυναμικό κάπου, σε κάποια χώρα. Χωρίς όνειρα..Άλλωστε οι περισσότερες αεροπορικές επιτρέπουν μέχρι 18κιλά, που χώρος για όνειρα και να ξερες πόσο βαριά είναι ρε, αχ και να ξερες..
Και όσοι μένουμε εδώ φοράμε μαύρα στη ψυχή και κάνουμε δικές μας κηδείες..Ανθρώπους, επιθυμίες, ανάγκες, ακόμα και γαμημένες βασικές ανάγκες, τη Δευτέρα μια μπύρα, την Τρίτη ένα τηλέφωνο σε κάποιον που δεν είναι εδώ, την Τετάρτη ένα “σ αγαπώ” γιατί πως να σε κουβαλήσω μαζί μου, όταν με το ζόρι κουβαλάω τον εαυτό μου, την Πέμπτη ένα βιβλίο, την Παρασκευή τις βενζίνες για το σαββατοκύριακο που θα θελες επιτέλους να ξεφύγεις. Ποτέ μου δεν ήθελα να πηγαίνω σε κηδείες, πάντα ήθελα να θυμάμαι τα πράγματα ζωντανά, να ξέρω πως δεν έχουν τελειώσει, να ελπίζω..όσο κι αν έβλεπα το ποτήρι μισοάδειο πάντα περίμενα πως θα ερχόταν κάποιος να το γεμίσει και τώρα δε βλέπω καν ποτήρι…
Δε μπορώ να σκεφτώ δύο μέρες μετά, δε μπορώ να σχεδιάσω τίποτα, δε μπορώ να γράψω ρε, λες και μου χει πλακώσει τη ψυχή η πιο βαριά πέτρα του κόσμου και τα βράδια εύχομαι τα κεράκια μου να ναι ένα μασούρι δυναμίτη και να σπάσω την πέτρα κι ας γίνω κομματάκια μαζί της. Δε ξέρεις πως είναι ή μαλλον μη λέμε μαλακίες, για να είσαι εδώ ξέρεις, κάτι άλλο κουβαλάς και συ, εξίσου βαρύ, εξίσου σκοτεινό κι ακροβατείς στο σκοινί σου, και ξυπνάς στην πτώση λουσμένος στο ιδρώτα καταχείμωνο και τρέμοντας απ’το κρύο τον Ιούλη…Υπάρχουν στιγμές που χαίρομαι, που ηρεμώ, αλλά πια είναι τόσο λίγες που μπορώ και τις θυμάμαι, τις καταγράφω, είστε μέσα σ’ αυτές να ξέρετε και σας ευχαριστώ. σας ευχαριστώ που με ανέχεστε, που μ’ αγαπάτε, που είστε εκεί ακόμα κι όταν σας διώχνω. Και να συνεχίσετε να είστε.
Μεγαλώσαμε για να γίνουμε άλλα πράγματα, ξέρεις για τι είμαστε έ; Για κείνο το καλοκαίρι στην Αμοργό ή το άλλο στην Ικαρία, τότε που όλα μας τα σχέδια τα χωρούσε ένα σακκίδιο που χε πάρει το σχήμα των ώμων μας από το κουβάλημα, για τις φωτιές στην παραλία και κείνες τις άλλες του Δεκέμβρη, για τα ατέλειωτα βιβλία που διαβάστηκαν στις αιώρες και τις προβολές στα σκαλάκια με κλεμμένο ρεύμα, για τα νικητήρια καλάθια και κάτι ξεφτιλισμένα γκολ στο προ, για να γελάμε με τα απαίσια ανέκδοτα μας και να ακούμε μουσικάρες πάνω σε λόφους παρέα με ένα τσιγάρο, για να λέμε πως εδώ εμείς θα αντέξουμε και του χρόνου όλοι μαζί θα μαστε, για κείνο το κορίτσι που μου χαμογέλασε και τούτο δω που μου πε πως θα μου κρατάει το χέρι ότι κι αν συμβεί, για κείνο το τελευταίο ούζο και το σημάδι από την πινακίδα στο κούτελο, για τους μεγάλους έρωτες στα σεντόνια μας και τις μεγάλες πίκρες μέσα από την οθόνη ενός θερινού, μέσα από τους ήρωές μας…Εμείς θα νικούσαμε…
Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να φοβόμαστε να σηκωθούμε από το κρεβάτι, δεν είμαστε φτιαγμένοι να κάνουμε προσκλητήριο απόντων και να περιμένουμε από το skype να ρθούμε πιο κοντά, να ακούσουμε από τηλεφωνικές γραμμές το παραμορφωμένο γέλιο του άλλου, να μη μπορούμε να δούμε τη λάμψη στα μάτια του, να φοβόμαστε να δεθούμε και να πρέπει να αντιμετωπίζουμε ατρόμητοι τους λογαριασμούς, τις απολύσεις, τα 3ε την ώρα, τα γλειψίματα κώλων την ώρα που κάνεις φαστ φόργουορντ και έχεις βγάλει εκείνο το κατάνα του Ταραντίνο και πετσοκόβεις λαιμούς και το πλήθος χειροκροτεί γιατί τους λυτρώνεις, γιατί λυτρώνεις τον εαυτό σου, δεν είμαστε φτιαγμένοι να μη μπορούμε να πάμε στο γιατρό, να παραμορφώνεται το πρόσωπο και το χαμόγελό μας απ’ τις ρυτίδες, να πέφτουν τα μαλλιά και να ασπρίζουν τούφες, να ζητάμε δανεικά από τους πατεράδες μας και να βλέπουμε κάθε μέρα χιλιάδες απαθείς μαλάκες να υπακούν, να κυριαρχούν.
Και ρε γαμώτο, δε μπορώ να σας τοποθετήσω όλους μαζί σε έναν τόπο, σε έναν χρόνο. Είμαι σίγουρος πως αν το κατάφερνα αυτό θα κερδίζαμε, δε μπορεί…Το χαμόγελό σου στον πεζόδρομο δίπλα από το σπίτι,την αγωνία σου όταν πετάγανε δίπλα τα δακρυγόνα και σου δινα ριοπάν, εσένα που πανηγύριζες μια νίκη της ομάδας, και σένα που πανηγύριζες που προλάβαμε και στρίψαμε σε κείνο το στενό και τώρα ζούμε..εσύ ο άλλος στο βάθος που έγραφες τραγούδια στις καταλήψεις, εσένα που σου λέω κοροιδευτικά πως είσαι άσχημη και χοντρή ενώ στην πραγματικότητα είσαι η πιο όμορφη του κόσμου, εσένα που το πρόσωπό σου έπαιρνε τη πιο γελοία έκφραση την ώρα του οργασμού και σένα που μεθυσμένος μου κανες τη μύτη κιμά ένα βράδυ..Ελάτε να ενώσουμε χώρους και χρόνους, ελάτε να νικήσουμε…
Είμαι 29 και είμαι τρομοκρατημένος. Έχω ανάγκη να γυρίσεις να με κοιτάξεις, να γελάσεις όπως τότε που δεν καταλάβαινα ενώ για σένα ήταν όλα προφανή, να με κεράσεις ένα από τα βιομηχανικά σου -pall mall πια και να μου πεις “Μητσάκο, ρε, εμείς δεν είμαστε για αυτά, εμείς είμαστε για να ζούμε, (δε θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη)”, κι έχεις καιρό να το κάνεις ρε γαμώτο…..
από το https://beingparanoidandroid.blogspot.gr
artworks : Ken Wong